Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Χρόνια πολλά ρε μάνα! Τα λέω δυνατά για να τ’ ακούσεις εκεί ψηλά.
Μάνα μου!
Θυμάσαι; Θυμάσαι όταν
σου έλεγα συνεχώς «μαμά- μαμά- μαμά» και σ’ εκνεύριζες μου έλεγες… μαμούνα;
Θυμάσαι που
έσκουζες
όταν λουζόμουν κι έβγαινα έξω, ακόμη κι αν ήταν κατακαλόκαιρο;
Θυμάσαι που με
κυνηγούσες,
Αύγουστο μήνα, να πάρω ζακέτα, επειδή μπορεί να είχε υγρασία στο Πασαλιμάνι;
Θυμάσαι που μου έλεγες ένα μήνα πριν
να μη ξεχάσω να τηλεφωνήσω στον θείο Ανδρέα για τη γιορτή του;Θυμάσαι που με
διέκοπτες
κάθε δέκα λεπτά όταν διάβαζα, για αν με ρωτήσεις αν θέλω να μου φτιάξεις κάτι
να πιω ή να φάω;
Θυμάσαι μάνα;
Θυμάσαι που
ανησυχούσες
ότι είμαι πετσί και κόκκαλο κι ερχόσουν να με ταΐσεις ακόμη κι όταν είχα κάνει
παιδιά;
Θυμάσαι που
ξυπνούσες
πρωί - πρωί να μου φτιάξεις χτυπητό αυγό, που ποτέ δεν έτρωγα;
Θυμάσαι που δεν
κοιμόσουν
αν δεν άκουγες την πόρτα ν’ ανοίγει και να γυρίζω, ακόμη κι αν ήταν ξημερώματα;
Θυμάσαι που
ανησυχούσες
τι θα πει ο κόσμος που οι φίλες μου είναι …ξεβράκωτες με τα μίνι που τίποτα δεν
έχει μείνει;
Θυμάσαι όταν η
Μάρτζη
φόρεσε μάξι, που μου έλεγες ότι τώρα ντύθηκε σαν άνθρωπος;
Θυμάσαι που
έλεγες
ότι όλες οι φιλενάδες μου είναι πουτάνες;
Θυμάσαι που
έλεγες
να μη τρέχω πίσω από την καθεμιά, αλλά να βρω ένα καλό κορίτσι σαν την Τασούλα
απέναντι; Που δεν σ’ ένοιαζε αν ήταν 145 κιλά, αφού ήταν καλό κορίτσι κι από
σπίτι;
Θυμάσαι που
φώναζες
επειδή έχω κάνει το σπίτι ξενοδοχείο;
Θυμάσαι που όταν πήγαινα ταξίδια,
καθόσουν επάνω από το τηλέφωνο και δεν πήγαινες να πάρεις ψωμί για να φας;
Θυμάσαι ρε μάνα;
Θυμάσαι που
σπάραζες
από το κλάμα όταν ο γυμνασιάρχης σου είπε ότι είμαι αδιόρθωτα άτακτος κι ότι θα
καταλήξω στη φυλακή;
Θυμάσαι που
έλεγες ότι το ποδόσφαιρο είναι για τους αλήτες και πρέπει να παίζω μόνο
μπάσκετ και πόλο;
Θυμάσαι που με
κυνηγούσες να μου δώσεις το τάπερ για έχω να φάω κάτι μετά την προπόνηση;
Θυμάσαι που αναρωτιόσουν
τι βρίσκω
σ’ αυτούς τους μαλλιάδες, τους Poll και τραγουδώ … «Πες της μαϊμούς να μη
με πειράζει με το δαχτυλό της»…
Θυμάσαι που σε
κάθε σου κουβέντα
που εγώ δεν άκουγα, εσύ συμπλήρωνες με παράπονο… όταν πεθάνω θα με θυμηθείς;
Θυμάσαι που τις στραβές
μου,
εσύ πάντα … τις είχες πει;
Θυμάσαι που
επειδή με είχες γεννήσει με ήξερες σαν την παλάμη της και πάντα ξέρεις τι
έχω;
Θυμάσαι ρε μάνα;
Μου λείπεις ρε
μάνα!
Ήσουν καλή ρε
μάνα!
Ας ήσουν εδώ και
θα ήμουν
τύπος και υπογραμμός! Ναι Ρε μάνα…
Σ’ αγαπάω ρε
μάνα!
Χρόνια πολλά ρε μάνα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου