Γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
ο Μιχάλης Δεμερτζής
Θυμάστε
εκείνη την υπόθεση με την καθαρίστρια που τιμωρήθηκε με δεκαετή φυλάκιση όταν
διαπιστώθηκε ότι είχε πλαστό απολυτήριο Δημοτικού και ολόκληρη η ελληνική
κοινωνία τα έβαλε με το κράτος και τη δικαιοσύνη και στάθηκε στο πλευρό της;
Είναι,
λοιπόν, θέμα χρόνου να γυρίσει στην εργασία της. Η αντιεισαγγελέας του Αρείου
Πάγου πρότεινε
την αθώωσή της, οπότε είναι τυπικό πλέον το ζήτημα. Η απαλλαγή
της μπορεί να θεωρηθεί ακόμα πιο σίγουρη, αν σκεφτούμε πως μόλις πρόσφατα
αθωώθηκε ακόμα μία καθαρίστρια με πλαστό απολυτήριο. Η βάση αυτών των αθωώσεων
είναι, σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες, ότι δεν τίθεται θέμα τέλεσης της απάτης
κατ’ εξακολούθηση (από την κατάθεση του απολυτηρίου μέχρι την ώρα που
διαπιστώθηκε η απάτη): «Η απατηλή συμπεριφορά ήταν άπαξ».
Οπότε, όλα
καλά. Κανένας δεν διαμαρτύρεται πλέον. Δύο άνθρωποι εξαπάτησαν το δημόσιο, αλλά
επειδή «μία φορά ίσον καμία», γυρίζουν στις δουλειές τους σαν να μη συνέβη ποτέ
τίποτα. Είναι όμως πράγματι όλα καλά;
Εντάξει,
μπορεί να είναι καλοί χαρακτήρες, μπορεί να είναι βιοπαλαιστές, μπορεί να είναι
φτωχοί, μπορεί εν τέλει να αξίζουν μία δεύτερη ευκαιρία, αλλά κοιτάξτε λίγο να
δείτε πού είναι το πρόβλημα:
Στα
δικαστήρια έχουμε βάλει ως κριτές ανθρώπους και όχι λογιστικές μηχανές, ακριβώς
για να βλέπουν την κάθε υπόθεση ξεχωριστά και να μπορούν να είναι επιεικείς,
γιατί, σίγουρα, ανάμεσα στους παρανομούντες υπάρχουν και εξαιρετικές
περιπτώσεις. Δέκα χρόνια φυλακή για ένα πλαστό πτυχίο είναι υπερβολικά μεγάλη
ποινή και αυτό το καταλαβαίνουν όλοι και ειδικά οι δικαστές, χωρίς να τους το
λένε τα κανάλια και κόσμος μαζεμένος έξω από το δικαστήριο.
Ωστόσο, αν
είναι να διαμαρτυρόμαστε όλοι μαζί σαν κοινωνία κάθε φορά που εφαρμόζεται
αυστηρά ένας νόμος (βλ. το ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «τον έβγαλε από
το σπίτι του η τράπεζα…»), εξαιρετική περίπτωση δεν είναι πια ο άνθρωπος που κατηγορείται,
αλλά η ίδια η εφαρμογή των νόμων.
Για την
ακρίβεια, εξαιρετική περίπτωση είναι η κοινωνία ολόκληρη, αν δεν καταλάβει ότι
πρώτα πρέπει να τηρούνται οι νόμοι και μετά να φροντίζονται οι εξαιρέσεις ή,
ακόμα καλύτερα, μετά να βελτιώνονται οι ίδιοι αυτοί νόμοι. Αν αυτή η διαδικασία
γίνεται ανάποδα όπως στη χώρα μας, δεν μιλάμε πια για κοινωνία, για ένα σύνολο
δηλαδή που το ορίζουν οι κοινώς αποδεκτοί κανόνες, αλλά για ένα ετερόκλητο
άθροισμα ατομικών συμφερόντων, όπου ο καθένας μας είναι και μία εξαίρεση. Ένα
ανώμαλο σύστημα με άλλα λόγια, που φυσικά περνά και στη δικαιοσύνη, χωρίς να
χρειάζεται οι δικαστές να «αφουγκραστούν την κοινωνία» για να το υπηρετήσουν:
Πέρα από την κάθε ξεχωριστή περίπτωση που ευαισθητοποιεί το κοινό, όταν ο
δικαστής κρίνει είτε επιεικώς είτε αυστηρά τον κάθε άνθρωπο που έχει απέναντί
του, δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να υπηρετεί το δίκαιο στην ουσία του,
όπως αυτό έχει σχηματιστεί από το ήθος της εκάστοτε κοινωνίας.
Μιλάμε εν
προκειμένω για την ίδια κοινωνία, όπου ενώ όλοι σπεύδουν να υπερασπιστούν τον
φτωχό πλην τίμιο πλαστογράφο, κανείς δεν διαμαρτύρεται για τους 1.737 πλαστούς
τίτλους (!) που από το 2014 κι έπειτα έχουν εντοπιστεί σε φορείς του κράτους
(για αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία των κατόχων τους συνεχίζει να εργάζεται
– για περισσότερα, βλ. σχετικό ρεπορτάζ στην Καθημερινή «Πλαστά ακόμη και
πτυχία... Δημοτικού», 11/11/2018), συνεπώς κανένας ιδιαίτερος δημόσιος διάλογος
δεν γίνεται, οπότε είναι πολύ φυσιολογικό, χωρίς τον αντίλογο που θα μπορούσε
να αναπτύξει μία κάποια αίσθηση μέτρου ανάμεσά μας, να είναι εξαιρετικά δύσκολο
να καταλήξουμε σε ένα λογικό αποτέλεσμα: Αν δεν τιμωρηθείς με δέκα χρόνια
φυλακή, αθωώνεσαι! Μέση λύση δεν υπάρχει!
Κατόπιν
τούτου, είναι εντελώς αναμενόμενο και πάλι στην ίδια αυτή κοινωνία να μην
τρέχει τίποτα το ιδιαίτερο, όταν λίγο καιρό μετά την υπόθεση της καθαρίστριας
αποκαλύπτεται ότι ο διοικητής σε ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Αττικής
έχει όχι ένα ούτε δύο, αλλά τέσσερα πλαστά πτυχία. Λογικότατο: Διοίκηση
νοσοκομείου είναι αυτή, δεν είναι σκούπισμα και σφουγγάρισμα. Στο κάτω κάτω, τι
είναι τέσσερα πλαστά πτυχία μπροστά στα 1.737, σωστά; Σίγουρα αναγκάστηκε να τα
πλαστογραφήσει ο άνθρωπος, για να ζήσει κι αυτός την οικογένειά του.
Αν κάποιος
πει ότι η υπόθεση της καθαρίστριας είναι κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνη του
διοικητή νοσοκομείου, συγγνώμη, αλλά και οι δύο είναι στην ίδια πλευρά του
Ρουβίκωνα. Το «ελληνικό όνειρο» είναι ένα: Να παίρνεις τη θέση από κάποιον που
πραγματικά την αξίζει. Το πόσο υψηλά βρίσκεται αυτή η θέση εξαρτάται από το τι
είδους και πόσους τίτλους θα πλαστογραφήσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως,
πλαστογραφείς.
Αν θέλαμε όντως
να ξεχωρίσουμε τις περιπτώσεις, κάπου θα βάζαμε μια γραμμή, κάπου θα
εξοργιζόμασταν, κάπου εν τέλει θα λέγαμε «ως εδώ» και θα ήμασταν ως κοινωνία
αμείλικτοι. Όπως έχει αποδειχθεί όμως, δεν θέλουμε να βάλουμε πουθενά καμία
γραμμή. Κλείνουμε τα μάτια στα μικρά, μετά γίνονται μεγάλα, μετά ακόμα πιο
μεγάλα, μέχρι που ανακαλύπτουμε ότι ο καπετάνιος που κυβερνά το καράβι που
λέγεται Ελλάδα δεν έχει ξαναδεί στη ζωή του θάλασσα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου