Γράφει
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσα ζούμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια αποτελούν το αδιέξοδο του κρατισμού. Ο οποίος –κατά κύριο λόγο με δανεικά χρήματα- εκφύλισε την ελληνική οικονομία, την κατέστησε περιθωριακή και δημιούργησε μια νομενκλατούρα που διαθέτει Αριστερά χαρακτηριστικά και ζει μέσα στις υπερφίαλες ουτοπίες της.
Ο κρατισμός όλων των ελληνικών κομμάτων, αφού δημιούργησε το χάος, αφού μας έσπρωξε στον γκρεμό, αφού άλωσε όλες τις παραγωγικές κι υγιείς δυνάμεις που υπήρχαν στον τόπο, δίνει αυτή τη στιγμή τις τελευταίες του μάχες χαρακωμάτων.
Οι πέριξ του πολιτικοί ταγοί, αρνούνται ν’ ακουμπήσουν το χέρι τους στα καυτά ζητήματα των ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, του ασφαλιστικού, της απέραντης γραφειοκρατίας, των συνταξιούχων του δημοσίου μετά από 15(!!) χρόνια δουλειάς και πολλά άλλα που έπρεπε από «χθες» να έχουμε αλλάξει μόνοι μας.
Κι όλα αυτά τη στιγμή που η χώρα μας είναι «ματωμένη» και «πληγωμένη» και στην παγκόσμια οικονομία συντελούνται αλλαγές, όπως η νέα τεχνολογική επανάσταση, ο νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας κι η εμφάνιση στο προσκήνιο των χωρών της βάσης του Ειρηνικού Ωκεανού.
Ο κρατισμός δεν θέλει να βλέπει τίποτα απ’ όλα αυτά.
Μάχεται για την προάσπιση των …κεκτημένων του.
Τα περισσότερα εκ των οποίων προέρχονται από αιματηρές θυσίες όλης της κοινωνίας.
Κι όμως.
Αν θέλουμε να γίνουμε σοβαρό κράτος, αν θέλουμε να έχουμε σοβαρές υποδομές, αν θέλουμε να έχουμε παιδεία, πρόνοια, υγεία και ασφαλείς συντάξεις, μπροστά μας είναι ένας μονόδρομος.
Παραγωγικότητα και μόνο παραγωγικότητα.
Η οποία ασφαλώς δεν επιτυγχάνεται από τις οπισθοδρομικές δυνάμεις του κρατισμού και τις πρακτικές της ήσσονος προσπάθειας.
Όσο επιμένουμε να συντηρούμε ένα αντιπαραγωγικό, γραφειοκρατικό, κοστοβόρο και διεφθαρμένο δημόσιο τομέα, θα συνθλίβουμε εσαεί στα σαγόνια του την όποια παραγωγικότητα κι ανάπτυξη δημιουργήσουμε.
Όσο επιμένουμε να συντηρούμε αντιπαραγωγικούς δημόσιους οργανισμούς και τις σημερινές δομές του κράτους, δεν θα μπορούμε να χρηματοδοτούμε ούτε τα στοιχειώδη (παιδεία, πρόνοια, υγεία), αλλά ούτε καν να επενδύουμε στην τεχνολογική επανάσταση που αλλάζει την ανθρωπότητα.
Όσο επιμένουμε και φοβόμαστε τις άλογες απαιτήσεις των συντεχνιών του δημοσίου, όσο δείχνουμε ανοχή στην ανομία στα Πανεπιστήμια και σε άλλους τομείς του δημόσιου βίου (π.χ. καταλήψεις), τόσο θα υπονομεύουμε την κοινωνική συνοχή.
Θα χάνουμε συνεχώς τα σπουδαία νέα μυαλά που αναγκάζονται σε μετανάστευση, για να συντηρούμε το τίποτα.
Όσο επιμένουμε να διατηρούμε κλειστά επαγγέλματα (ο κατασκευαστής κιλιμιών χρειάζεται κρατική άδεια, το ίδιο κι εκείνος των εσωρούχων, των υποδημάτων, των ποδηλάτων, των μουσικών οργάνων) δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το συντηρούμε την σοβιετικά δομημένη οικονομία μας και να στρέφουμε την πλάτη στον οποιοδήποτε ανταγωνισμό.
Όσοι τα επισημαίνουμε αυτά και πολλά άλλα, υφιστάμεθα τη χλεύη των άλλων –δυστυχώς των πολλών- ως ανάλγητοι…νεοφιλελεύθεροι, πιόνια των…τοκογλύφων ή και…μερκελιστές.
Όμως η συντήρηση κι η προστασία του κράτους – τέρατος, δεν μπορεί να συνεχίζεται.
Δεν μπορεί μια ολόκληρη κοινωνία να έχει διαλυθεί για να διατηρούν τα προνόμιά τους οι υπάλληλοι των ΔΕΚΟ, της Βουλής, του Οικονομικού τομέα του κράτους ή να εξακολουθούν να λειτουργούν οργανισμοί όπως αυτός της …αποξήρανσης της Κωπαϊδας και δεκάδες άλλες παρόμοιοι, ενώ την ίδια ώρα διαμαρτυρόμαστε επειδή δεν έχουμε επαρκές εκπαιδευτικό προσωπικό ή ελλείψεις το υγειονομικό.
Δεν μπορεί μια ολόκληρη κοινωνία να εξαθλιώνεται φορολογικά κι εργασιακά και να έρχονται οι βουλευτές του ΠαΣοΚ να βάζουν «κόκκινες» γραμμές προκειμένου να μη θιγούν τα προνόμια των συνδικαλιστών, να μην απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι, να μη μικρύνει το κράτος.
Δεν μπορεί οι πολυάριθμοι πρώην οπαδοί του ΠαΣοΚ που μετακόμισαν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ κι οι βουλευτές του, να στηρίζουν τις εκβιαστικές απαιτήσεις κάθε συντεχνίας και να υποθάλπουν αντιδημοκρατικές ενέργειες.
Δεν μπορεί οι περίφημοι λαϊκοδεξιοί της Νέας Δημοκρατίας, να ταυτίζονται με απαιτήσεις κάποιων, που μόνο εις βάρος του κοινωνικού συνόλου καταλήγουν και πάντως δεν έχουν καμιά σχέση με τον φιλελευθερισμό που υποτίθεται εκφράζει το κόμμα τους.
Ως πότε;
Και εν τέλει, ποιος θα εκφράσει τις κοινωνικές δυνάμεις του πολιτικού ρεαλισμού και της θέλησης για ένα κράτος που θα είναι αρωγός του πολίτη κι όχι το αντίθετο;
Ποιος θα υπηρετήσει τα αυτονόητα;
Ποιος θ’ αλλάξει την παραγωγική διαδικασία της χώρας, ποιος θα αξιοποιήσει τα σημαντικά νέα της μυαλά, ποιος θα μιλήσει ειλικρινά κι έντιμα στην κοινωνία;
Ποιος θα μιλήσει και θα πει ότι μόνο με δουλειά σ’ ανταγωνιστικό περιβάλλον μπορούμε να συναντήσουμε το μέλλον και δεν θα χρειάζεται να γινόμαστε συνεχώς θυσία στον κρατικό Μινώταυρο;
Κι αν η Μυθολογία μας διδάσκει ότι το πάθος της Πασιφάης για αυτόν, το πλήρωσε η ίδια και τα παιδιά της, ποιος θα είναι ο σύγχρονος Θησέας που θα μας αλλάξει από τον φόρο «αίματος»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου