Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Κοιμόμαστε και ξυπνάμε ανήσυχοι ετούτες τις ημέρες, για
το αν θα κλείσει ή όχι η αξιολόγηση, αναζητώντας επιτέλους την επιβεβαίωσή μας
-εμείς, οι σύγχρονες Κασσάνδρες- για το ότι «κατά βάθος, σίγουρα, αυτοί οι κακοί ξένοι θέλουν το κακό
μας και συνωμοτούν εις βάρος μας».
Αποφεύγουμε να ακούσουμε ειδήσεις, διότι «τι να μας πούνε πάλι, αυτοί οι «πουλημένοι» δημοσιογράφοι,
αφού ο στόχος των καναλιών, του ραδιοφώνου και ολόκληρου του διαδικτύου είναι
να εξυπηρετήσουν τα
συμφέροντα των εκάστοτε αφεντικών τους», άρα απ’ το να ακούσουμε μία διαστρεβλωμένη είδηση,
καλύτερα να μην την ακούσουμε καθόλου!
Εξάλλου τι θα είχαν να μας πουν; Πολιτικές ειδήσεις από
τους «δεξιούς που θέλουν να μας βασανίζουν με τα μνημόνια ή
τους αριστερούς, που θέλουν τάχα να μας ‘σώσουν’ απ’ αυτά, αλλά τελικώς όλοι
τους ίδιοι είναι…».
Κι αν πεις για τους επιχειρηματίες ή –Θεός να μας φυλάει-
τους εφοπλιστές; «Τι ανάγκη έχουν αυτοί; Όλοι τους μόνο πώς θα γεμίσουν
τις τσέπες τους κοιτάζουν και σκασίλα τους αν πίνουν το αίμα του φτωχού
κοσμάκη…».
«Ο περήφανος ο Έλληνας λέει ένα «Όχι» -μεγαλύτερο απ’ της
28ης- στους δανειστές του» και υποδέχεται υπερηφάνως στο αεροδρόμιο τους «ήρωες»
Ολυμπιονίκες του, όταν αυτοί γυρίζουν με τα μετάλλια να λάμπουν γύρω απ’ το λαιμό
τους και με ουρλιαχτά την «εθνική ομαδάρα του» όταν κερδίζει το Ευρωπαϊκό
Κύπελλο…
Διότι, φυσικά, «η Ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία…».
Αν υπάρχει έστω κι ένας που, διαβάζοντας μέχρι εδώ, να
μπορεί στ’ αλήθεια –μα στ’ αλήθεια- να ορκιστεί ότι δεν έχει σκεφτεί ποτέ του
κάτι απ’ τα παραπάνω, τότε παρακαλώ να μοιραστεί μαζί μας το φάρμακο που
παίρνει ενάντια σε αυτή την τόσο διαδεδομένη νόσο που πλέον έχει όνομα και
ορίζεται ως «το σύνδρομο της αγέλης»…
Και τι είναι αυτό; Δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ακόμα
«λογική πλάνη» (η αποδοχή ότι κάτι ισχύει, χωρίς παραπάνω ανάλυση ή απόδειξη),
όπου θεωρούμε ότι κάτι είναι αληθινό μόνο και μόνο επειδή πολλοί άνθρωποι το
παραδέχονται ως τέτοιο.
Πάνω στην παραδοχή του ότι οι άνθρωποι «πάσχουμε» απ’
αυτό στηρίζουν την εξαιρετική επιτυχία τους διάφοροι επαγγελματίες, αλλά και
«επιτήδειοι» (ο όρος αποδίδεται, κατά το σύνδρομο, υποτιμητικά), που επιχειρούν
να μας πουλήσουν από πράγματα μέχρι ιδέες.
Στον κόσμο του marketing και της διαφήμισης είναι πολύ διαδεδομένη η επιχειρηματολογία: «Γενιές και γενιές έχουν μεγαλώσει με το τάδε γάλα, άρα
μπορείς να το εμπιστευτείς για το παιδί σου». «Η δείνα εκπομπή έχει τόσο μεγάλη
τηλεθέαση, άρα έχει ενδιαφέρον για να τη δεις κι εσύ».
Ο χώρος της πολιτικής δεν θα μπορούσε να υστερήσει: «Τούτο το υποψήφιο νομοσχέδιο βρίσκει σύμφωνους τους
εννιά στους δέκα βουλευτές, άρα δεν μπορεί παρά να είναι σωστό». Ολόκληρη η δημοκρατία λειτουργεί έτσι: Με την αρχή της
πλειοψηφίας: «Αυτό που θέλουν οι πολλοί, είναι αυτό που θα γίνει,
διότι αυτό είναι το σωστό».
Κι αν στους χώρους αυτούς, αυτό θεωρείται «τεχνική» και
μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτό, υπάρχει σίγουρα και η «άλλη» πλευρά του
νομίσματος, της οποίας η ορθότητα αμφισβητείται:
«Τόσοι άνθρωποι πιστεύουν στο Θεό, άρα ο Θεός υπάρχει!» «Κοίτα πόσοι καπνίζουν! Δεν μπορεί
να είναι και τόσο κακό τελικά!» «‘Σωστή’ οικογένεια είναι
αυτή που έχει ένα πατέρα και μία μητέρα, επομένως είναι πέρα από κάθε λογική να
θέλουν οι ομοφυλόφιλοι να αποκτήσουν παιδιά!».
Ξεκινώντας από τέτοιες γενικόλογες παραδοχές, που δεν
χρήζουν καμίας απόδειξης για να θεωρηθούν αληθινές και επηρεάζουν βαθιά τη ζωή
μας και τις αντιλήψεις μας, σε τέτοιο σημείο που να τις θεωρούμε μάλιστα αρχές
-αποκτηθείσες προφανώς σε κάποια απ’ τις προηγούμενες ζωές μας- δεν είναι
διόλου δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πώς καταλήγουμε να κινούμε έναν ολόκληρο
κόσμο βασισμένοι σε θεωρίες συνωμοσίας…
Μεγαλώνουμε με μια σειρά από σύνδρομα, που οδηγούν σε
αυτό της αγέλης:
Πιστεύουμε σε κάτι μόνο και μόνο επειδή αυτός που το λέει
είναι κάποιος σημαντικός και θεωρείται αυθεντία πάνω στο ζήτημα. Άρα, δεχόμαστε
το λόγο του ως αρκετό επιχείρημα προς την αλήθεια τούτου.
«Το είπε ο Αριστοτέλης, άρα είναι σωστό!». «Το γράφει η Βίβλος, άρα είναι
αληθινό!». «Το λέει κι ο δάσκαλος, που κάτι
παραπάνω ξέρει…».
Προεξοφλούμε ότι κάτι θα συμβεί αναπόφευκτα, μόνο και
μόνο επειδή θα μπορούσε να συμβεί:
«Το διαδίκτυο κρύβει πολλούς κινδύνους για τους νέους. Αν
το παιδί σου χρησιμοποιεί το διαδίκτυο, σίγουρα θα κινδυνεύσει».
Δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι κάτι δεν είναι αληθινό, άρα
σίγουρα είναι:
«Δεν έχω αποδείξεις ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Άρα υπάρχει!» Αυτό δουλεύει κι ανάποδα: «Δεν μπορώ να αποδείξω ότι ο
Θεός υπάρχει, άρα δεν υπάρχει!»
Επιλέγουμε να πιστέψουμε κάτι ως αληθινό ή όχι, με
μοναδικό κριτήριο το αν οι συνέπειές του μας είναι επιθυμητές ή όχι. Αυτό το
τελευταίο λέγεται και «ευσεβής πόθος»:
«Ο αθεϊσμός διώχνει τον κόσμο απ’ την Εκκλησία, άρα είναι
εσφαλμένος». «Η Μπριτάνικα δεν μπορεί να
κάνει λάθος, αλλιώς δεν θα ήταν αξιόπιστη πηγή». «Αποκλείεται να με απατάει ο
Γιώργος, αφού με αγαπάει!».
Καταλήγουμε σε συμπεράσματα «βεβιασμένα», δηλαδή
αποδεχόμαστε κάτι ως αληθινό, χωρίς αρκετά επιχειρήματα περί αυτού,
αποδεχόμενοι αυτό που στατιστικά θεωρείται αληθές. Το «στατιστικά» είναι η λέξη
κλειδί εδώ, διότι τα δείγματα συνήθως δεν είναι αρκετά μεγάλα ώστε να
καθορίσουν μία αλήθεια ως «πανανθρώπινη»:
«Ένας άντρας που φοράει κοστούμι έχει λάβει καλύτερη
παιδεία απ’ αυτόν που κυκλοφορεί μονίμως με τζιν ή φοράει σκουλαρίκι στο αυτί.»
Με όλα τα παραπάνω, η φράση «το αφήνω στην κρίση σου» αποκτάει ιδιαίτερη σημασία, αλλά ταυτόχρονα, το
αποτέλεσμα αυτής της κρίσης μοιάζει σχετικά δεδομένο· όλοι όσοι ζούμε στον ίδιο
«χώρο», διαθέτοντας κοινές προσλαμβάνουσες, με βάση όλα τα προηγούμενα,
καταλήγουμε σε μεγάλες ομάδες «πεποιθήσεων», που τελικώς το καθορίζουν.
Κοινώς, μοιάζει να ξέρουμε πολύ καλά πού οδεύουμε. Πολύ δύσκολα κάποιος θα κάνει «την έκπληξη». Γι’ αυτό,
ασυνείδητα σχεδόν, οι προσδοκίες μας για αυτόν διογκώνονται σε σημείο που να
τον θεωρούμε «Μεσσία». Κι εκεί πολλές φορές βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία άλλη
τεραστίων μεγατόνων πλάνη, αφού όλοι όσοι προσέρχονται ως Μεσσίες, τελικώς
αποδεικνύονται το ίδιο μικροί και ευάλωτοι, όσο περίπου κι εμείς…
Θα είμαι απολύτως ειλικρινής: Καθόλου δεν ήξερα ότι πίσω
απ’ όλες αυτές τις φράσεις ή τις παραδοχές υπάρχει ένας ολόκληρος μηχανισμός
που έχει όνομα και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν απ’ όσους έχουν συμφέρον να
τον χρησιμοποιήσουν.
Το ερώτημα είναι -τώρα που το ξέρω-
τι κάνω;
Κάνω τούμπα τις απόψεις μου,
κρατώντας τις αρχές μου σταθερές; Δηλαδή, στριφογυρίζω τα φύλλα, αλλά δεν
πειράζω τις ρίζες, που θα έλεγε και ο Ουγκώ, ο συγχωρεμένος; Πώς γίνεται αυτό,
όταν ξέρω το αποτέλεσμα, αλλά δεν έχω γνώση της διαδικασίας απ’ την οποία αυτό
προήλθε; Άσε και το άλλο· μπορεί να είμαι πια πολύ μεγάλη για κάτι τέτοιο. Ίσως
είναι πια αργά…
Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, όταν δεν
ξέρω πώς να κάνω κάτι, με το φτωχό μου το μυαλό, αφήνομαι σε μία αξία που –για
μένα- έχει τεράστια σημασία: Την ηθική μου. Ίσως και να λαθεύω, αλλά
νομίζω ότι ετούτη, όσο υποκειμενική κι αν είναι, είναι η μόνη που δικαιούται να
παίζει για τον καθέναν μας το ρόλο του λευκού μπαστουνιού, όταν η
πραγματικότητα μας τυφλώνει. Διότι εμπεριέχεται παντού. Δεν νοείται ελευθερία
χωρίς αυτήν, δεν υπάρχει αίσθημα δικαίου ή αντικειμενικότητας χωρίς αυτήν, δεν
έχει νόημα ο νόμος χωρίς αυτήν.
Ετούτη η ηθική μου λοιπόν, λέει πως οφείλω να επιδεικνύω
κριτική σε όλα αυτά που ακούω και να μην τα καταπίνω αμάσητα.
Τα μνημόνια δεν έχουν δεξιό ή αριστερό πρόσημο, είναι
συμφωνίες που γίνονται μεταξύ των κρατών ή των ανθρώπων, προκειμένου να
πετύχουν ένα, από κοινού αποδεκτό, αποτέλεσμα. Αν γίνουν σεβαστά, θα επιτευχθεί
το αποτέλεσμα, αν δεν τηρηθούν, απλώς το αποτέλεσμα δεν θα υπάρξει. Εδώ η κοινή
λογική απλώς συμπράττει με την ηθική μου.
Φυσικά θέλουμε πολιτικούς που να ενδιαφέρονται για το
«κοινό» καλό, αλλά δεν είναι σωστό να περιμένουμε απ’ αυτούς να μην έχουν
προσωπικές φιλοδοξίες, διότι τότε απλώς θα αναζητούσαμε οσιομάρτυρες και πόσο
ηθικό είναι τελικά αυτό;
Οι δημοσιογράφοι έχουν βεβαίως αφεντικά. Αλλά το ίδιο
έχουν όλοι ανεξαιρέτως οι υπάλληλοι! Που σίγουρα είναι υποχρεωμένοι να φέρουν
στη δουλειά τους το αποτέλεσμα που τους καθορίζουν αυτά, εφόσον το δικό τους
συμφέρον εκπορεύεται απ’ την επιχείρηση που τους χρηματοδοτεί. Το ότι
υπόκεινται όλοι σε αυτή τη γενική αρχή, όσο ωμό κι αν είναι, δεν τους κάνει σε
καμία περίπτωση «εξαγορασμένους». Το συμφέρον ως επιχείρημα για μεροληψία
μπάζει από παντού, αφού συμφέρον δεν μπορεί παρά να υπάρχει σε ό,τι κάνουμε. Η
δική μου ηθική απαγορεύει να τους τσουβαλιάζω όλους αδιακρίτως.
Το ότι κάνουμε συμφωνίες με τους ξένους, όπως κάνουν κι
αυτοί μαζί μας, ανήκει στη σφαίρα του ότι οι άνθρωποι δεν ζούνε μόνοι τους,
έχουν ανάγκη και τους άλλους για να ζήσουν, να εμπορευτούν, να αναπτυχθούν.
Κανείς ξένος δεν θέλει το κακό μας, όπως εξίσου δεν θέλει και το καλό μας,
περισσότερο απ’ όσο αυτό τον εξυπηρετεί για να αναπτυχθεί ο ίδιος. Το ίδιο
ακριβώς που ισχύει όμως και για μας! Πόσο ηθικό είναι να θεωρούμε εαυτόν
καλύτερο και πάνω απ’ όλο τον κόσμο; Το αν είμαστε μια μικρή χώρα, που έχει
περισσότερο ανάγκη απ’ ότι θα ήθελε, τους ξένους για να αναπτυχθεί, θα έπρεπε
να μας κατευθύνει μόνο προς μία κατεύθυνση: Του να διαλέγουμε τις πιο σωστές
συμμαχίες προς τούτο. Αντί του να τους κοιτάμε, όλους ανεξαιρέτως με μισό μάτι,
πιστεύοντας πως μόνο εμείς έχουμε κάτι που αξίζει να κλαπεί. Εκτός του ότι ο ήλιος
και η θάλασσα δεν είναι μοναδικά μας αγαθά, ούτε παράγουν από μόνα τους πλούτο,
η καλή γεωγραφική μας θέση δεν μας εξασφαλίζει πρόοδο και ανάπτυξη, αν
λειτουργήσουμε σε καθεστώς απομόνωσης, χωρίς συμμαχίες απ’ τους γύρω μας.
Οι επιχειρηματίες και οι εφοπλιστές (που είναι απλώς ένα
είδος επιχειρηματία) έχουν στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Αλίμονο αν
δεν την είχαν! Αλλά στην προσπάθειά τους να πετύχουν αυτό το στόχο, εκτός του
ότι προσφέρουν θέσεις εργασίας, δημιουργούν γενικότερα αξία στην κοινωνία, άρα
και πρόοδο. Αν εκλείψουν αυτοί, τότε το πιο σίγουρο είναι να εκλείψουμε κι όλοι
οι υπόλοιποι μαζί τους, εκτός αν πιστεύουμε ότι θα έρθει το πτωχευμένο μας
κράτος, ωσάν άλλος «πατερούλης», να μας βάλει όλους υπό τη σκέπη του. Το αν
χωράμε ή το πώς θα μας θρέψει όλους μαζί, είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να
προβληματιστούμε, ιδίως όταν μιλούμε για ένα μοντέλο που έχει αποτύχει όπου κι
αν έχει δοκιμαστεί παγκοσμίως… Και πάντως, πόσο ηθικό μπορεί να είναι το να
επιδιώκουμε να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, όπως και να έχει, μόνο και μόνο
για να υποφέρει κι εκείνος όπως κι εμείς, που την ψοφήσαμε νωρίτερα κι όχι
χωρίς να φταίμε κιόλας;
Στη δική μου ηθική, κανένας «περήφανος» λαός δεν δέχεται
να έχει δανειστές. Φροντίζει να είναι αυτάρκης και να μην έχει ανάγκη κανέναν!
Περήφανος λαός δεν είναι εκείνος που ζητιανεύει με όρους που ο ίδιος επιλέγει,
περήφανος λαός είναι αυτός που δεν ζητιανεύει, τελεία!
Καταλήγω πως η δική μου ηθική δεν μου επιτρέπει να ανήκω
σε καμία «αγέλη».
Όσο οπισθοδρομικό ή εγωιστικό ή ευχολόγιο κι αν ακούγεται
αυτό, θέλω να πιστεύω πως είναι στο δικό μου χέρι, στη δική μου κρίση, να κάνω
ό,τι χρειάζεται, όχι για να μην είμαι το μαύρο της πρόβατο, αλλά να μην είμαι καθόλου πρόβατο…
Θέλω να πιστεύω πως ακόμα μπορώ να το πετύχω. Ακόμα μπορώ
να αποβάλω το όποιο σύνδρομο με κάνει λιγότερο αποτελεσματική.
Διαφορετικά, θα μείνω για πάντα ένας ακόμα Έλληνας, ο
σωστός, ο πατριώτης, ο περήφανος, που θα λέω «όχι» στους δυνάστες δανειστές
μου, θα κλείνω τους δρόμους όταν μου απειλούν τη σταθερότητα του
δημοσιουπαλληλικού μισθουλάκου μου (ακόμα κι όταν δουλεύω στον ιδιωτικό τομέα)
και θα περιμένω να βγω στη σύνταξη που θα μου εξασφαλίσει να κάάάθομαι απ’ τα
50 μου και να πίνω χαλλλλλαρά το φραπέ μου, κοιτώντας την παραλία…
Ennio Morricone-Chi Mai
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελικά το πράγμα καταλήγει στο ποιον εμπιστεύεσαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκεί, ένα ισχυρό σύστημα αξιών (όπως η δική σου ηθική ή η δική μου «εσωτερική συνέπεια» —δεν κάνω οτιδήποτε δεν θέλω να υφίσταμαι ή αν το έκαναν όλοι ο κόσμος θα γινόταν χειρότερος) βοηθάει να κρατάμε τα λογικά μας.
Άλλοι αποφασίζουν (ή προφασίζονται;) ότι είναι αδύναμοι να επηρεάσουν τις εξελίξεις και παραδίδονται στις θεωρίες συνωμοσίας.
Άλλοι καταφεύγουν σε ανώτερες «δυνάμεις» όπως η θρησκεία (λέμε τώρα…) ή η επιστήμη.
Και άλλοι εμπιστεύονται και κάνουν ιδεολογία τους ό,τι επιτάσσει η «συλλογική ευφυΐα». Ή, μήπως, έτσι λένε για να τη χειραγωγήσουν;
Πόσο πλύση εγκεφάλου πραγματικά χρειάζεσαι να έχεις υποστεί για να γράψεις όλο αυτό το παραλήρημα ? Αλλά δυστυχώς στις μέρες μας ο όρος φιλελεύθερος είναι συνώνυμος της μισής ή της καθόλου αλήθειας.
ΑπάντησηΔιαγραφή