Από τη Θεσσαλονίκη
γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
Ο αντιευρωπαϊσμός στη χώρα μας ξεκινά από το «δεν
τα έχουν κάνει όλα σωστά οι ξένοι» και φτάνει στο «μπορούμε και μόνοι μας».
Και, σε όλο το εύρος της επιχειρηματολογίας του κείται το τελεολογικό «έχουμε
διαφορετικές νοοτροπίες» (άρα η αποκοπή μας από την ΕΕ είναι προδιαγεγραμμένη).
Είναι αυτή η δεδομένη διαφορετικότητα που μονίμως
θα υπερβαίνει στο θυμικό μας την όποια τεκμηρίωση συμβατότητάς μας με τη Δύση,
καθώς πάντα θα υπάρχουν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας, η δική μας
νοοτροπία.
Τη δική τους διαφορετικότητα βέβαια έχουν και οι
Ιταλοί, οι Βέλγοι, οι Γάλλοι κτλ., σε κάθε περίπτωση όμως, στα καθ’ ημάς, η εν
λόγω οπτική συνιστά
αδιαμφισβήτητα ένα μεγάλο όπλο στη φαρέτρα των
εθνολαϊκιστών.
Ωστόσο, είναι αυτά τα ίδια χαρακτηριστικά που,
περισσότερο διά της μετάφρασής τους στο τρέχον θεσμικό κατεστημένο,
εξασφαλίζουν τη βύθισή μας στο ρήγμα της Ανατολίας, αν παρ’ ευχήν βρεθούμε
εκτός ΕΕ. Κάτι που δεν ισχύει για τους Βέλγους, τους Γάλλους και λοιπούς
δυτικότερους.
Δεν λέμε πως όλα τα γνωρίσματά μας έχουν αρνητικό
πρόσημο, αλλά πως, μετά από δεκαετίες παθογενειών, εκείνα με το θετικό πρόσημο
δεν έχουν αρκετό χώρο για να εκφραστούν. Όχι μόνο στο κοινωνικό, αλλά και στο
ατομικό πεδίο, μέσα μας.
Επειδή δεν παύουν να υπάρχουν όμως, αναγνωρίσιμα
και διάσπαρτα σε εξαιρέσεις και σε κάποια λίγα αυτονόητα που δεν έχουν
καταρριφθεί ακόμη, έχει διαμορφωθεί ένα συγκρουσιακό περιβάλλον μη-νοοτροπίας
ανάμεσά μας.
Για να μπούμε και στο προκείμενο, καλό θα ήταν,
πριν συγκρίνουμε εαυτούς με άλλους, να αναρωτηθούμε: Έχουμε τη δική μας
διακριτή νοοτροπία;
Ή μήπως αυτό που βιώνουμε τώρα είναι το αποτέλεσμα
μιας πολιτισμικής σύγχυσης δεκαετιών, η οποία, μεταξύ άλλων, μας έχει
παραλύσει;
Μιας κρίσης αξιών, ένα διαρκές «ναι μεν, αλλά…»,
που έχει διαμορφώσει ένα θεσμικό τοπίο ανυπόφορο και υπερβολικά ρευστό για
ευνομούμενο κράτος, την ύπαρξη του οποίου μετά βίας εξασφαλίζουν κάποια λίγα
προσχήματα (πχ. η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης).
Η παραπάνω σύγχυση, στους νόμους, μεταφράζεται σε
«όλα απαγορεύονται»- οπότε όλα επιτρέπονται· στην κοινωνία, σε «όλα είναι
χάλια»- εκτός από μένα· και στην πολιτική, μεταφράζεται σε «αλλάζουμε τη χώρα»-
αλλά όχι πολύ, όχι τώρα, όχι προς τα εκεί.
Μας διακρίνει μία νοοτροπία της παλινδρόμησης,
λοιπόν. Ένα μπρος- πίσω στα πάντα.
Θέλουμε παρελάσεις ή όχι; Να γίνονται εκδηλώσεις,
διαφημίσεις και άλλα τέτοια στον Παρθενώνα; Στο Ηρώδειο; Θέλουμε εμφανέστερη
αστυνόμευση στους δρόμους; Αιολική ενέργεια; Δανεικά θέλουμε; Μεταρρυθμίσεις;
Μνημόνιο;
Το πρόβλημά μας δεν είναι ότι οι απαντήσεις, οι
απόψεις, στις παραπάνω ενδεικτικές ερωτήσεις διίστανται. Αυτό θα ίσχυε για κάθε
κοινωνία. Είναι ότι δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε μία στερεή θέση ως χώρα και
ως έθνος.
Υπάρχουν χώρες που έχουν παρελάσεις και είναι
περήφανες για αυτό και κάποιες που απλώς δεν έχουν και ούτε θέλουν να
αποκτήσουν.
Κάποιες χώρες εκμεταλλεύονται οικονομικά τα μνημεία
τους στο έπακρο και σε άλλες τα αντιμετωπίζουν ακριβώς σαν ιερούς χώρους- ούτε
φωτογραφίες δεν επιτρέπουν.
Δεν υπάρχει σωστό και λάθος σε αυτές τις
περιπτώσεις. Υπάρχει συναίνεση και καθολικός σεβασμός (προσθέτετε και εκλογές
και έχετε τη συνταγή για τη Δημοκρατία). Ό,τι ακριβώς μας λείπει δηλαδή.
Και, αφού δυσκολευόμαστε να βγάλουμε άκρη στα μικρά
και απλά, λογικό είναι στα σοβαρότερα να χάνουμε τα αυγά και τα πασχάλια:
Θέλουμε δανεικά;
Εννοείται. Πνιγόμαστε. Υπογράφουμε, λοιπόν.
Τελικά όμως κάποιοι δεν ήθελαν, να, τώρα κάναμε
εκλογές και αλλάξαμε γνώμη.
Όταν τα δύσκολα γίνονται πιο δύσκολα, όμως, ξανά
αλλάζουμε γνώμη και θέλουμε να το συζητήσουμε («πολιτική λύση»), δηλαδή μια νέα
υπογραφή.
Το δυστύχημα δεν είναι ότι αλλάξαμε γνώμη. Είναι
ότι μετά ξανά αλλάξαμε και αργότερα θα ξανά αλλάξουμε και το αποτέλεσμα θα
είναι και πάλι ένα μεγάλο μηδέν, αν όχι μείον.
Έμεινε τίποτα στην Ελλάδα για το οποίο δεν ισχύει η
τελευταία πρόταση;
Ούτε οι πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις τη
γλίτωσαν.
Μόνο το πολίτευμα έμεινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου