Γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
ο Μιχάλης Δεμερτζής
Α. Μία κατάσταση άνευ προηγουμένου
Πάνω που νομίζαμε ότι τα είδαμε όλα, ήρθε και το
πετρέλαιο στις αρχές της εβδομάδας να πέσει υπό του μηδενός σε αξία και
επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά ότι αυτό που ζούμε παγκοσμίως δεν έχει (και
μάλλον ούτε πρόκειται να) ξαναγίνει ποτέ. Και δεν μιλάμε μόνο για τώρα
συγκεκριμένα: Ξεκινήσαμε από μία παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008, περάσαμε
σε μία γεωπολιτική που για κάποιους είχε τη μορφή μεταναστευτικής-προσφυγικής,
για να φτάσουμε στην τρέχουσα υγειονομική που θα ξαναγίνει οικονομική…
Ειδικά η Δύση, δηλαδή η βάση του παγκόσμιου
συστήματος, μετρά συνολικά
πάρα πολλούς νεκρούς από τον κορωνοϊό και οι
μεγαλύτερες οικονομίες της, πριν καλά καλά συνέλθουν από την προηγούμενη κρίση,
εισέρχονται σε μία περίοδο οικονομικής ύφεσης που συγκρίνεται μόνο με εκείνη
της επομένης του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τότε όμως ο πόλεμος είχε τελειώσει και
το ήξεραν όλοι. Τώρα, ακόμα δεν ξέρουμε τίποτα και αυτό είναι το χειρότερο
όλων.
Μπορεί όλες οι ανεπτυγμένες χώρες να συζητούν αυτή
τη στιγμή την άρση των περιορισμών στην κυκλοφορία των προσώπων και στην
οικονομική δραστηριότητα, αλλά τι γίνεται σε περίπτωση που ο ιός επιστρέψει
δριμύτερος το φθινόπωρο και δεν έχουμε ακόμα έτοιμο το εμβόλιο; Η επί μακρόν
αβεβαιότητα αναπόφευκτα θα αρχίσει να βάζει στη ζυγαριά τους νεκρούς από τον ιό
με τους επερχόμενους νεκρούς της βαθιάς ύφεσης και, εκεί ακριβώς, η κρίση θα
γίνει και πολιτική και θα μάθουμε για ακόμα μία φορά «πόσο χειρότερα μπορούν να
γίνουν τα πράγματα…;»
Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν όλα τα μέτρα,
«κρατικίστικα» ή «φιλελεύθερα», μοιάζουν θεμιτά προκειμένου να αντιμετωπιστεί η
νέα οικονομική κρίση. Ακόμα και το να δίνονται χρήματα στους ανθρώπους ώστε
απλά να επιβιώνουν παραμένοντας σπίτι τους δεν φαίνεται πια παράλογο, αρκεί να
υπάρχει φως στο τούνελ της ανεύρεσης του εμβολίου. Τα λεφτά, βλέπετε, δεν
δημιουργούνται από αέρα. Αν, από την άλλη, δεν φαίνεται να υπάρχει ουσιαστική
πρόοδος ως προς το εμβόλιο, ίσως χρειαστεί να βρούμε καινοτόμες λύσεις για το
πώς θα συνεχίσουμε τις ζωές μας σε ένα εξωτερικό περιβάλλον γεμάτο πρωτόγνωρους
περιορισμούς.
Σε κάθε περίπτωση, το βάρος πέφτει στους
πολιτικούς μας αντιπροσώπους: Ό,τι γίνει, πρέπει να γίνει με τη μέγιστη δυνατή
συναίνεση, ώστε να εμπνέει σταθερότητα. Χωρίς την αίσθηση σταθερότητας, δεν
υπάρχουν προσδοκίες και χωρίς προσδοκίες δεν υπάρχει οικονομικό σύστημα. Πιο
συγκεκριμένα, ειδικοί επιστήμονες από τους τομείς της υγείας, των οικονομικών
αλλά και των τεχνολογιών αιχμής θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους υπό τις
κατευθύνσεις των πολιτικών ηγετών μας ώστε, αφενός, να μετριαστεί η σφοδρότητα
της οικονομικής κρίσης και, αφετέρου, να σχεδιαστούν ρεαλιστικά σενάρια για την
κανονικότητα της επόμενης μέρας.
Β. Η Ευρωπαϊκή Ένωση
Η ευρωπαϊκή δυσκινησία
Τούτων λεχθέντων, στον κόσμο των μεγάλων αγορών
και των αλληλοεξαρτώμενων οικονομιών που ζούμε, το πλεονέκτημα ίσως να
βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι λόγοι είναι, αφενός, η τρέχουσα
ανεπάρκεια των ΗΠΑ και, αφετέρου, το γεγονός ότι η ΕΕ είναι ένα οικονομικό και
πολιτικό μόρφωμα πολυδιάστατο, με χαλαρούς αλλά όχι εύθραυστους δεσμούς μεταξύ
των ανεπτυγμένων οικονομικά-κοινωνικά- τεχνολογικά μελών του, που, όπως
έχει δείξει και η ιστορία του, δεν φοβάται τις αλλαγές.
Έχει το μεγάλο μειονέκτημα της δυσκινησίας και
τούτο λύνεται μόνο στο μέτρο που θέλουν να το λύσουν τα μέλη του. Αυτή είναι
και όλη η ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης άλλωστε… Από τη μία, ο δρόμος προς
μία πιο ενωμένη Ευρώπη είναι μεν αργός στο βαθμό που συνίσταται σε μία συνεχή
διαδικασία διαλόγου μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά, από την άλλη, είναι και
δεδομένος στο βαθμό που αντιμετωπίζονται, από αυτά τα ίδια μέλη, κοινά
πραγματικά προβλήματα.
Το ζήτημα με την ΕΕ, και αυτό που μας ενδιαφέρει
εν προκειμένω, είναι πως πρώτα αυτά τα προβλήματα φθάνουν στο απροχώρητο, σε
σημείο «ατυχήματος», και μετά τα λύνει (π.χ. για να δημιουργηθεί ο ESM χρειάστηκαν ο πανικός στις αγορές, τα
μνημόνια, δυσάρεστα μέτρα από κυβερνήσεις και σημαντικές οικονομικές θυσίες από
λαούς). Ωστόσο, το συγκεκριμένο πρόβλημα που αντιμετωπίζει όλος ο κόσμος αυτή
τη στιγμή, είναι ήδη «ατύχημα». Είναι μία εξαιρετική κατάσταση που κοστίζει ήδη
πολύ σε όλους, για αυτό και αξιώνει εξαιρετικές απαντήσεις…
Το ευρωομόλογο
Σε αυτές τις απαντήσεις περιλαμβάνεται και το
ευρωομόλογο, έστω κι αν υπάρξει για πεπερασμένο χρονικό διάστημα (γαλλική
πρόταση). Όσο η οικονομική δραστηριότητα παρεμποδίζεται από «ανωτέρα βία», κάτι
που θα συνεχίσει να συμβαίνει μέχρι να δημιουργηθεί μία «νέα κανονικότητα» ή να
επανέλθουμε στην παλιά, οφείλουμε να δεχθούμε όλοι ότι, πρώτον, για να
συνεχίσουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες να διαβιούν σε σχετική ισορροπία, στις
αγορές τους πρέπει να «πέσουν» χρήματα που δεν αντιστοιχούν στην παραγωγική
τους δραστηριότητα και ότι, δεύτερον, το να δανείζεται ο Βορράς φθηνότερα από
το Νότο έχει νόημα μόνο όταν μπορεί να αναπτυχθεί αναλόγως. Τώρα και μέχρι να
υπάρξει μία κανονικότητα με διάρκεια, τα δανεικά θα πάνε στη συντήρηση του
βιοτικού μας επιπέδου (για αυτό και οι λύσεις τύπου ESM, που περιλαμβάνουν όρους δημοσιονομικής
πειθαρχίας, είναι άτοπες για τις μεγάλες οικονομίες) και, επιπλέον, το κατά πόσο
θα έχουμε τη δυνατότητα να τα αποπληρώσουμε στο μέλλον εξαρτάται σε πολύ μεγάλο
βαθμό από τη διατήρηση του σημερινού status quo και την ομαλή
επαναφορά του οικονομικού κόσμου στην καθημερινότητα. Οτιδήποτε άλλο, δεδομένης
της γενικότητας του προβλήματος, παράγει μεγάλη αβεβαιότητα ακόμα και για τις
πιο ισχυρές οικονομίες της Ένωσης.
Αυτά τα σημειώνουμε, θεωρώντας ότι η Ελλάδα δεν
φαίνεται επί του παρόντος να έχει τόσο ανάγκη το ευρωομόλογο όσο η Ιταλία ή η
Ισπανία, κυρίως λόγω οικονομικού μεγέθους, και κατανοώντας ότι το να ζητά ο
Ευρωπαϊκός Νότος κοινό ομόλογο από τον Βορρά είναι σαν να ζητά η Μολδαβία κοινό
ομόλογο από την Ελλάδα. Η Γερμανία, ειδικά, έγινε οικονομική δύναμη έχοντας την
ακριβώς αντίθετη προσέγγιση, εξ ου και ο σκεπτικισμός της. Ακόμα και ανάμεσα
στα κρατίδιά της, ο δανεισμός γίνεται συνήθως μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις
και όρους.
Και το ευρωομόλογο, όμως, δεν θα (πρέπει να) είναι
χωρίς όρους. Αν πρόκειται να δανειστούμε όλοι μαζί, Βορράς και Νότος,
οφείλουμε, το λιγότερο, να έχουμε κοινή στοχοθέτηση στις επιμέρους οικονομικές
πολιτικές μας: Αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνίες του Νότου θα δεσμευτούν ώστε να
έχουν μία πιο «βόρεια» προσέγγιση στην κατάρτιση των εθνικών προϋπολογισμών
τους. Χωρίς συμβιβασμούς εκατέρωθεν, δεν γίνεται δουλειά…
Σίγουρα, υπάρχουν αμέτρητοι σοβαροί λόγοι για να
υπάρχουν εθνικά σύνορα και ένας από αυτούς είναι να επιτρέπεται στο κάθε κράτος
να έχει την οπτική του – η Ιταλία να θέλει να πέσουν «χρήματα από το
ελικόπτερο» και η Ολλανδία να ζητά αυστηρή πειθαρχία – αλλά οι προκλήσεις των
ημερών που διανύουμε, όπως και να το δει κανείς, δεν έχουν προηγούμενο. Επί του
πρακτέου, σε έναν κόσμο που ούτως ή άλλως αλλάζει αδιάκοπα και με τις
τελευταίες κρίσεις να δείχνουν πως οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν μπορούν να
στηρίζονται εσαεί στον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ, η Ευρώπη οφείλει να τολμήσει και
να βρει τον τρόπο να χαράξει το δρόμο της μόνη της, αν όχι για κανέναν άλλο
λόγο, για να μην βρεθεί εξαρτώμενη από το αυταρχικό μοντέλο της Ανατολής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου