Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Θυμάσαι
ένα παλιό ποιηματάκι που λέγαμε, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, όταν ήμασταν μικρά;
Ήταν του Ιωάννη Πολέμη και ξεκινούσε με την απορία:
«Τι είν’ η πατρίδα μας; Μην
είν’ οι κάμποι;» και συνέχιζε μετρώντας εναλλάξ απορίες και φυσικές καλλονές…
Κάθε
χρόνο, παραμονές της γιορτής, θυμάμαι τη μάνα μου να βγάζει τη σημαία απ’ το
μπαουλοντίβανο που ακόμα βρίσκεται στο χωλ του σπιτιού της και να την περνάει
στον ιστό, που έμενε όλο το χρόνο καρφωμένος στο μπαλκόνι. Ξεδίπλωνε τις πτυχές
της και ίσιωνε τα κρόσσια απ’ τα σιρίτια της. Την κρέμαγε
περήφανη κι ανήμερα
πια, έβγαινε και την ξαναΐσιωνε, μην μας κακοβάλουνε κιόλας οι γείτονες, ενώ
στην τηλεόραση η παρέλαση «έπαιζε» στη διαπασών. Έφτιαχνε τον καφέ της και την
ώρα που περνούσαν τ’ άρματα, εκείνη σιγοτραγούδαγε ρυθμικά: «Περνάει ο στρατός,
της Ελλάδος φρουρός»…
Ακόμα
έτσι γίνεται, μόνο που τώρα η σημαία κρέμεται επίτηδες μέρες πριν, αφού η μάνα
μου επιμένει να ξεχωρίζει ως εκ των τελευταίων εναπομεινάντων Ελλήνων στο μικρό
γκέτο των μαγευτικών Πατησίων. «Μας πήρανε φαλάγγι οι ξένοι στην ίδια τη
γειτονιά μας», ωρύεται στα μικρά, ρατσιστικά της ξεσπάσματα και μέχρι
κολλάρισμα της κάνει στις γαλανόλευκες πτυχές της, για να τη βγει προσωρινά
στον Αιγύπτιο του 4ου ορόφου,
με τον οποίο κατά τα άλλα, πίνουν ωραιότατα το καφεδάκι τους τις άλλες, όχι και
τόσο εορταστικές μέρες.
Που
λες, τόσα και τόσα ζήσαμε, αυτά τα τριάντα χρόνια από τότε που, ντυμένα με τα
«εθνικά» καλά μας ρούχα, απαγγέλαμε φωναχτά την απορία του Πολέμη, στο μπαλκόνι
του σχολειού μας. Για να φτάσουμε σήμερα κι ακόμα ν’ αναρωτιόμαστε. Σιγανά αυτή
τη φορά, διότι οι ελευθερίες περιορίζονται μία-μία, ψιθυριστά, να μην μας
ακούσει ούτε καν ο απογοητευμένος μας ο εαυτός. Τι είναι αυτή η πατρίδα που
καλούμαστε να την υπηρετήσουμε με πίστη κι αυταπάρνηση; Από τι αποτελείται; Το
χειρότερο: Πού είναι όταν _εμείς_τη χρειαζόμαστε;
Το
ομηρικό: «…αμύνεσθαι περί πάτρης», μετατράπηκε, χωρίς ντροπή, σε «περί πάρτης»,
αρχικώς ως ανέκδοτο, που εξελίσσεται σε κακοπαιγμένη κωμωδία…
Στις
μέρες που ζούμε, είναι πολύ δύσκολο να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ της πατρίδας
και της κυβέρνησης που τη «διαχειρίζεται». Έχουν, βλέπεις, περάσει πια πολλά
χρόνια απ’ τον τελευταίο πόλεμο ή από συνθήκες τέτοιες που δυναμώνουν τα
πατριωτικά ιδεώδη· οι περισσότεροι από μας μόνο στα βιβλία τα ξέρουμε, άρα
πορευόμαστε, δυστυχώς, με ό,τι περνάει απ’ την οθόνη της τηλεόρασής μας…
Με
τούτα τα σαθρά κριτήρια, πολλές φορές η πίστη στην πατρίδα αμφισβητείται, μόνο
και μόνο γιατί οι κυβερνήσεις που τη διαχειρίζονται κατά καιρούς, δεν την αξίζουν. Φταίει μάλλον που η απαξίωση είναι κολλητική.
Η
αξία μιας χώρας δεν μετριέται απ’ τον αριθμό των κατοίκων της, ως γνωστόν·
μετριέται απ’ τον αριθμό των πολιτών της.
Πολίτης
μιας χώρας δεν είναι εκείνος που, στη θωριά της σημαίας θα δακρύσει ή που ριγάει
στο άκουσμα του εθνικού της ύμνου. Όχι, όταν αυτά θα γίνονται μόνο με αφορμή
μία εθνική επέτειο ή τη νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν είναι φετίχ η σημαία
να την κουνάμε πέρα δώθε στα μάτια των αδαών και αγράμματων μαζών, σαν το
καρότο μπροστά απ’ το πεινασμένο γαϊδούρι. Δεν είναι μουσικό σλόγκαν ο εθνικός
ύμνος, φτιαγμένο για να «ντύνει» φτηνά διαφημιστικά από σαπούνι…
Πολίτης
μιας χώρας, σήμερα, είναι εκείνος που αγωνιά κάθε μέρα για την τύχη της και
κάνει και κάτι γι’ αυτό. Δεν απαντάει σε εθνικιστικές κραυγές, που δεν είναι
τίποτα άλλο παρά μόνο ήχοι, χωρίς ουσία. Αν θέλει να λέγεται καλός πατριώτης
κανείς, μαθαίνει να φροντίζει να προστατεύει τη χώρα του, ακόμα κι απ’ αυτήν
την ίδια την κυβέρνησή της.
Προσπαθώ
μάταια να κλείσω τ’ αυτιά μου στις πρόσφατες ιαχές περί αντισυνταγματικότητας ή
μη ενός νόμου εδώ, αλλουνού νόμου εκεί και να θυμηθώ πώς τελείωνε εκείνο το
ποιηματάκι του Πολέμη:
«Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα και κάτι πού
’χουμε μες την καρδιά»…
Μεγάλη
αλήθεια αυτό. Δεν μπορώ να επιλέξω να αφήσω στη μπάντα τίποτα! Όλα πατρίδα μου
είναι! Κι αυτά που μου αρέσουν κι αυτά που δεν αντέχω. Κι αν θέλω να είμαι κι
εγώ καλή πατριώτισσα, πρέπει για όλα ετούτα να παλεύω κάθε μέρα...
«Περνάει ο στρατός, της Ελλάδος φρουρός, του κάθε
της εχθρού ο σκληρός τιμωρός, στο πέρασμά του τρέμει η γη που πατεί και προς τη
Δόξα περπατεί».
Η
μάνα μου σιγοτραγουδάει, ενώ ψήνει και σήμερα το καφεδάκι της. Πετάγεται μια
στιγμή στο μπαλκόνι. Ισιώνει μια «σκανταλιάρα» πτυχή της σημαίας, που
χαριεντίζεται με τον αέρα. Στρώνει ένα σιρίτι και τρέχει αλαφιασμένη, να
προλάβει τον καφέ, ακριβώς τη στιγμή που ξεχειλίζει φουσκωμένος απ’ το μπρίκι.
Τον σηκώνει περήφανη για τη μικρή της νίκη και κουνάει το μπρίκι, σαν να
κατέλαβε το Ελμπασάν! Η φωνή της πιο δυνατή αυτή τη φορά:
«Περνάει ο στρατός κι οι τρομπέτες ηχούν και δόξες
μας παλιές στην ψυχή μας τηχούν, στο διάβα του η Νίκη πετά χαρωπά και
δαφνοστέφανα σκορπά».
Μικρές,
καθημερινές νίκες, για τις οποίες δεν θα βρεθεί κανένα αλμανάκ να τις σημειώσει
για εθνικές επετείους.
Κι
όμως, σε τούτη τη χώρα, κάθε μέρα δίνεται και μία μάχη.
Κάθε
μέρα συλλέγουμε απώλειες, μετράμε θύματα..
Αλλά
ο ιστορικός του μέλλοντος δεν θα βρει πουθενά γραμμένο το όνομά τους…
Inglorious Basterds soundtrack Rabbia E Tarantella (Ennio Morricone)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου