Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Έξι και μισή
το πρωί και η αρχή της μέρας με βρίσκει να προσπαθώ να βγω απ’ την πολυκατοικία
μου.
Ο κάδος
ακριβώς μπροστά απ’ την πόρτα μου είναι ξέχειλος από σκουπίδια που έχουν
ξεπεράσει κατά πολύ τα όριά του και ουδείς γνωρίζει σε ποιο στάδιο αποσύνθεσης
βρίσκονται.
Η μυρωδιά
τους, αντί να διαχέεται στον αέρα, αντί να εξαερώνεται, ανακατεμένη με τη λάβα
που επικρατεί ήδη, από τόσο πρωί, μοιάζει να
υγροποιείται, τρυπώνοντας
απρόσκλητη μέσα μου· όχι μόνο από τα ρουθούνια μου, αλλά και από τους πόρους
στο δέρμα μου. Φτάνει μέχρι το μυαλό μου και μου ξυπνάει την πάγια αντίδραση
που έχω από παιδί στις άσχημες μυρωδιές: Θυμό!
Προσπαθώ να
δρασκελίσω ένα μικρό βουναλάκι, που μου φράζει το δρόμο προς την άσφαλτο, αφού
τα πεζοδρόμια είναι κατειλημμένα, κρατώντας την ανάσα μου, αλλά μάταια: Αναπηδώ
τρομαγμένη και αναγκάζομαι να ξεφυσήσω απότομα, αφού γύρω απ’ τα πόδια μου
χορεύει ο Ρεμί, ο ποντικούλης από το «Ratatouille», με όλο του το, εκ Γαλλίας, σόι! Μάθανε πως στην Ελλάδα γίνεται
«σκουπιδοπάρτι» και το αφεντικό τρελάθηκε και τα μοιράζει τσάμπα και είπαν να
έρθουν, να κάνουν τις διακοπές τους εδώ: Άφθονο φαγητό και καλή παρέα!
Εξασφαλισμένη καλοπέραση!
Με ένα
θυμωμένο «γιούργια!» μέσα μου, καταφέρνω να υπερπηδήσω τα εμπόδια και να αγγίξω
επιτέλους τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, ρίχνοντας ταυτόχρονες κατάρες στον Ιούνιο
που αποφάσισε ακριβώς τώρα –μετά από τόσο χαλάζι- να κάνει ξαφνικό καυτό
καλοκαίρι, αναγκάζοντάς με να φορέσω πέδιλα!
Έσπευσα να
απομακρυνθώ. Ανόητα βέβαια, αφού η ίδια κατάσταση ήταν παντού, όχι μόνο έξω απ’
την πόρτα μου, διότι ζω στα μαγευτικά Πατήσια και θα έπρεπε να ξέρω καλύτερα
αφού, στη γειτονιά μου -το έχω ξαναγράψει- ο «Τζέρι» έχει από καιρό φάει τον
«Τομ»! Η περιοχή, ως γνωστόν, κατοικείται στο μεγάλο της μέρος από ξένους, στων
οποίων τις διατροφικές συνήθειες εμπεριέχεται η βρώση γάτας. Είναι θέμα
πολιτισμού· αλλού τρώνε βατράχια και άλογα, αλλού καγκουρώ και χέλια, αλλού
φίδια και κατσαρίδες, ε, οι δικοί μας τρώνε γάτες!
Αυτό,
λοιπόν, δημιουργεί ένα επιπλέον πρόβλημα στην ήδη βεβαρημένη από τα σκουπίδια
κατάστασή μας, διότι τα κάθε είδους τρωκτικά –και ο Ρεμί ήταν απ’ τα χαριτωμένα,
να δεις κάτι αρουραίους μεγάλους σαν σκύλους!- δρουν ανενόχλητα. Αυτά, μαζί με
τα πάσης φύσεως έντομα (κατσαρίδες, σκνίπες, κουνούπια), αλλά και τα αδέσποτα
ζώα της περιοχής, γίνονται ακούσιοι φορείς τόσων λοιμωδών ασθενειών, που
φοβάμαι πως τα «μαγευτικά» Πατήσια για πολλά χρόνια αργότερα θα φέρουν επάξια
τον τίτλο «εξωτικά», μόνο που δεν θα εννοούμε όλοι το ίδιο πράγμα…
Μόνοι
κερδισμένοι σε τούτη τη «βρώμικη» μάχη, οι ρακοσυλλέκτες. Έπεσε πολλή δουλειά!
Με τα καρότσια τους και τα μακριά σιδερένια κοντάρια τους, όλη μέρα ξεδιαλέγουν
τα σκουπίδια, με τρόπο μοναδικό: Πετώντας τα γυρωτρίγυρα από τους κάδους, ακόμα
και αυτά που είχαν προλάβει και ήταν μέσα σε αυτούς. Έτσι, ώστε σίγουρα να μην
μείνει τετραγωνικό για τετραγωνικό χωρίς σκουπίδι, στην τελική πώς κάνετε έτσι;
Μήπως δεν έχετε χορτάσει «σκουπίδια» στη ζωή σας;
Κι όλοι
εμείς, οι κάτοικοι εδώ ή εκεί, σε περισσότερο ή λιγότερο «τυχερές» περιοχές,
μείναμε να τσακωνόμαστε για το αν θα κατεβάσουμε τα σκουπίδια μας ή αν θα τα
κρατήσουμε στο μπαλκόνι μας όσο κρατάει ετούτο το κακό και για το αν οι
σακούλες μας θα είναι διασπώμενες ή όχι και πάει λέγοντας, καυγάς να γίνεται.
Ελπίζοντας πως κάποτε και αυτό θα περάσει, τα σκουπίδια θα μαζευτούν και μετά
ίσως, ίσως λέω, αν είμαστε αρκετά τυχεροί, να περάσει και κανένα ψεκαστικό να
πλύνει τους δρόμους και να απολυμάνει από τα τρωκτικά και τα έντομα...
Η γιαγιά
μου, η συγχωρεμένη, έλεγε: «Όλο λάδι, λάδι κι από τηγανίτα τίποτα!» Κάπως έτσι
κι εμείς...
Δεν λέω,
μεγάλη πετυχεσιά των διοργανωτών ετούτης της απεργίας η συνεννόησή τους με τον
καιρό, ώστε ο συνδυασμός σκουπίδια-καύσωνας να δημιουργήσει τέτοιο εκρηκτικό
μείγμα και μπράβο τους.
Ωστόσο,
αυθορμήτως μου προκύπτουν διάφορα ερωτήματα –δεν το θέλω, το ρημάδι σκέφτεται
μονάχο του- τα οποία δεν μπορώ να αντιπαρέλθω, με πρώτο και βασικότερο, το
λεγόμενο «πάγιο απεργιακό»:
Από πού και ως πού είναι σωστό να επιλύονται –συζητήσιμο το αν και κατά
πόσο επιλύονται τελικώς- τα προβλήματα ενός μέρους της κοινωνίας εις βάρος ενός
άλλου μέρους της κοινωνίας;
Την ίδια
απορία έχω κάθε φορά που ταλαιπωρούμαι από κλειστούς δρόμους, λιμάνια,
αεροδρόμια, τράπεζες ή κάθε φορά που κλείνουν απροειδοποίητα τα σχολεία ή κάθε
φορά που οι νοσοκομειακοί γιατροί βάζουν λουκέτο στις μεγάλες νοσοκομειακές
μονάδες.
Θα μου πεις:
Ένα δικαίωμα έχει κατακτήσει ο εργαζόμενος, μετά από αιώνες πάλης με τόσα
συστήματα, αυτό της απεργίας, να το τσαλαπατήσουμε κι αυτό; Δεν έχει μείνει
τίποτα όρθιο!
Δεν διαφωνώ
με την απεργία γενικώς! Διαφωνώ με τον τρόπο που αυτή διεξάγεται γενικώς! Κι
εξανίσταμαι, διότι –με τόσα χρόνια απεργιακής εμπειρίας σε τούτη τη χώρα-
ουδείς έμαθε ακόμα να το κάνει καλά, ώστε να είναι και αποτελεσματικό, ρε φίλε!
Μονόδρομος:
Βουτάνε ένα πλακάτ, το οποίο γράφει πολλές φορές εντελώς άσχετα συνθήματα,
κλείνουν τους δρόμους και κάνουν καμία δήλωση στα κανάλια. Και τέλος! Την άλλη
μέρα, έχοντας ξεθυμάνει με τις φωνές, ξαναγυρίζουν και κάνουν το ίδιο πράγμα,
σε συνθήκες αθλιότερες απ’ αυτές που είχαν πριν τη διεκδίκηση. Διότι, ουδείς
απ’ τους εξερχομένους στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, γνωρίζει τι στ’ αλήθεια
συμφωνείται τελικώς μεταξύ των εκάστοτε κυβερνήσεων και των κατά περίπτωση
συνδικαλιστών που, στην Ελλάδα τουλάχιστον έχουν μακράν ιστορία αναξιοπιστίας…
Αν αυτό σου
φαίνεται εντάξει…πάσο!
Στην
προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, δοθέντων των συνθηκών, δεν μιλάμε πια για
διεκδίκηση δίκαιων αιτημάτων, που είναι συζητήσιμα ή μπορεί απλώς (αν υπάρχει
κάτι «απλό» στο «απλώς») να επιβαρύνουν οικονομικά τον προϋπολογισμό της χώρας.
Εδώ πρόκειται για καθαρή «εγκληματική ενέργεια», εις βάρος της υγείας του
κόσμου.
Οπότε, αν απαξιώνουν έτσι το δικό μου δικαίωμα στην υγεία, συγγνώμη
κιόλας, αλλά ουδόλως ενδιαφέρομαι για το δικό τους δικαίωμα στη μονιμοποίηση
της εργασίας τους!
Είναι
προφανές ότι οι ευθύνες για τούτη εδώ την τελευταία συμφορά που μας βρήκε
βαραίνουν πολλές πλευρές.
Για αρχή, τους ίδιους τους συμβασιούχους. Έχω υπάρξει
συμβασιούχος και έχω απολυθεί. Δεν βγήκα ποτέ στο δρόμο, διότι συμβασιούχος
είναι ακριβώς αυτό: Κάποιος που προσλαμβάνεται για συγκεκριμένο διάστημα, να
κάνει μία συγκεκριμένη δουλειά. Μετά το πέρας αυτού του διαστήματος, λύεται
αυτοδίκαια η σύμβαση κι αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο ίδιος! Εγώ έτσι ξέρω και
όσο κι αν μπορώ να κατανοήσω την επιθυμία ή και την προσδοκία συνέχισης της
εργασίας τους, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς αυτή μπορεί να μετατρέπεται αυτοδικαίως
σε απαίτηση, η οποία διεκδικείται μάλιστα με τέτοιο τρόπο!
Από την
άλλη, τι γίνεται, αλήθεια, με τους μόνιμους υπαλλήλους στην καθαριότητα; Με αυτούς
δηλαδή που δεν απεργούν; Αυτοί δεν πληρώνονται κανονικά για να μαζεύουν τα σκουπίδια;
Γιατί λοιπόν, αφού δεν απεργούν και εξακολουθούν να πληρώνονται κανονικά, δεν τα μαζεύουν;
Μήπως για τον ίδιο ακριβώς λόγο που κρίθηκε αρχικώς αναγκαία η πρόσληψη των
συναδέλφων τους συμβασιούχων; Μήπως αυτοί δεν έκαναν τη δουλειά τους ούτως ή
άλλως όπως έπρεπε;
Εγώ δεν θέλω να είμαι
αυτής της άποψης, κυρίως διότι γνωρίζω πολύ καλά πως υπάρχουν υπηρεσίες,
υπάρχουν δουλειές, στις οποίες πραγματικά δεν επαρκεί ο κόσμος που
απασχολείται.
Αλλά, αν
ήμουν στη θέση τους, δεν θα ήθελα να μένει η κοινωνία ολόκληρη με την εντύπωση
πως επειδή είμαι άχρηστη εγώ, αναγκάζεται ο φορέας να προσλάβει κάποιον άλλον
να κάνει τη δουλειά, πληρώνοντας για την ίδια υπηρεσία και εκείνον και εμένα…
Εν προκειμένω μάλιστα, ακόμα κι αυτό να μην συμβαίνει, με τη «συμπαράστασή
μου», γίνομαι συνένοχος στην προαναφερθείσα εγκληματική ενέργεια, μόνο και μόνο επειδή δεν
χρησιμοποίησα την κοινή λογική μου.
Σε ένα άλλο
επίπεδο, αναρωτιέμαι πώς γίνεται στ’ αλήθεια κάποιοι δήμοι να έχουν
καταφέρει να αποφύγουν την απεργία, κάποιοι να την έχουν «σε πλαίσιο» και σε
κάποιους να έχει ξεφύγει εντελώς η κατάσταση απ’ τα χέρια; Αυτό τι σημαίνει;
Ότι κάποιοι είναι πιο «ικανοί» και κάποιοι λιγότερο ή και καθόλου να
διαχειριστούν τα θέματα του δήμου τους και τη διοίκηση των εργαζομένων τους;
Μήπως σημαίνει ότι κάποιοι θέλουν να πηγαίνουν Όπου Φυσάει ο Άνεμος, να τα
έχουν δηλαδή καλά με εκείνους που τους δίνουν κάθε φορά τα κονδύλια;
Αν ισχύουν
αυτά, τότε εντάξει, τουλάχιστον θα αποτελέσουν κριτήριο για να ξέρουμε τι να
μην ξαναψηφίσουμε. Βέβαια, για μένα, που στην τοπική αυτοδιοίκηση ψηφίζω
πρόσωπα και όχι παρατάξεις, αυτό σημαίνει αυτομάτως ότι οι ευθύνες
που βαρύνουν το Δήμαρχο, βαρύνουν και τα συμβούλιά του (ανεξαρτήτως παρατάξεων) και πάει
λέγοντας, αφού τα πρόσωπα έχουν και την ευθύνη των πράξεών τους ή των μη πράξεών
τους. Διότι όποιος έχει τα «άντερα» και θέλει να είναι σωστός απέναντι στον
πολίτη που τον ψήφισε, εκφράζει τη διαφωνία του παραιτούμενος, όταν
αποδεικνύεται λίγος να κάνει την κρίσιμη ώρα κάτι παραπάνω απ’ το να νίψει τας
χείρας του. Ως πολίτες, φυσικά, δεν μπορούμε να ξέρουμε υπό ποια λογική
λαμβάνεται η κάθε μία απόφαση, αλλά ούτε και μας αφορά στην τελική, αφού είναι
δική τους δουλειά να μας πείσουν ότι κάνουμε λάθος, την επόμενη φορά που θα
βγούνε στο σεργιάνι για την ψήφο μας. Εμείς πάντα το αποτέλεσμα θα κρίνουμε και
με βάση αυτό θα ψηφίζουμε κιόλας.
Μεγαλύτερη
απόδειξη πάντως του πόσο σημαντική είναι η τοπική αυτοδιοίκηση από τούτη τη
δραματική συγκυρία που ζούμε, δεν υπάρχει! Γι’ αυτό, ακόμα κι αν δεν μπορούμε
να μετέχουμε προσωπικά σε καμία σημαντική απόφαση για τη συνολική κυβερνητική
πολιτική, ας συνδράμουμε τουλάχιστον, όπως μπορούμε, στο επίπεδο των δήμων και
των κοινοτήτων μας, εκεί δηλαδή που μπορούμε και επιβάλλεται να έχουμε λόγο,
διότι διακυβεύεται η άμεση καθημερινότητά μας. Ας μην εξαντλούμε την κριτική
μας επί των καφενείων των χωριών μας, πλησίον του πλατάνου και της δροσερής
πηγής...
Εννοείται,
ότι αν το πάμε βήμα-βήμα θα φτάσουμε και στο καίριο ερώτημα: «Πού είναι
το κράτος;».
Φαίνεται ότι
το «κράτος», τουλάχιστον όταν φοράει την αμιγώς κυβερνητική του περιβολή,
περιορίζεται στο να εξαπολύει κατηγορίες στην αντιπολίτευση για τα τεκταινόμενα
στη χώρα, διότι το ίδιο όλα καλώς καμωμένα τα έχει. Για να μην είμαι άδικη, το
αυτό πράττει και η αντιπολίτευση, όπως είναι και η δουλειά της
εξάλλου, διότι ουδείς μας κατηγόρησε ότι δεν έχουμε τους
πολιτικούς που μας αξίζουν…
Θα έσκαγα
στα γέλια απ’ τις αηδίες που τόσες μέρες ακούγονται απ’ τους μεν και τους δε,
αν δεν φοβόμουν ότι γελώντας θα άνοιγα περισσότερο τους πνεύμονές μου, με
αποτέλεσμα τη βαθύτερη εισχώρηση της άθλιας μπόχας των δρόμων…
Θα
περιοριστώ να αναζητήσω τρόπους να ξαναπεράσω το βουναλάκι των σκουπιδιών απόψε
το βράδυ, γυρνώντας στο σπιτάκι μου, αν στο μεταξύ δεν έχω εξασφαλίσει πτήση
για κάπου αλλού όπου ο μόνος μου καημός θα είναι η έλλειψη των αγαπημένων μου.
Να θυμηθώ μόνο, όπως θα το περνάω, επιστρατεύοντας για άλλη μια φορά
όλες μου τις δυνάμεις σε ένα ακόμα «γιούργια», να χαιρετίσω τον Ρεμί και να του
ζητήσω να μου δώσει τη συνταγή για το περιβόητο «Ratatouille» του…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΓΡΑΦΗ Η ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΕΥΑ ΤΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ::
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ.
Διαγραφή