Γράφει η Λία Χολέβα*
Αν και τα γεγονότα είναι σοκαριστικά, κυρίως γιατί σ’ αυτά εμπλέκονται ανήλικοι, θα ήταν μάλλον υποκριτικό ή αφελές να
υποστηρίξει κάποιος ότι πέφτει από τα σύννεφα ή ότι δεν έχουν επαναληφθεί ανάλογα γεγονότα ή και πιο βίαια αυτών στο παρελθόν, ακόμη και στις εποχές που η ελληνική κοινωνία δεν αντιμετώπιζε τόσο σύνθετα κοινωνικά προβλήματα ή ήταν πιο κλειστή και παραδοσιακή κοινωνία. Δεν μπορώ να μιλήσω για στατιστικές και έρευνες που είναι άλλωστε δουλειά πιο αρμόδιων, ούτε μπορεί κανείς να περιγράψει σε βάθος και έκταση τις κοινωνικές και οικονομικές αιτίες που οδηγούν εφήβους σε αντιδράσεις που ξεπερνούν τα όρια του λάθους της ηλικίας, αλλά φλερτάρουν πια με το ποινικά κολάσιμο αδίκημα σ’ ένα σύντομο κείμενο. Θα καταθέσω όμως την άποψη του εκπαιδευτικού και έπειτα του πολίτη που δείγματα τέτοιων ή παραπλήσιων συμπεριφορών έχει διαχειριστεί στο σχολείο ή έχει αντιμετωπίσει στο μετρό, στο λεωφορείο, στο τρένο ή αλλού. Τις προηγούμενες μέρες πολλοί συνάδελφοι
έγραψαν την εμπειρία και την άποψή τους γι’ αυτό που πραγματικά βιώνουμε τα
τελευταία χρόνια στα σχολεία με αφορμή κυρίως τον τρόπο που η μητέρα των
ανηλίκων που χτύπησαν τον σταθμάρχη υπερασπίστηκε το δίκιο των παιδιών της και
κυριολεκτικά επιτέθηκε στο θύμα της επίθεσης στο Μετρό. Οι εκπαιδευτικοί περισσότερο ή λιγότερο έχουμε αντιμετωπίσει την
επιθετική στάση των γονιών που όχι μόνο αρνούνται να αποδεχτούν το λάθος
του παιδιού τους ή την τιμωρία που του έχει επιβληθεί, ίσως γιατί ταυτόχρονα θα
έπρεπε να αναλάβουν και την ευθύνη τους, αλλά αρνούνται ακόμη και να δεχτούν
ότι το παιδί τους μπορεί να μην αριστεύει πάντα, να μην αξίζει τον βαθμό που αυτοί
θα ήθελαν ή ότι οι ικανότητες του και τα ταλέντα και οι κλίσεις του δεν αρκούν
για το μέλλον που αυτοί το προορίζουν. Οι συμπεριφορές αυτές είναι πιο έντονες
στην ελληνική κοινωνία για λόγους κοινωνικούς και ιστορικούς. Το αξιοπρόσεχτο
είναι ότι συχνά ο θυμός και η απογοήτευση των γονιών για την τιμωρία που
επιβάλλεται να υποστεί ο μαθητής, όταν κάνει κάποιο λάθος ή ακόμη κι όταν
υπερβαίνει ο μαθητής τα εσκαμμένα με τρόπο βίαιο, όπως και για τις χαμηλές
επιδόσεις του, στρέφονται προς τον εκπαιδευτικό κάποτε και με τρόπο απειλητικό.
Το πιο αστείο που μπορώ να καταθέσω ως
βίωμα ήταν η απειλή μητέρας -η οποία μας είχε δημιουργήσει άπειρα προβλήματα
ούτως ή άλλως- μετά από αποβολή συναδέλφου στο παιδί της, ότι θα μας στείλει
όλους στον Έβρο. Το αστείο ήταν ότι υπηρετούσαμε στο Καστελλόριζο και
σχεδόν παρακαλούσαμε, ειδικά οι Μακεδόνες συνάδελφοι, να βρεθούμε στον Έβρο.
Την ίδια ώρα που η μαμά απειλούσε, ο γιος έσκαγε κροτίδα στην πόρτα του
συναδέλφου μαζί με άλλη παρεούλα μαθητών. Ευτυχώς αυτό το «διαμάντι» φρόντισε
από μόνο του να μας δικαιώσει την στιγμή που η μανούλα του αντί να ασχοληθεί με
την τιμωρία και την διαπαιδαγώγησή του, δικαιολογούσε τις συμπεριφορές του και
καταφερόταν απειλητικά εναντίον μας, πράγμα στο οποίο άλλωστε μας είχε
συνηθίσει.
Η γενιά μου είναι ίσως η τελευταία
που βίωσε ένα διαφορετικό σχολείο, όπου η αυθεντία του εκπαιδευτικού δεν ήταν
αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους γονείς και η αξία της μόρφωσης ήταν το
υπέρτερο αγαθό για τους νέους, όπως άλλωστε και μέσο κοινωνικής ανέλιξης. Φυσικά
οι κοινωνίες αλλάζουν και αυτές τις αλλαγές μοιραία τις ακολουθεί η ανάγκη αξιολόγησης του εκπαιδευτικού και
του εκπαιδευτικού έργου, όπως και η ανάγκη συνεργασίας δασκάλου γονέα.
Φοβάμαι όμως ότι φτάσαμε στο άλλο άκρο, όπου ο γονιός χωρίς τα εφόδια εκείνα
που του επιτρέπουν να κρίνει αντικειμενικά την δουλειά και να σεβαστεί την
κρίση του εκπαιδευτικού -ο οποίος για πολλούς λόγους έχει επίσης, νομοθετικά,
μισθολογικά και εργασιακά απαξιωθεί από το κράτος- με επιχείρημα το «εγώ είμαι
μάνα», ενίοτε «γίνομαι και σκύλα για τα παιδιά μου» ακυρώνει, υβρίζει, ακόμη
και επιτίθεται στον εκπαιδευτικό και στο σχολείο.
Το πρόβλημα αυτό ίσως να μην αφορούσε κανέναν, αν οι συνέπειές του έμεναν μέσα στο σχολείο. Δυστυχώς όμως η
αντίληψη ότι μπορώ να μην τιμωρούμαι για τίποτα, γιατί θα παρέμβει ο γονιός ή ο
τοπικός άρχοντας, ακόμη και πολιτικοί παράγοντες ενίοτε, ότι μπορώ να απειλώ
και να διεκδικώ και αυτό που δεν μου αξίζει, ότι μπορώ να καταλαμβάνω το
σχολείο και συχνά να το επιστρέφω βανδαλισμένο στην εκπαιδευτική κοινότητα και
στο κράτος ατιμώρητος έχει συνέχεια. Η αντίληψη ότι μπορώ να γράφω τοίχους, να
σπάω, να κάνω bullying στον συμμαθητή μου ή ακόμη και ότι γίνεται μέσα στο σχολείο να φυλάνε
ναρκωτικά εξωσχολικοί, όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα ότι συνέβαινε στο σχολικό
συγκρότημα της Γκράβας και κανείς να μην έχει καταλάβει τίποτα ή να ευθύνεται
για κάτι, είναι μια αντίληψη που μεταφέρεται από τους εφήβους στον δημόσιο χώρο
και μετά στο Πανεπιστήμιο, όπου οι καθηγητές με την βία σύρονται έξω από τα
αμφιθέατρα, γιατί κάποιος θέλει εκείνη τη στιγμή να κάνει πολιτική κατήχηση ή
καθηγητές χτίζονται στα γραφεία τους, αν τους επιτραπεί να μπουν στο κτίριο και
δεν συνεδριάζουν δίπλα στην «Δέλτα» της γειτονιάς. Η αντίληψη ότι όλοι οι
τοίχοι πρέπει να είναι μουτζουρωμένοι, τα πάντα σπασμένα, οι τουαλέτες βρώμικες
και βανδαλισμένες, ότι χώροι του Πανεπιστημίου έχουν αυτονομηθεί με το έτσι
θέλω κι έχουν γίνει χώροι αντίστασης και αγώνα ή οπλοστάσια και αυτό λογίζεται
ως ακαδημαϊκή ελευθερία ή πρόοδος, ξεκινάει από το σχολείο κι όλους αυτούς που
κρύβονται πίσω από το λεγόμενο «μαθητικό κίνημα», τo οποίο
στη συνέχεια ενηλικιώνεται μεταφραζόμενο σε «φοιτητικό κίνημα», με κοινό
παρονομαστή τη βρώμα, την βία και την επιβολή των μειοψηφιών στις πλειοψηφίες
πάντα κάτω από την απουσία κράτους και την επιβολή τιμωριών και λογοδοσίας,
γιατί βρε παιδί μου «παιδιά» είναι. Η βία των «παιδιών» λοιπόν που δεν
οριοθετείται και δεν τιμωρείται υπό το πρίσμα μιας παιδαγωγικής αντίληψης
ακραίας ανοχής και χαλαρότητας, αλλά και επειδή ο γονιός παρεμβαίνει για να
δικαιολογήσει το παιδί του μετακινώντας την ευθύνη στον δάσκαλο ή στον
συνεπιβάτη στο Μετρό ή στον εργαζόμενο και μετά στην αστυνομία και στο κράτος
και ποτέ σε μας τους ίδιους καταλήγει ένα κοινωνικό φαινόμενο που σήμερα μας
απασχολεί σε κάθε του εκδοχή και μορφή.
Στην
ελληνική κοινωνία ξέρουμε όλοι ότι ο όρος «παιδιά» έχει διασταλεί σκοπίμως,
ώστε να περιλαμβάνει μέσα το παιδί πέντε και οκτώ χρονών, τον έφηβο, τον
φοιτητή ακόμη και τον σαραντάρη και πενηντάρη αντιεξουσιαστή ή πιστό του όποιου
κόμματος λειτουργεί σαν στρατός και με τη βία διακόπτει το μάθημα στο
αμφιθέατρο, καταλαμβάνει κτίρια, πανεπιστήμια, καίει τρόλεϊ και χτυπάει ανηλεώς
«τον μπάτσο» για να εκδικηθεί το κακό το κράτος και να αλλάξει τον κόσμο μας σ’
έναν φαντασιακό δικό του. Αυτά τα παιδιά είναι τα ίδια παιδιά. Στην αρχή τα
συναντάμε στα γυμνάσια και στα λύκεια και μετά στα Πανεπιστήμια, στα Εξάρχεια
και στην Δυτική Αττική κι όχι μόνο να οπλίζουν και να πυροβολούν. Οι μανάδες
είναι οι ίδιες μανάδες που υβρίζουν τον καθηγητή, μετά τον υπάλληλο του Μετρό ή
τον αστυνομικό ή όποιον τόλμησε να κατηγορήσει το «διαμάντι» της. Τα «παιδιά»
αυτά είναι γέννημα μιας κοινωνικής και παιδαγωγικής αντίληψης που αντιμετωπίζει άνισα
τους ανήλικους, αφού τους εξισώνει στις επιδόσεις μια και όλοι αριστεύουν και
περνούν τις τάξεις και στο Πανεπιστήμιο μόνο επειδή παρίστανται ή αναπνέουν.
Έπειτα οι ανήλικοι μαθαίνουν ότι όλα τους επιτρέπονται και
τα πάντα δικαιολογούνται γιατί "είναι παιδιά", ακόμη κι όταν σπάνε
δημόσια περιουσία μέσα κι έξω από το σχολείο ή το Πανεπιστήμιο δικαιολογούνται,
γιατί τους αναγνωρίζουμε μια παρατεταμένη παιδική ηλικία που με τη σειρά της
δημιουργεί ανώριμους και ανεπαρκείς ενήλικες. Αν
όμως δεν βάλουμε όρια στον έφηβο που δοκιμάζει τις αντοχές μας από την πρώτη
ώρα που θα πατήσουμε το πόδι μας στην τάξη, οπότε βλέπεις στο μάτι του ότι
μετράει τα όρια σου, αν είμαστε πάντα έτοιμοι να δικαιολογήσουμε τα
πάντα από μέρους τους, αφού εξ ορισμού φταίνε πάντα "οι κακοί
ενήλικες" ή το κράτος, θα φτιάξουμε κι άλλες γενιές ανεύθυνων ενηλίκων που
θα εκδικούνται το κράτος, γιατί μόνο αυτό θα φταίει και παράλληλα θα ψηφίζουν
Μεσσίες που «μ’ ένα νόμο και ένα άρθρο» θα τους οδηγήσουν στη γη της ευημερίας
και του «Τσοβόλα δώστα όλα».
Τα σημερινά παιδιά και οι έφηβοι ωριμάζουν σε εμπειρίες πολύ νωρίτερα από τις
προηγούμενες γενιές, αφενός γιατί βιώνουν περισσότερες ελευθερίες, αφετέρου
γιατί ζουν στην κοινωνία της πληροφορίας. Δεν είναι σίγουρο όμως ότι έχουν την
πνευματική και ηθική ωριμότητα, αλλά ούτε την γνώση και την εμπειρία ζωής να
τις επεξεργαστούν σωστά και να τις αξιολογήσουν στο σύνολο τους. Έρχονται από πολύ νεαρή ηλικία αντιμέτωπα
με την βία μέσα από τα παιχνίδια ή την τηλεόραση, τώρα και τα σόσιαλ μίντια,
όπως και με την σεξουαλικότητα. Ο νόμος όμως, όπως και ο κοινωνικός περίγυρος
και κάποια πολιτικά κόμματα τα αντιμετωπίζουν από τη μια ως ανυπεράσπιστα
παιδιά και από την άλλη τους δίνουν δυσανάλογα δικαιώματα και ελευθερίες,
μεταξύ των οποίων κι αυτό του εκλέγειν. Φτιάχνουμε
δηλαδή σε όλα τα επίπεδα μια κοινωνία πολιτών που έχουν μόνο δικαιώματα,
όχι όμως υποχρεώσεις και, όταν αντιμετωπίσουν τα δύσκολα, φταίνε πάντα οι άλλοι
και παρεμβαίνει πάντα η μάνα για να δικαιολογήσει το παιδί της που αυτή μόνο
ξέρει τι παιδί είναι. Αυτό ξεκινά απ’ το σπίτι από την βρεφική ηλικία, που όταν
πέσει το παιδάκι κάνουμε «νταντά» το τραπέζι ή το πάτωμα που το χτύπησε, ενώ η
δική μας η μαμά μας μάθαινε στην ερώτηση ποιος τα φταίει να δείχνουμε το
κεφαλάκι μας και να λέμε «το κεφάλι μας τα φταίει». Συνεχίζει στο σχολείο και παίρνει
πτυχίο και μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο, όπου πάλι αντιμετωπίζουμε σήμερα την
εθελοτυφλία και τις σκοπιμότητες όλων αυτών που χαϊδεύουν κι εκεί τη βία και
την ανομία.
Φυσικά, η αντίληψη του ανεύθυνου «παιδιού»
και η ιδεολογία της κρατικής ευθύνης για όλα, έχει και ιδεολογικό περιτύλιγμα
και πολιτικούς προστάτες που αναφέρονται στους αντιεξουσιαστές και στους
καταληψίες φοιτητές και μαθητές αδιακρίτως με τον όρο «παιδιά», που
υπερθεματίζουν για τα δικαιώματά τους μόνο, όπως και για το δίκαιο όλων
ανεξαιρέτως των αιτημάτων τους, που καλύπτουν την ανομία τους ακόμη και την
τρομοκρατία πίσω από ιδεώδη για τον άνθρωπο και την κοινωνία, που αποδίδουν
τους βιασμούς στον καπιταλισμό, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον ανταγωνισμό που μας
προκαλεί άγχος, στον νεοφιλευθερισμό, στον ιμπεριαλισμό, στο σύστημα, στους
εξωγήινους, στον άλλο γαλαξία, αλλά ποτέ σε ΄μας τους ίδιους. Δεν είναι λοιπόν
γενεσιουργός αιτία της βίας στη χώρα μας μόνο τα ελλείμματα της Παιδείας -που
κι αυτά πολιτικό πρόσημο έχουν- ή η ψυχολογική ανάγκη των γονιών να καλύψουν τα
λάθη τους, είναι κι ο λαϊκισμός κι η ανευθυνότητα κι η ιδεοληψία και η
ατιμωρησία και το χάϊδεμα της βίας, της ανομίας και της ασυδοσίας από
συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους δεκαετίες τώρα και με ιδιαίτερη οξύτητα την εποχή
της οικονομικής κρίσης που βιώσαμε την προηγούμενη δεκαετία. Η συγκάλυψη δε της
βίας που γίνεται στα Πανεπιστήμια από αυτούς τους ίδιους τους δασκάλους ή
μερίδα τους, οι οποίοι την ταυτίζουν με την ακαδημαϊκή ελευθερία, δίνει στην
βία πτυχίο και νομιμοποίηση και την αναβαθμίζει σε κοινωνική και πολιτική
πρακτική του πολίτη.
Να εξαφανίσουμε το φαινόμενο δεν μπορούμε,
μπορούμε όμως να ξαναστήσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα από τα θεμέλια, από το
δημοτικό και από το νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο πάνω σε μερικά
αδιαπραγμάτευτα ζητούμενα και προϋποθέσεις. Αρχικά, την αξία της γνώσης ως
κοινωνικό αγαθό, όπως αυτή πρέπει να την προσεγγίσουμε τον 21ο αιώνα και με
έμφαση σ’ αυτά που αξίζει να μάθουν, να
προβληματίζονται και να κατανοούν οι μαθητές, έπειτα την άμιλλα και την
αξιοκρατία που θα αμείβει την προσπάθεια, αλλά και το αποτέλεσμα και δεν θα
εξισώνει και δεν θα ακυρώνει την προσπάθεια μερικών, για να επιβραβεύσει τον
τεμπέλη που θα παραμείνει τεμπέλης και στη συνέχεια της ζωής του, με όνειρο να
τον πληρώνει ο Έλληνας φορολογούμενος για να κάθεται στο δημόσιο και τέλος με
γνώμονα τους κανόνες και τους νόμους που θα είναι σαφείς και η εφαρμογή τους
και η τήρησή τους αδιαπραγμάτευτη για την εκπαιδευτική κοινότητα, την
Πανεπιστημιακή κοινότητα, τον εργασιακό χώρο και τον δημόσιο χώρο που μας
ανήκει. Τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια,
οι δρόμοι και πλατείες δεν μπορεί να είναι άβατα για τον νομοταγή και φιλήσυχο
πολίτη και άσυλα βίας για όσες μειοψηφίες επιθυμούν να μας επιβάλλουν με την
βία είτε την ιδεοληψία τους, είτε την πολιτική τους άποψη ή και τα συμφέροντά
τους. Ο εκπαιδευτικός που σήμερα έχει γίνει αποδιοπομπαίος τράγος όλων των
αποτυχημένων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, πρέπει φυσικά να αναλάβει τις
ευθύνες του και να δείξει εργατικότητα, ευθύνη και συνέπεια και κυρίως να
ξαναγίνει δάσκαλος κι όχι κομματικό φερέφωνο, αλλά δεν του αξίζει να
αναλαμβάνει εξ’ ολοκλήρου και να είναι πάντα αυτός απολογούμενος ή αμυνόμενος
και για τις ευθύνες των άλλων, γονιών και κράτους.
* η Λία Χολέβα
είναι εκπαιδευτικός, Δρ Ιστορίας
Δυστυχως ,αυτη ειναι η ελληνικη κοινωνια.Το ερωτημα ειναι ,τι πρεπει να γινει?Ειναι δυνατον να διορθωθουν τα πραγματα οταν ηγεμονευει η Αριστερα στη χειροτερη της 'εκδοση'?
ΑπάντησηΔιαγραφή