Γράφει η Άννα Διαμαντοπούλου
Στην πολιτική μπορεί να ζήσει κανείς ζενίθ και ναδίρ. Τα έζησα και τα δύο. Πώς να περιγράψει άραγε κανείς τη μετάπτωση από τη βαθιά ικανοποίηση μιας συλλογικής και συναινετικής μεταρρύθμισης στην ανατροπή και την προσπάθεια αδρανοποίησής της;
Το καλοκαίρι του 2011 και ενώ η κρίση ήταν στο αποκορύφωμα και οι «αγανακτισμένοι» στις πλατείες, ένα αισιόδοξο μήνυμα που ακούστηκε ήταν η πρωτοφανής συναίνεση στη Βουλή για τον νόμο για τα πανεπιστήμια.
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το 2011, τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα δεν μπόρεσαν σε καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση -ούτε επί Ελευθέριου Βενιζέλου ούτε επί Παπανούτσου ούτε αργότερα- να συμφωνήσουν και να συναινέσουν.
Κάτι σήμαινε λοιπόν! Η ελληνική κοινωνία επέβαλε εμμέσως αυτό που όλοι ξέρουμε: την ανάγκη τα ελληνικά πανεπιστήμια να γίνουν αντίστοιχα των ευρωπαϊκών και να ξεφύγουν από τη μοίρα των κομματικών θερμοκηπίων!
Η συναίνεση δεν είναι εύκολο πράγμα. Χτίζεται με πολλή δουλειά, με τεκμηρίωση, βήμα βήμα, με συμβιβασμούς, με υποχωρήσεις, κυρίως όμως επιτυγχάνεται όταν είναι απολύτως εμφανές το εθνικό και δημόσιο συμφέρον - με απλά λόγια, το συμφέρον των παιδιών μας. Όπως είδαμε στη χώρα μας, το αποτέλεσμα της συναίνεσης μπορεί να καταστραφεί σε μία νύχτα, σε μια ψηφοφορία στη Βουλή, όταν το συντεχνιακό, το κομματικό, το ατομικό συμφέρον τίθεται πάνω από το δημόσιο, το συμφέρον όλων.
Θα πω με απλά λόγια, όπως τα καταλαβαίνει κάποιος που δεν διαβάζει τους νόμους αλλά καταλαβαίνει την ουσία αυτών που ψηφίστηκαν, πώς θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα αν είχαν εφαρμοστεί μερικά από τα ψηφισθέντα.
Οι πρυτάνεις των μεγάλων πανεπιστημίων, Καποδιστριακό, Μετσόβιο και Αριστοτέλειο, (οι δύο απ’ αυτούς, ήδη στην αυλή του ΣΥΡΙΖΑ), οι οποίοι με τον προηγούμενο νόμο είχαν εκλεγεί στη θέση τους με την ψήφο των διοικητικών, των φοιτητικών κομματικών παρατάξεων και των καθηγητών, είχαν δηλώσει ότι, ανεξάρτητα απ’ ό,τι ψηφιστεί στη Βουλή, τον νόμο δεν θα τον εφαρμόσουν. Τι έκανε με την ανατροπή του νόμου η τρικομματική κυβέρνηση; Έδωσε παράταση στη θητεία αυτών των ανθρώπων για να εφαρμόσουν τη μεταρρύθμιση! Όπως αναμενόταν, έκαναν ό,τι μπορούσαν στα δύο αυτά χρόνια για να μην υλοποιηθεί τίποτα.
Ο νόμος εισήγαγε τις πανεπιστημιακές σχολές που οργανώνουν διαφορετικά προγράμματα σπουδών αντί για τα υπερεξειδικευμένα τμήματα. Αυτό σήμαινε ότι αντί για εκατοντάδες τμήματα σε όλη τη χώρα που το καθένα είχε πρόεδρο, διευθυντές τομέων, γραμματείς, διοικητικούς υπαλλήλους, θα υπήρχαν μερικές δεκάδες σχολών με ισχυρή ηγεσία και αποτελεσματική διοικητική υποστήριξη και μικρότερο κόστος λειτουργίας. Την ίδια στιγμή, οι φοιτητές, όπως συμβαίνει στα περισσότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, θα μπορούσαν να έχουν μια εσωτερική κινητικότητα και περισσότερες επιλογές, ενώ τα προγράμματα σπουδών θα προσαρμόζονταν ευκολότερα στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της εποχής. Αλλάζοντας τον νόμο, γύρισαν αμέσως πάλι τα εκατοντάδες μικρά τμήματα κ.λπ., όπου μικρά μικρά φέουδα απαιτούν όλο και περισσότερους πόρους, με όλο και λιγότερη αποτελεσματικότητα και χωρίς να λογοδοτούν.
Μέχρι τον Δεκέμβρη του 2012, κάθε πανεπιστήμιο έπρεπε να έχει τον οργανισμό του και τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας. Δηλαδή, τη δική του οργάνωση σπουδών, τη δική του διοικητική οργάνωση, την περιγραφή προσόντων και καθηκόντων για κάθε διοικητική και επιστημονική θέση στο πανεπιστήμιο και διαδικασία αξιολόγησης για όλους, καθηγητές και διοικητικούς. Η σύνταξη των οργανισμών θα είχε λύσει το ζήτημα των πραγματικών αναγκών και της αξιολόγησης των υπαλλήλων και θα είχαμε γλιτώσει απ’ αυτόν τον άθλιο και μη αξιοκρατικό τρόπο απολύσεων των διοικητικών υπαλλήλων. Αντίστοιχα, ο εσωτερικός κανονισμός θα είχε βάλει τους όρους και τους κανόνες εσωτερικής συμπεριφοράς όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Π.χ., για την αντιμετώπιση μιας μικρής μειοψηφίας φοιτητών που χειροδικούν, βρίζουν, καταστρέφουν, δεν χρειάζεται η Αστυνομία. Σε όλα τα πανεπιστήμια υπάρχει ο κώδικας δεοντολογίας και τα πειθαρχικά όργανα που τους αποβάλουν αυτόματα από το πανεπιστήμιο. Γιατί και ποιοι αρνούνται τη λειτουργία εσωτερικού κανονισμού;
Καμία επίπτωση δεν επιβλήθηκε στα ιδρύματα και τις διοικήσεις τους για τη μη κατάθεση των οργανισμών και των εσωτερικών κανονισμών λειτουργίας στην καθορισμένη από τον νόμο ημερομηνία.
Το περίφημο άσυλο καταργήθηκε απολύτως και φυσικά η πολιτεία έχει όλα τα μέσα να σταματήσει τη βία, τις κλοπές, τις καταστροφές και ΚΥΡΙΩΣ την παρεμπόδιση των φοιτητών και των καθηγητών, να παρακολουθήσουν και να κάνουν μαθήματα και την έρευνά τους. Η πολιτεία είναι οι υπουργοί, ο εισαγγελέας, η Αστυνομία, οι πρυτάνεις...
Τέλος εποχής σημαίνει και τέλος της σιωπής και τέλος της αδράνειας.
Αν ο νόμος είχε εφαρμοστεί, θα είχε ακόμα αξιοποιηθεί μια νέα δυνατότητα, δηλαδή το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου κάθε ιδρύματος, ένα νέο ευέλικτο εργαλείο που θα εξασφάλιζε την καλύτερη αξιοποίηση των πόρων, της περιουσίας και των υποδομών του, με διαφανείς διαδικασίες και υπό τον συνεχή έλεγχο από το συμβούλιο κάθε ιδρύματος. Παρά την οικονομική δυσπραγία της χώρας, τα ιδρύματα θα είχαν νέα μέσα για να αναπτύξουν σχέδια και να αυξήσουν τα έσοδά τους. Θα είχε έτσι γίνει πράξη η πολυσυζητημένη αυτονομία, αναγκαία, οπωσδήποτε, προϋπόθεση για τη βελτίωση της ποιότητας της λειτουργίας τους.
Τα θετικά
Τέλος, να πούμε και τα θετικά γιατί από κάθε προσπάθεια πάντα κάτι μένει. Σε όλα τα πανεπιστήμια εξελέγησαν συμβούλια με μεγάλο αριθμό σημαντικών προσωπικοτήτων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Και αυτοί λοιδορήθηκαν και χτυπήθηκαν από το σύστημα του «βαθέως» πανεπιστημίου. Ευτυχώς μέχρι τώρα άντεξαν.
Οι πρυτανικές αρχές επιλέγονται πια με τον νέο νόμο και με διεθνή προκήρυξη, ενώ απομακρύνθηκαν από τη διοίκηση οι παρατάξεις (μοναδικό φαινόμενο σε παγκόσμιο επίπεδο). Το Πολυτεχνείο Κρήτης είναι το πρώτο ίδρυμα που κατέθεσε, με κοινή συμφωνία συμβουλίου και νέας πρυτανικής αρχής, οργανισμό και εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας και δίνει ένα μήνυμα όταν υπάρχει μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων που θέλουν και μπορούν.
Έπειτα από επιλογές σε πολλά περιφερειακά πανεπιστήμια και στα τρία μεγαλύτερα και αρχαιότερα πανεπιστήμια, μέχρι τέλους Ιουλίου θα υπάρχουν πρυτάνεις εκλεγμένοι με τον νέο νόμο. Δημιουργούνται ελπίδες. Χάσαμε χρόνο, αδικούμε τα λαμπρά μυαλά του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, διώξαμε πολλά απ’ αυτά στο εξωτερικό.
Το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να αλλάξει με έναν νόμο (που, όπως κάθε νόμος, χρειάζεται βελτιώσεις και αλλαγές), μπορεί όμως και πρέπει από κάπου να γίνει η αρχή.
Και επειδή από την πολιτική μέχρι στιγμής δεν φαίνεται φως, ας ελπίσουμε ότι η νέα γενιά πρυτάνεων και συμβουλίων από τον Σεπτέμβρη θα αλλάξει σελίδα.
Το καλοκαίρι του 2011 και ενώ η κρίση ήταν στο αποκορύφωμα και οι «αγανακτισμένοι» στις πλατείες, ένα αισιόδοξο μήνυμα που ακούστηκε ήταν η πρωτοφανής συναίνεση στη Βουλή για τον νόμο για τα πανεπιστήμια.
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το 2011, τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα δεν μπόρεσαν σε καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση -ούτε επί Ελευθέριου Βενιζέλου ούτε επί Παπανούτσου ούτε αργότερα- να συμφωνήσουν και να συναινέσουν.
Κάτι σήμαινε λοιπόν! Η ελληνική κοινωνία επέβαλε εμμέσως αυτό που όλοι ξέρουμε: την ανάγκη τα ελληνικά πανεπιστήμια να γίνουν αντίστοιχα των ευρωπαϊκών και να ξεφύγουν από τη μοίρα των κομματικών θερμοκηπίων!
Η συναίνεση δεν είναι εύκολο πράγμα. Χτίζεται με πολλή δουλειά, με τεκμηρίωση, βήμα βήμα, με συμβιβασμούς, με υποχωρήσεις, κυρίως όμως επιτυγχάνεται όταν είναι απολύτως εμφανές το εθνικό και δημόσιο συμφέρον - με απλά λόγια, το συμφέρον των παιδιών μας. Όπως είδαμε στη χώρα μας, το αποτέλεσμα της συναίνεσης μπορεί να καταστραφεί σε μία νύχτα, σε μια ψηφοφορία στη Βουλή, όταν το συντεχνιακό, το κομματικό, το ατομικό συμφέρον τίθεται πάνω από το δημόσιο, το συμφέρον όλων.
Θα πω με απλά λόγια, όπως τα καταλαβαίνει κάποιος που δεν διαβάζει τους νόμους αλλά καταλαβαίνει την ουσία αυτών που ψηφίστηκαν, πώς θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα αν είχαν εφαρμοστεί μερικά από τα ψηφισθέντα.
Οι πρυτάνεις των μεγάλων πανεπιστημίων, Καποδιστριακό, Μετσόβιο και Αριστοτέλειο, (οι δύο απ’ αυτούς, ήδη στην αυλή του ΣΥΡΙΖΑ), οι οποίοι με τον προηγούμενο νόμο είχαν εκλεγεί στη θέση τους με την ψήφο των διοικητικών, των φοιτητικών κομματικών παρατάξεων και των καθηγητών, είχαν δηλώσει ότι, ανεξάρτητα απ’ ό,τι ψηφιστεί στη Βουλή, τον νόμο δεν θα τον εφαρμόσουν. Τι έκανε με την ανατροπή του νόμου η τρικομματική κυβέρνηση; Έδωσε παράταση στη θητεία αυτών των ανθρώπων για να εφαρμόσουν τη μεταρρύθμιση! Όπως αναμενόταν, έκαναν ό,τι μπορούσαν στα δύο αυτά χρόνια για να μην υλοποιηθεί τίποτα.
Ο νόμος εισήγαγε τις πανεπιστημιακές σχολές που οργανώνουν διαφορετικά προγράμματα σπουδών αντί για τα υπερεξειδικευμένα τμήματα. Αυτό σήμαινε ότι αντί για εκατοντάδες τμήματα σε όλη τη χώρα που το καθένα είχε πρόεδρο, διευθυντές τομέων, γραμματείς, διοικητικούς υπαλλήλους, θα υπήρχαν μερικές δεκάδες σχολών με ισχυρή ηγεσία και αποτελεσματική διοικητική υποστήριξη και μικρότερο κόστος λειτουργίας. Την ίδια στιγμή, οι φοιτητές, όπως συμβαίνει στα περισσότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, θα μπορούσαν να έχουν μια εσωτερική κινητικότητα και περισσότερες επιλογές, ενώ τα προγράμματα σπουδών θα προσαρμόζονταν ευκολότερα στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της εποχής. Αλλάζοντας τον νόμο, γύρισαν αμέσως πάλι τα εκατοντάδες μικρά τμήματα κ.λπ., όπου μικρά μικρά φέουδα απαιτούν όλο και περισσότερους πόρους, με όλο και λιγότερη αποτελεσματικότητα και χωρίς να λογοδοτούν.
Μέχρι τον Δεκέμβρη του 2012, κάθε πανεπιστήμιο έπρεπε να έχει τον οργανισμό του και τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας. Δηλαδή, τη δική του οργάνωση σπουδών, τη δική του διοικητική οργάνωση, την περιγραφή προσόντων και καθηκόντων για κάθε διοικητική και επιστημονική θέση στο πανεπιστήμιο και διαδικασία αξιολόγησης για όλους, καθηγητές και διοικητικούς. Η σύνταξη των οργανισμών θα είχε λύσει το ζήτημα των πραγματικών αναγκών και της αξιολόγησης των υπαλλήλων και θα είχαμε γλιτώσει απ’ αυτόν τον άθλιο και μη αξιοκρατικό τρόπο απολύσεων των διοικητικών υπαλλήλων. Αντίστοιχα, ο εσωτερικός κανονισμός θα είχε βάλει τους όρους και τους κανόνες εσωτερικής συμπεριφοράς όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Π.χ., για την αντιμετώπιση μιας μικρής μειοψηφίας φοιτητών που χειροδικούν, βρίζουν, καταστρέφουν, δεν χρειάζεται η Αστυνομία. Σε όλα τα πανεπιστήμια υπάρχει ο κώδικας δεοντολογίας και τα πειθαρχικά όργανα που τους αποβάλουν αυτόματα από το πανεπιστήμιο. Γιατί και ποιοι αρνούνται τη λειτουργία εσωτερικού κανονισμού;
Καμία επίπτωση δεν επιβλήθηκε στα ιδρύματα και τις διοικήσεις τους για τη μη κατάθεση των οργανισμών και των εσωτερικών κανονισμών λειτουργίας στην καθορισμένη από τον νόμο ημερομηνία.
Το περίφημο άσυλο καταργήθηκε απολύτως και φυσικά η πολιτεία έχει όλα τα μέσα να σταματήσει τη βία, τις κλοπές, τις καταστροφές και ΚΥΡΙΩΣ την παρεμπόδιση των φοιτητών και των καθηγητών, να παρακολουθήσουν και να κάνουν μαθήματα και την έρευνά τους. Η πολιτεία είναι οι υπουργοί, ο εισαγγελέας, η Αστυνομία, οι πρυτάνεις...
Τέλος εποχής σημαίνει και τέλος της σιωπής και τέλος της αδράνειας.
Αν ο νόμος είχε εφαρμοστεί, θα είχε ακόμα αξιοποιηθεί μια νέα δυνατότητα, δηλαδή το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου κάθε ιδρύματος, ένα νέο ευέλικτο εργαλείο που θα εξασφάλιζε την καλύτερη αξιοποίηση των πόρων, της περιουσίας και των υποδομών του, με διαφανείς διαδικασίες και υπό τον συνεχή έλεγχο από το συμβούλιο κάθε ιδρύματος. Παρά την οικονομική δυσπραγία της χώρας, τα ιδρύματα θα είχαν νέα μέσα για να αναπτύξουν σχέδια και να αυξήσουν τα έσοδά τους. Θα είχε έτσι γίνει πράξη η πολυσυζητημένη αυτονομία, αναγκαία, οπωσδήποτε, προϋπόθεση για τη βελτίωση της ποιότητας της λειτουργίας τους.
Τα θετικά
Τέλος, να πούμε και τα θετικά γιατί από κάθε προσπάθεια πάντα κάτι μένει. Σε όλα τα πανεπιστήμια εξελέγησαν συμβούλια με μεγάλο αριθμό σημαντικών προσωπικοτήτων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Και αυτοί λοιδορήθηκαν και χτυπήθηκαν από το σύστημα του «βαθέως» πανεπιστημίου. Ευτυχώς μέχρι τώρα άντεξαν.
Οι πρυτανικές αρχές επιλέγονται πια με τον νέο νόμο και με διεθνή προκήρυξη, ενώ απομακρύνθηκαν από τη διοίκηση οι παρατάξεις (μοναδικό φαινόμενο σε παγκόσμιο επίπεδο). Το Πολυτεχνείο Κρήτης είναι το πρώτο ίδρυμα που κατέθεσε, με κοινή συμφωνία συμβουλίου και νέας πρυτανικής αρχής, οργανισμό και εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας και δίνει ένα μήνυμα όταν υπάρχει μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων που θέλουν και μπορούν.
Έπειτα από επιλογές σε πολλά περιφερειακά πανεπιστήμια και στα τρία μεγαλύτερα και αρχαιότερα πανεπιστήμια, μέχρι τέλους Ιουλίου θα υπάρχουν πρυτάνεις εκλεγμένοι με τον νέο νόμο. Δημιουργούνται ελπίδες. Χάσαμε χρόνο, αδικούμε τα λαμπρά μυαλά του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, διώξαμε πολλά απ’ αυτά στο εξωτερικό.
Το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να αλλάξει με έναν νόμο (που, όπως κάθε νόμος, χρειάζεται βελτιώσεις και αλλαγές), μπορεί όμως και πρέπει από κάπου να γίνει η αρχή.
Και επειδή από την πολιτική μέχρι στιγμής δεν φαίνεται φως, ας ελπίσουμε ότι η νέα γενιά πρυτάνεων και συμβουλίων από τον Σεπτέμβρη θα αλλάξει σελίδα.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου