Γράφει
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Την Ευγενία Βραχνού, που τη μάθαμε όλοι ως Τζένη Βάνου, τη γνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, πιτσιρικάς ων εγώ και κορυφαία τραγουδίστρια εκείνη, μούσα του Χατζηδάκη, του Λαβράνου, του Μουζάκη, του Πλέσσα μα και του Βοσκόπουλου.
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Την Ευγενία Βραχνού, που τη μάθαμε όλοι ως Τζένη Βάνου, τη γνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, πιτσιρικάς ων εγώ και κορυφαία τραγουδίστρια εκείνη, μούσα του Χατζηδάκη, του Λαβράνου, του Μουζάκη, του Πλέσσα μα και του Βοσκόπουλου.
Την είχα προσκαλέσει για να κάνουμε μαζί ραδιοφωνική εκπομπή.
Πίσω από την πρόχειρη κονσόλα του «πειρατικού» ραδιοσταθμού «Σπούτνικ», στην σοφίτα του σπιτιού της οδού Ομηρίδου, στην Φρεαττύδα, έβλεπα μια γυναίκα που κουβαλούσε μια απίστευτη ιστορία, δόξας και καταξίωσης.
Από εκείνη την ημέρα του φθινοπώρου του 1979, με τη Τζένη γίναμε συνεργάτες, της έκανα παραγωγές σε δίσκους, συναυλίες, της έγραψα στίχους για τραγούδια που τη μουσική τους έγραψε η Σοφία Βόσσου.
Όμως, πάνω απ’ όλα γίναμε φίλοι.
Φίλοι καρδιάς, ψυχής.
Την άκουγα επί ώρες, μέρες, νύχτες να βγάζει τις πίκρες, να καταθέτει τα όνειρά της, να μιλά για τον Μάνο, τον Μίμη, να αγωνιά για τα παιδιά της…για τα πενιχρά οικονομικά της…για όσους την ξέχασαν….
Με άκουγε να της αραδιάζω τσακίσματα ερώτων, επαγγελματικές αναζητήσεις…ότι κατέβαζε η γκλάβα μου…
Υπομονετική, με πραότητα, ευγένεια ψυχής, ειλικρινής, ευαίσθητη, είχε το κλάμα εύκολο.
Κι έντιμη! «Αντράκι»! Με λόγο συμβόλαιο!
Με επίπεδο και κουλτούρα που θα τη ζήλευε ο πιο ψαγμένος άνθρωπος.
Με τεκμηριωμένες θέσεις κι απόψεις.
Κι αγάπη, έρωτα, θαυμασμό για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Η ζωή της θα μπορούσε να είναι μια κινηματογραφική ταινία. Και δη μελό!
Με παιδική ηλικία πλήρη δραμάτων, συνέπεια των δύσκολων καταστάσεων που βίωσε λόγω του χωρισμού των γονιών της.
Η μητριά της την κακομεταχειριζόταν.
Δώδεκα ετών, κατάπιε δυο κουτιά κινίνα!
Την πρόλαβαν.
Κι ύστερα…
Κι ύστερα η δύσκολη εφηβεία.
Μια εφηβεία που βασανιζόταν επειδή δεν μπορούσε να κατανοήσει την απόρριψη της μητέρας της.
Μετά, τα όνειρα για τη Φυσικομαθηματική.
Που έμειναν όνειρα. Πρόλαβε το τραγούδι. Το ελαφρό τραγούδι.
Ανήλικο κοριτσόπουλο!
Την ακούει ο Χατζηδάκις κι …αρρωσταίνει!
«Τα τρία λεπτά ενός τραγουδιού από τη φωνή της», λέει, «είναι ένας ολόκληρος μαραθώνιος καρδιάς»…
Το ίδιο… παθαίνει κι ο Λαβράνος, που είναι κι άνθρωπος που τη βάφτισε Τζένη Βάνου.
Κι ο Πλέσσας.
Και τα διλήμματα.
«Με τη φωνή που έχεις, η Ελλάδα είναι μικρή», της έλεγαν.
Δεν το τόλμησε. Ευνοήθηκε εκ τούτου η Νάνα Μούσχουρη…Όσο κι αν ξενίζει πολλούς αυτό που λέω.
Η Τζένη βραβεύτηκε, αγαπήθηκε, λατρεύτηκε, αποθεώθηκε.
Τόσο ως «ιέρεια» του ελαφρού τραγουδιού, όσο κι αργότερα ως «μεγάλη κυρία» του ελαφρολαϊκού, όταν ο Τόλης Βοσκόπουλος την ανέβασε στις λαμπερές πίστες.
Δεν είπε ποτέ «όχι» σε τραγούδια που ερμηνευτικά έδειχναν ….γολγοθάδες.
Δεν φοβήθηκε ποτέ μη τυχόν κι ένα τραγούδι δεν μπορέσει να το καταθέσει.
Από τη «Σκλάβα» των Μουζάκη –Γιαννακόπουλου και το «Σ’ αγαπώ» του Μαμαγκάκη, μέχρι το «Τώρα» του Πλέσσα, τις «Χίλιες βραδιές» και το «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» των Πλέσσα και Λυμπερόπουλου….Και τόσα ακόμη….Δεκάδες,εκατοντάδες!
Κάπου στις αρχές του 1996, κτύπησε πρωί πρωί το τηλέφωνό μου….
Είχαμε να μιλήσουμε καιρό, με δική μου ευθύνη αφού, ως συνήθως, όταν ήμουν χωμένος κάτω από κάποιο φουστάνι ξεχνούσα τα πάντα.
- Με ξέχασες, μου είπε. Θα πιούμε καφέ;
Συναντηθήκαμε στο κομψό ρετιρέ της στην πλατεία της Νέας Σμύρνης.
- Ζηλεύω, μου είπε. Ζηλεύω κάποια τραγούδια και θάθελα να τα είχα πει….
Μίλησα με την δισκογραφική εταιρεία, πήρα την έγκριση κι αρχίσαμε να μαζεύουμε όσα τραγούδια είχε…ζηλέψει…
Αν πω ότι ήταν χιλιάδες, δεν θα ήμουν διόλου υπερβολικός.
Καθόμαστε μπροστά στη δισκοθήκη μου, ανεβοκατεβάζαμε δίσκους βινυλίου από τα ράφια, ακούγαμε τραγούδια, σημειώναμε και ξανασημειώναμε.
Αρχίσαμε να διαλέγουμε.
Συμφωνήσαμε.
Ένα κάθε… εκατό. Από κάθε εκατό τραγούδια θα επιλέγαμε ένα.
Για να καταλήξουμε σε δέκα.
Κι ύστερα στον Γιάννη Ιωάννου.
Να τα ενορχηστρώσει, να τα διασκευάσει, να τα φέρει στους τόνους της.
Μετά στο studio.
Στο Praxis, στη Νέα Σμύρνη, με ηχολήπτη τον σπουδαίο Κώστα Παρίση.
Ξεκίνησε με τον «Άνθρωπό μου» των Τραϊφόρου, Βασιλειάδη, Θεφανίδη, που είχε πει η μεγάλη Βέμπο.
Ανατριχίλα! Έκσταση! Παρά το γεγονός ότι η φωνή της είχε μπασάρει αρκετά.
Κι ύστερα το «Χαστούκι» των Τραϊφόρου – Γιαννακόπουλου.
Το «πίνω για τα μάτια σου», των Μουζάκη και Λυμπερόπουλου.
Το «Πεπρωμένο» των Μαρούδα και Κοφινιώτη.
Το «Εσύ με κάνεις και γράφω τραγούδια» των Γούναρη και Μουρκάκου.
Το «Αναπνοή μου», των Μουζάκη – Ασημακόπουλου- Σπυρόπουλου- Παπαδούκα.
Το «Σ’ αγαπώ» του Γιαννίδη.
Τη «Μισιρλού» του Ρουμπάνη.
Τα «Δυο σου χέρια», των Γιάκοβλεφ –Κοφινιώτη.
Κι η μεγάλη έκπληξη.
Το «Maintenant», του Gilbert Becaud.
Ξαναλέω! Έκσταση!
«Όσα ζήλεψα», ο τίτλος του δίσκου.
Κι ύστερα συναυλίες, παραστάσεις.
Όπου πηγαίναμε χαμός!
Λατρεία!
Μα τα μαγαζιά κλειστά για εκείνη.
Οι επιχειρηματίες προτιμούσαν αοιδούς που είχαν …φωνή –κορμί!
Η Τζένη δεν είχε πέραση, έλεγαν!
Και πίκρα. Στενοχώρια. Απογοήτευση.
« Δεν γιορτάζει η εκκλησία την αγία αχαριστία», της λέω ένα απόγευμα που πίναμε καφέ.
- Κάνε το τραγούδι, να το πω, μου λέει.
Νέα πρόκληση.
Πάμε ρε Τζένη.
Γράφω στιχάκια και παίρνω ένα πρωί, χαράματα, τηλέφωνο τη Σοφία Βόσου.
- Κοιμάσαι μωρή; Γουστάρεις να κάνουμε Τζένη Βάνου;
Η Σοφία βάζει τα κλάματα. Κλάματα συγκίνησης.
- Ρε μαλάκα, μεγαλώσαμε με τα τραγούδια της, ωραία ιδέα…Πάμε, είμαι μέσα….
Γράφουμε, σκίζουμε, πετάμε, ξαναγράφουμε, ξανασκίζουμε, ξαναπετάμε.
Γράφεται «Η ιστορία ωρίμων γυναικών». Ντουέτο.
Της το πάμε.
Βάζει τα κλάματα. Όχι πως της ήταν δύσκολο…
- Είμαι εγώ, η ζωή μου, μας λέει. Αλλά, ποια θα είναι ντουέτο;
- Θέλουμε ηθοποιό, της λέω.
Κι αρχίζουν οι ιδέες. Η μια μας ξίνιζε η άλλη μας βρώμαγε.
Η ιδέα έρχεται στον …ύπνο.
Άννα Παναγιωτοπούλου. Αλλά, θα δεχθεί;
Πάω, τη βρίσκω. Της λέω τους στίχους, της βάζω τη μουσική της Σοφίας από ένα πρόχειρο cd.
Πριν τελειώσει, την βλέπω να σηκώνεται και να έρχεται στο μέρος μου ως …χάριτα….
- Μέσα, μου λέει. Χαρά μου να τραγουδήσω με μια Τζένη Βάνου.
Κι έρχεται σε δυο μέρες στο studio.
Κι αρχίζουν μαζί….
Τα χρόνια που εξαγόρασα για πάντα
η φαντασία μου τα λέει παιδικά
και τώρα μόνη στην παλιά μας τη βεράντα
το νήμα πλέκω της ζωής μου οριακά
Τα χρόνια που περάσανε και φύγαν
για μένα ήτανε αιώνιο καλοκαίρι
μα τώρα τα λουλούδια μου ξεφύγαν
και για ένα σου χαμόγελο στήνω καρτέρι
Ένα φιλί στοργή και μια αγκαλιά
για να με σφίξει δυνατά ζητάω
κι εγώ γι αυτόν, σε ροζ καθρέφτη θα βαφτώ
θα βάλω τ’ άσπρο μου μαντό
μ’ άσπρη κορδέλα στα μαλλιά θα ονειρευτώ
Τα χρόνια που εξαγόρασα για πάντα
λυγμό αφήσαν στης ψυχής μου τις γωνιές
κι απ’ το εξήντα ένα άρωμα λεβάντα
που με τυλίγει σε μια πρόβα από το χθες
Τα χρόνια που ανέπνεες θυμάμαι
σε μαξιλάρι που στο στήθος μου ακουμπούσες
στα βήματα που πάταγες κοιμάμαι
εκεί που κάποτε ζωή παραληρούσες
Κι ύστερα μου ζήτησε ένα τραγούδι ταξίδι…
- Θέλω να φύγω, μου είπε.
Κάτι σαν ευγενική διαταγή!
Η μουσική που μου έδωσε η Σοφία, με πήγε μόνη της στο στίχο.
Πως θάθελα απόψε στα όνειρά μου να χαθώ
το γκάζι μου να σπάσει και να φτάσει ως τα χίλια
πως θάθελα απόψε στα όνειρά μου ν’ αφεθώ
και στο κλειστό παράθυρο να μπεις από τη γρίλια
Μα μένω εδώ, με μάτια σκουριασμένα ξαγρυπνώ
και τραγουδώ
μα μένω εδώ με μάτια σκουριασμένα ξαγρυπνώ
και τριγυρνώ στα περασμένα
Πως θάθελα να φύγω να πετάξω να χαθώ
ένα φεγγάρι στο Αιγαίο να με λούσει
ένα φλαμέγκο στη Σεβίλλη να μ’ ακούσει να γελώ
σε μια φλογέρα απ’ το Περού να λυτρωθώ
Αλλού τα όνειρά αλλού οι αγάπες
αλλού τα πάθη μου και η ψυχή
έγιναν χίμαιρες και αυταπάτες
πέτρα η καρδιά κι εγώ βροχή
Κι η Τζένη στο studio.
Ανάσα, χαμόγελο, λυγμός, παράπονο, δάκρυ, κλάμα….
Κι ανατροπή.
- Τι λέτε να το πει η κόρη μου, η Αθηνά;
Σ’ αγαπώ Τζένη, σ’ αγαπώ.
Σ’ αγαπώ!
Καλό σου ταξίδι καλή μου.
Και σου χαρίζω εκείνη την «Παλιά μας μπαλάντα», από τότε…
Μια κιθάρα κι ένας στίχος
κι ένας καημός που ψάχνει νότες
μπροστά μου υψώνεται ένας τοίχος
κι απέναντί μου οπλισμένοι στρατιώτες
Μια κιθάρα κι ένα φως
κι ασπρόμαυρες φωτογραφίες
στο βάθος έρημη η εθνική οδός
σε ψάχνω να σε βρω στις αγγελίες
Και τραγουδώ εκείνη την παλιά μπαλάντα
τότε που πρόφταινες να λες το σ’ αγαπώ
και τραγουδώ εκείνη την παλιά μπαλάντα
το βλέμμα μου έχω καρφωμένο στην εθνική οδό
Μια κιθάρα κι εγώ μόνη
κι αντικριστά μου οι αναμνήσεις
ζέστη υγρασία κι εγώ χιόνι
ξέχασες κι απόψε να γυρίσεις
Μια κιθάρα κι ένα αντίο
χρωματιστές φωτογραφίες
για όσα μούδωσες σ’ οφείλω αριστείο
σε ψάχνω να σε βρω στις αγγελίες
Καλό σου ταξίδι καλή μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου