Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Και που λες Ευτυχία…



Γράφει
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος


Πήγα κι είδα την ταινία του Άγγελου Φραντζή, με τίτλο «Ευτυχία» που αφορά την ζωή της σπουδαίας ποιήτριας και στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Κάτι η προσωπική μου εκτίμηση κι ο θαυμασμός στη μεγάλη δημιουργό, κάτι όσα γνώριζα για τη ζωή της από ανθρώπους με τους οποίους είχε δοσοληψίες και συναναστροφές αλλά και ο επικοινωνιακός ορυμαγδός για την ταινία, μ’ έκαναν ν’ αναζητήσω το κινηματογραφικό στασίδι. Το ίδιο άλλωστε έκαναν ήδη,
άλλοι 600 χιλιάδες συνάνθρωποι μέσα σε 20 ημέρες! Εκπληκτικός αριθμός!
Σκέφτηκα λοιπόν, να μοιραστούμε τις εντυπώσεις μου.
Θα ξεκαθαρίσω από την αρχή. Η ταινία είναι πολύ καλή, μα δεν είναι αυτό που περίμενα. Ο σκηνοθέτης και το σενάριο (Κατερίνα Μπέη) αναλώνονται δυσανάλογα στη ζωή της Παπαγιαννόπουλου ως γυναίκας και στο έργο της.
Όμως, η Ευτυχία έγραψε ιστορία για το έργο της κι όχι ως γυναίκα.
Χωρίς το έργο της νομίζω ότι ελάχιστοι θα είχαν ασχοληθεί μαζί της. Πόσο μάλλον να την κάνουν ταινία. Ομολογώ ότι περίμενα περισσότερο έργο. Περισσότερες ανέκδοτες σκηνές για το πώς γράφηκαν διάφορα τραγούδια. Για το πώς έφταναν στα χέρια των συνθετών. Αλλά αυτό μάλλον αφορά εμένα τον «ανάποδο λεπτολόγο» και κάποιους ομοίους μου. Κι όχι τους πολλούς.
Η ταινία αρχίζει αριστουργηματικά με την Ευτυχία στην πρώτη φράση να λέει  «Δεν θέλω να θυμάμαι», παριστάμενη σε μια γιορτή προς τιμή της. Στην οποία συμμετέχει όχι επειδή επιθυμεί να τιμηθεί αλλά για να κερδίσει χρήματα και να πάει να τα …επενδύσει στην πράσινη τσόχα.  Κι αμέσως η συνέχεια με την  καταστροφή της Σμύρνης. Σπουδαία γυρίσματα με τραγικότητα κι εξαιρετική φωτογραφία. Κι ύστερα όλη σχεδόν η ταινία περιδιαβαίνει στις αναμνήσεις της Ευτυχίας με κινηματογραφική διήγηση και «πήγαινε –έλα» στον χρόνο. Όπου η Ευτυχία, πότε με την νεανική μορφή της Κάτιας Γκουλιώνη και πότε με τη μεστωμένη της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη πάει κι έρχεται μέσα στα «φαντάσματα» της ζωής της. Τόσο η μια όσο και η άλλη μεταδίδουν ικανοποιητικά το πάθος μιας γυναίκας που πάντα είχε τους δικούς της κανόνες και τα δικά της «θέλω» στη ζωή.
Μα δεν είναι εκείνες που κλέβουν την παράσταση. Όσο ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης (στον ρόλο του αστυνομικού-διανοούμενου- δεύτερου συζύγου της Παπαγιαννοπούλου), ο Θάνος Τοκάκης (στον ρόλο του gay οικογενειακού της φίλου) και η Ευαγγελία Συριοπούλου, στο ρόλο της μεγάλης κόρης της, όπου δίνει πραγματικό ρεσιτάλ.
Η ταινία, αναμφισβητήτως, είναι καλογυρισμένη. Μάλιστα ενίοτε είναι βαθιά συγκινητική (η σκηνή επί παραδείγματι που η κόρη της Μαίρη τραγουδά το «Δυο πόρτες έχει η ζωή») αλλά και εξόχως χιουμοριστική.  Αλλά δεν μας δίνει σχεδόν σε καμιά σκηνή την Ελλάδα που ζει έξω από το στενό περιβάλλον της Παπαγιαννοπούλου. Ούτε αποτυπώνει την σχέση της γυναίκας Ευτυχίας με τη στιχουργό Παπαγιαννοπούλου.
Ας μη συζητάμε δε για τη σύνδεση των τραγουδιών της. Ουδείς αντιλήφθηκε τι  συνδέει καλλιτεχνικά τα «Καβουράκια» με το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» και τη «Φαντασία». Πώς δένονται όλα αυτά με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα που τα τραγούδησε; Αυτό δεν έχει απάντηση στην ταινία.
Να πω και κάτι ακόμη: Η ταινία στοχεύει το κοινό που έχει ανατραφεί με την τηλεόραση. Αρκετά επιδερμική. Όπως επιδερμική είναι η συνύπαρξη του χιούμορ με το δράμα. Όπου λεκτικές γραφικότητες (Βλαχοπούλου –Σωτηρία Μπέλου και καλιαρντά Τοκάκη) διασώζονται από την προσωπικότητα της Παπαγιαννοπούλου.
Η ταινία είναι πολύ καλή στιγμή για τον ελληνική κινηματογράφο. Εν συνόλω.
Κι αν παραπονιέμαι κι ισχυρίζομαι ότι περίμενα περισσότερα τραγούδια κι ανέκδοτες ιστορίες τους, δεν μπορώ ν’ αμφισβητώ ότι η κατεύθυνση της ταινίας δεν περιορίζεται μόνο στο ταλέντο και την ζωή της Παπαγιαννοπούλου αλλά και στην προσπάθειά της να επιβιώσει και διακριθεί σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας ήταν και περιορισμένη και ασήμαντη.
Όλα τα τραγούδια είναι διαλεγμένα και εύστοχα τοποθετημένα. Μα είναι σταγόνα εν τω ωκεανώ όσων έγραψε η Παπαγιαννοπούλου.
Την ευθύνη τους αλλά και της μουσικής συνολικά, έχει ο Μίνως Μάτσας.
Τέλος, οφείλουμε μια μικρή αναφορά στον εξαιρετικό ήχο της ταινίας. Όπου είναι ολοφάνερο ότι έχει γίνει σημαντική επένδυση αφού έχει  υποστηριχθεί από το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας.
Κι όσο κι αν θωρηθεί υπερβολή, θα τονίσω ότι είχα να δω τόσο καλή ελληνική παραγωγή από την «Πολίτικη κουζίνα».
Να τη δείτε την ταινία. Αφενός επειδή καταδεικνύει ότι ο ελληνικός κινηματογράφος είναι παρών κι αφετέρου επειδή θα δείτε 2 ώρες ταινία γεμάτη συναίσθημα και ζωή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου