Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Πολύς ο
λόγος για την αναθεώρηση του Συντάγματος και ομολογώ πως, αν και όχι ειδική στο
θέμα, αρέσκομαι να παρακολουθώ οτιδήποτε σχετικό.
Είναι μάλλον
επειδή με ιντριγκάρει η ιδέα της δημιουργίας κάτι τόσο θεμελιώδους απ’ την
αρχή! Δεν σου κρύβω πως θα ήθελα να ήμουν μυγίτσα στον τοίχο σε μία απ’ αυτές
τις Εθνοσυνελεύσεις που τα αποφάσιζαν παλιά.
Θεωρητικά, βέβαια, έχω το
συγκριτικό πλεονέκτημα ότι στις μέρες μας υπάρχουν περισσότερα μέσα, ώστε να
μπορώ να λάβω κι εγώ μέρος στη λήψη αποφάσεων για όσα σημαντικά με
αφορούν απ’
ότι τότε, που θα ήμουν απλώς μία σκέτη μυγίτσα στον τοίχο.
Όμως… να, μοιάζει πως το «θεωρητικά» είναι η
λέξη με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην παραπάνω πρόταση! Εξάλλου, δεν μπορώ να
παραδώ και το ότι δεν κάνουμε όλοι για όλα, παρά το ότι μερικοί τείνουν να το
ξεχνούν αυτό…
Σε μία απ’
αυτές τις εκδηλώσεις, που λες, τις σχετικές με το θέμα, παραβρέθηκα κι εγώ.
Σπουδαίοι οι ομιλητές, εκπρόσωποι των ανώτατων βαθμίδων της δικαστικής ζωής του
τόπου κι όχι μόνον.
Κοίτα, αν με
τα μέχρις στιγμής γραφέντα, πιστεύεις ότι θα είμαι μία ακόμα που θα εκφέρει
άποψη για το Σύνταγμα, κάνεις λάθος!
Έχουν λεχθεί
τόσα και τόσα από ειδικούς, οπότε είμαι μάλλον η τελευταία που θα δικαιούνταν να
μιλήσει γι’ αυτό.
Ενδιαφέρομαι,
πήγα, άκουσα προσεκτικά, σε κάποια συμφώνησα, σε κάποια διαφώνησα, αλλά εκείνο
στο οποίο είμαι καλή είναι συνήθως οι «δεύτερες αναγνώσεις».
Οπότε, η
εκδήλωση αυτή, δεν στάθηκε παρά μια καλή αφορμή για να βγάλω ορισμένα πολύ
απλά, δευτερεύοντα, όσο και καθημερινά συμπεράσματα.
Τόσο
καθημερινά, όπως εγώ κι εσύ.
Για αρχή, το
πόσο σπουδαίος ή καλός είσαι σε ό,τι κάνεις, δεν σε κάνει απαραίτητα και τον
καταλληλότερο να μιλήσεις γι’ αυτό. Αυτό δεν είναι πρόβλημα, ιδίως αν δεν
αναφέρεται στην περιγραφή εργασίας σου.
Ένας
δικαστικός, για παράδειγμα, υποχρεούται να έχει διάφορα προσόντα, αλλά όχι
απαραίτητα να μπορεί να διδάξει, όπως κάνει ένας καθηγητής της Νομικής.
Ωστόσο, αν
στην ανώτατη θέση ενός Σώματος, όπως είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το
Ελεγκτικό Συνέδριο, κάθεται ένας νομικός που είναι –και- καθηγητής, τότε η
αλήθεια είναι πως περιμένεις, αν όχι απαιτείς, να μπορεί να τα πει λίγο
καλύτερα, διότι αν δεν μπορεί, αυτό σημαίνει, όχι μόνο πως δεν είναι καλός
ομιλητής, αλλά πως δεν είναι, ούτε υπήρξε ποτέ και καλός «δάσκαλος».
Η αλήθεια
είναι πως, παρά τη βαρύτητα που δίνει η εποχή μας στην αξία της ρητορικής,
ελάχιστους γνωρίζω που να μπορούν να ανταποκριθούν επαξίως στις νέες ανάγκες.
Αυτό είναι
αποθαρρυντικό, κυρίως για όσους από μας περιμέναμε κάποιους πεφωτισμένους
ανθρώπους να μας μεταδώσουν τις μεγάλες αλήθειες.
Στην αναμονή
θα μείνουμε μάλλον, αφού ο «πεφωτισμένος» μοιάζει να έχει μόνο όσο φως του
χρειάζεται για να κάνει τη δική του δουλειά και δεν του περισσεύει για να το
μοιραστεί με άλλους…
Καμιά φορά πάλι, η σημαντικότητα που νιώθεις ότι εκπροσωπείς σε κάνει
βαρύ και ματαιόδοξο, ξεχνώντας πως για να είσαι αυτό που λέμε «άνθρωπος του
φωτός», χρειάζεται να είσαι τόσο ελαφρύς, ώστε να ρέεις…
Στη
συνέχεια, παρατήρησα πως κάθε επαγγελματική ομάδα εξακολουθεί να λειτουργεί
-παρά τα όσα έχουμε περάσει ως χώρα, που προφανώς δεν μας γίνονται μάθημα- ως
κλειστή «κάστα», με ό,τι καλό αυτό συνεπάγεται για την ίδια και ό,τι κακό για
τους άλλους, που δεν ανήκουν σε αυτήν…
Όταν, για
παράδειγμα, σε μία ημερίδα που αφορά στην αναθεώρηση του Συντάγματος, δαπανάς
το χρόνο ομιλίας σου προκειμένου να τονίσεις τα συνδικαλιστικά προβλήματα του
δικαστικού κλάδου, μόνο και μόνο επειδή ανήκεις σε αυτόν, η κοινωνία, από εκεί
που είχε ένα πρόβλημα να λύσει, αυτό της αναθεώρησης, μοιάζει να σηκώνει στην
πλάτη της και το επιπλέον του πώς γίνεται να λυθεί το πρώτο, από ανθρώπους που
έχουν λάθος προτεραιότητες!
Λάθος γι'
αυτό που αφορά την κοινωνία, φυσικά, όχι εκείνους.
Αυτό μου κάνει ως πιο σημαντικό, αφού θεμέλιο σε όλα είναι το ποιος
είναι αυτός που χειρίζεται την κατάσταση κάθε φορά.
Η τρίτη και
πιο δυσμενής, κατά τη γνώμη μου, παρατήρηση είναι πως οι άνθρωποι που έχουν
κριθεί ως αρκετά σημαντικοί, ώστε να καλούνται να μιλήσουν για θέματα τόσο
σοβαρά και καθοριστικής σημασίας για τη ζωή όλων των πολιτών μιας χώρας, εκτός
των άλλων, δράττονται της θαυμάσιας ευκαιρίας να διαφημίσουν τον εαυτό τους, να
«φανούν».
Κάτι το
οποίο είναι απορίας άξιον στ’ αλήθεια αφού, για να βρίσκονται εκεί, σημαίνει
πως ήδη είναι αρκετά γνωστοί, αρκετά σημαντικοί, αρκετά «εμφανείς».
Κι όμως μοιάζει αυτό να μην είναι ποτέ αρκετό, ίσως πάλι αυτό που δεν
είναι αρκετό να είναι το ανταποδοτικό τέλος του…
Η
ματαιοδοξία, πάντως, των επιφανών ανθρώπων είναι ένα ελάττωμα που, στα δικά μου
μάτια, τους εμποδίζει απ’ το να είναι τελικώς καλοί σε αυτό που κλήθηκαν να
κάνουν.
Θέλω να πω
πως η «αυθεντία» από μόνη της δεν αρκεί και πολλές φορές κρύβει από κάτω της
διάφορα συμπλεγματικά σύνδρομα, απ’ τα οποία αν μπορούσαμε να απαλλαγούμε,
σίγουρα θα μιλούσαμε για έναν πολύ καλύτερο κόσμο…
Όσο να πεις, η αξία φθείρεται απ’ τη μεγάλη έπαρση ή τη συνεχή επιδίωξη
της εξαργύρωσής της…
Δεν σου
κρύβω, φοβάμαι λίγο: Αν αυτοί οι άνθρωποι, είναι οι καλύτεροι άνθρωποι που
έχουμε για να κάνουνε τη δουλειά κι αυτοί έχουν τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό
τους, πώς σιγουρευόμαστε πως αυτή δεν είναι και η μόνη μεγάλη ιδέα
που έχει περάσει ποτέ απ’ το μυαλό τους;
Πώς να τους
εμπιστευτείς μετά για τις υπόλοιπες, που είναι τόσο αναγκαίες, προκειμένου να
μην αναφωνούμε συνεχώς: «Δεν υπάρχει σωσμός»;
Βέβαια, δεν
μπορώ να ξεχάσω πως το «σεμνά και ταπεινά» ήταν πρόταγμα του Κώστα του
Καραμανλή, του νεότερου, και την είδαμε την καζάντια μας…
Εξάλλου η
ταπεινοφροσύνη δεν είναι και απαραίτητα απόδειξη καλού χαρακτήρα, μόνο ως
αποχρώσα ένδειξη μπορεί να λογιστεί.
Ως
αισιόδοξος άνθρωπος, που προσπαθώ να είμαι, παίζοντας πάντα το «Παιχνίδι της
Χαράς», ξέρεις, αυτό της Πολυάννας, είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι οι
πολίτες εκπαιδεύονται.
Μπορούν και
πρέπει να εκπαιδεύονται, ώστε να μην πατάνε τέτοιου είδους μπανανόφλουδες,
ακόμα κι αν είναι οι ίδιοι που κρατάνε και τρώνε τη μπανάνα.
Θέλω να πω,
δεν αρκεί να αναλώνεται κανείς σε μία συζήτηση γύρω απ’ την αναθεώρηση του
Συντάγματος (δανείζομαι το θέμα, ως επίκαιρο), όπου είτε θα έχει άποψη, είτε θα
ακούει με γουρλωμένα μάτια.
Αν με ρωτάς,
θα ήθελα, ιδανικά, να υπήρχε ένα «Σχολείο Πολίτη», το οποίο θα λειτουργούσε
παράλληλα με την εκπαίδευσή μας περί των επιστημών και θα μας δίδασκε να
κρίνουμε, να επικρίνουμε, να κατακρίνουμε, μα πάνω απ’ όλα να επιδιώκουμε
λύσεις.
Λύσεις που
εκπληρώνουν μόνο μία προαπαιτούμενη συνθήκη: Να είναι εφικτές.
Και δεν
μπορεί να είναι εφικτές αν, είτε εμείς που θα γίνουμε μέρος τους, είτε οι άλλοι
που τους αναθέτουμε –λόγω αυθεντίας- να αποτελούν μέρος τους, παρουσιάζουν
προβλήματα που άπτονται χαρακτήρα…
Α! Επειδή
νόμιζες πως θα τη γλίτωνες με τα ευχολόγιά μου και δεν θα σου έλεγα και τη
γνώμη μου για το Σύνταγμα δηλαδή· ο μόνος νόμος που χρειάζεται, σε αυτή τη
χώρα, είναι αυτός που θα επιτάσσει να εφαρμόζονται οι νόμοι.
Ας εφαρμόσουμε πρώτα το Σύνταγμα και μετά μπορούμε να συζητήσουμε όσο
θέλεις τις αλλαγές που αυτό χρειάζεται, διότι καμία απ’ αυτές δεν μας εγγυάται
το ότι θα γίνουν αφορμή αυτό να εφαρμοστεί τελικώς…
Μέχρι τότε… καλώς ήρθατε στον τρελό χορό της Γιάνκα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου