Γράφει
ο Απόστολος Δοξιάδης
Η οργή υπερίσχυσε στις 6 Μαΐου, διαλύοντας τα κόμματα εξουσίας, ενώ ο φόβος οδήγησε στις 17 Ιουνίου στην επανασυσπείρωση της Νέας Δημοκρατίας και τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία.
Όμως στην προεκλογική σκηνή κυριάρχησε φανερά, φανερότατα, η
επαναδιαπραγμάτευση των όρων της δανειακής σύμβασης.
Αν υπήρχε στην προεκλογική εκστρατεία καταμετρητής συχνότητας αναφοράς λέξεων, η «επαναδιαπραγμάτευση» θα είχε βγει με διαφορά πρώτη.
Δεν υπήρξε κόμμα που να μην την καταχράσθηκε.
Κάποια, όπως το ΚΚΕ ή οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, το έκαναν αρνητικά, δηλώνοντας σε κάθε ευκαιρία ότι αποκλείουν την επαναδιαπραγμάτευση, απαιτώντας την πλήρη καταγγελία της δανειακής σύμβασης, τουλάχιστον, δηλαδή, στο επίπεδο των υποχρεώσεών μας. (Αυτό ήταν και το μόνο όπου όλα τα κόμματα ανεξαιρέτως συμφώνησαν: κανένα δεν κατήγγειλε την καταβολή χρημάτων από τους δανειστές μας, απλώς την αποπληρωμή τους.)
Στην άλλη άκρη, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία έβαλαν την επαναδιαπραγμάτευση ως αιχμή σε μια «αντιμνημονιακή λάιτ» εκστρατεία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, τέλος, ενώ ήταν στους κάθετα αρνητικούς την 6η Μαΐου, μετακινήθηκε για τις 17 Ιουνίου σε μεικτή στάση, ενσαρκωμένη στην πολλαπλότητα των απόψεων των στελεχών του: έλεγε ένας «καταγγελία» της σύμβασης, το άλλαζε άλλος σε «πολιτική καταγγελία», τολμούσε ένας να πει «ριζική επαναδιαπραγμάτευση», πεταγόταν άλλη να βεβαιώσει ότι αυτό αποκλείεται κ.λπ.
Με δυο λόγια, έβγαινε το συμπέρασμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απορρίπτει μεν μετά βδελυγμίας την επαναδιαπραγμάτευση, υπό κάποιους όρους, όμως, θα τη συζητούσε, φτάνει φυσικά να είναι η σωστή επαναδιαπραγμάτευση, δηλαδή η δική του.
Η επαναδιαπραγματευτική ευφορία βρήκε την απόλυτη έκφρασή της μετεκλογικά, στην προγραμματική συμφωνία των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού, που δεν εκφράζει τίποτε άλλο από τη συνεχιζόμενη διάθεσή τους, στα πρότυπα της παλιάς καλής πελατειακής διακυβέρνησης, να τάζουν στους ψηφοφόρους.
Μόνο που αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα πρόβλημα: καθώς λεφτά δεν υπάρχουν (αυτό κι αν το μάθαμε πια!), οι διαβεβαιώσεις της προγραμματικής συμφωνίας είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν, οπότε οι ψηφοφόροι οπωσδήποτε θα απογοητευθούν.
Αυτό που φυσικά αποσιωπούν όλα τα κόμματα στις μεγαλοστομίες περί επαναδιαπραγμάτευσης είναι ότι οι δανειστές μας ουσιαστικά την αποκλείουν.
Οπως έχουν τα πράγματα, ίσως δεχθούν μικρές τροποποιήσεις ή και κάποια ισοδύναμα μέτρα, αν αυτά πείσουν ως ρεαλιστικά.
Αλλά ουσιαστική αλλαγή στους όρους, με την έννοια που τάζουν οι πολιτικοί μας, δεν γίνεται. (Ούτε και γίνεται, φυσικά, να υπάρξουν άλλες πηγές χρηματοδότησης, εκτός της δανειακής σύμβασης, όπως τάζουν οι αρνητές της, αφού έξω από αυτήν υπάρχει μόνο το σύνδρομο του ακαριαίου θανάτου.)
Οπότε, έτσι ή αλλιώς, δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης δεν υπάρχει. Εκτός αν...
Ναι, εκτός αν προχωρήσουμε αμέσως, μόνοι μας, μονομερώς, όπως έχουμε κάθε δυνατότητα, στη βασική επαναδιαπραγμάτευση που χρειαζόμαστε: την εσωτερική.
Οχι δηλαδή με τους δανειστές, αλλά με εμάς τους ίδιους.
Συγκεκριμένα, αν επαναδιαπραγματευθούν οι πολιτικοί της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ με τους εαυτούς τους, στη βάση ότι πέρασε η εποχή του κομματικού-πελατειακού κράτους, και πρέπει να εγκαταλείψουν τα αξιώματα που οδήγησαν ώς τώρα την πορεία τους.
Αν καταλάβουν, αυτοί που εκφράζουν σχεδόν το 50% των ψηφοφόρων, ότι δεν είναι κυβέρνηση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά όλων των Ελλήνων, και εξαγγελίες για «καμία απόλυση στο Δημόσιο» προσβάλλουν βίαια τον συνεχώς αυξανόμενο, αλλά ήδη τεράστιο, αριθμό των ανέργων, υπαλλήλων, ελεύθερων επαγγελματιών ή επιχειρηματιών, που προέρχονται όλοι από τον ιδιωτικό τομέα.
Αν αποφασίσουν να προχωρήσουν επιτέλους σε ουσιαστική εξυγίανση του κράτους, συνειδητοποιώντας ότι η ανάπτυξη, που τόσο χρειαζόμαστε, δεν έρχεται με πρόσθετα δάνεια ή επιτροπές, αλλά με σωστή φορολογική πολιτική, πάταξη της γραφειοκρατίας, θεσμική σταθερότητα και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών, αλλά και της διεθνούς κοινότητας. (Η σημερινή κυβέρνηση έχει κάποιους, ελάχιστους, σοβαρούς υπουργούς, κι ευτυχώς δύο από τους σοβαρότερους στα βασικά υπουργεία, Οικονομικών και Ανάπτυξης. Ας τους στηρίξουν ουσιαστικά τα τρία κόμματα στις μεγάλες ευθύνες που ανέλαβαν.)
Αλλά πρέπει να επαναδιαπραγματευτούν και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ τους, ώστε να καταλάβουν ότι ο κόσμος δεν τρέφεται επί μακρόν με καταγγελίες.
Από τον Μάιο ζουν τον μήνα του μέλιτος της ξαφνικής ανόδου.
Ομως ο γάμος με την εξουσία που ονειρεύονται, σε τέτοιους δύσκολους καιρούς, προϋποθέτει συνέπεια και σοβαρότητα, αντιπολίτευση ρεαλισμού και λύσεων.
Δυστυχώς, κάποιοι εξουσιομανείς και ιδεοληπτικοί στον ΣΥΡΙΖΑ ονειρεύονται να τους πέσει η εξουσία σαν ώριμο φρούτο στο στόμα, όταν η χώρα καταρρεύσει.
Όμως ας θυμούνται οι σοβαρότεροι ότι ο οργισμένος λαός είναι άπιστος εραστής: κάποια στιγμή μπορεί να γυρίσει και εναντίον σου, ειδικά αν κρίνει ότι έπαιξες βασικό ρόλο στην καταστροφή του.
Αν οι πολιτικοί μας κάνουν την απαραίτητη εσωτερική τους επαναδιαπραγμάτευση, και αρχίσουν να πείθουν με έργα, όχι λόγια, ότι η χώρα μας έχει τη διάθεση να σωθεί, τότε, και μόνο τότε, θα είναι και σε θέση να πείσουν τους δανειστές μας να δεχθούν ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση στους δικούς τους όρους.
Αλλιώς, δεν υπάρχει καμία ελπίδα, για κανέναν μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου