Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Η ιστορία που θα σου διηγηθώ συνέβη τη χρονιά που μας πέρασε, αλλά, η
φετινή της επανάληψη επαλήθευσε το «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια να
μένουν», με τη διαφορά πως -ευτυχώς για ορισμένους- εγώ δεν ήμουν εκεί...
Έχω μία θεία, λοιπόν, η οποία είναι
ηγουμένη στο παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στην Πεντέλη.
Είναι αδελφή της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου, απ' τον
πατέρα μου (τη λέμε έτσι
τη γιαγιά, αλλά δεν ξέρω ποιος τη συγχώρεσε, εγώ μια βολά όχι). Ετούτη η θεία,
που λες, ήταν εκεί για μένα και την αδελφή μου όταν, μωρά ακόμα, σε πολύ
δύσκολες εποχές, κανένας άλλος -έχων την υποχρέωση- δεν ενδιαφέρθηκε, παρά μόνο
αυτή, που δεν είχε καμία. Ευτυχώς, να λες, που υπάρχουν και μερικοί «εκπρόσωποι του κλήρου», που
κάνουν πράξη αυτά που ισχυρίζονται ότι τους οδήγησαν στο «δρόμο του Θεού».
Ένας άνθρωπος όλο ψυχή, που σ' αυτήν -και
σε κάποιους ελάχιστους άλλους- οφείλεται η όποια αμφιβολία έχω σχετικά με την ύπαρξη
ή την ανυπαρξία του Θεού, πες το όπως θες. Αν δεν ήταν αυτή, θα ήμουν απολύτως
και διαπιστευμένα άθεη. Τώρα απλώς συγκαταλέγομαι στους «μπερδεμένους» με τη
θρησκεία.
Προς τιμήν της, ποτέ δεν προσπάθησε να με
πείσει για τίποτα, αλλά κι εγώ, σε μία μικρή συνωμοσία για το χατίρι της, ποτέ
δεν της μίλησα ανοικτά για την αμφιβολία μου. Ήξερα ότι θα την πικράνω και
γιατί; Εδώ ακόμα είναι η μοναδική που με φωνάζει «Βαγγελίτσα» και απαντάω, ενώ
το όνομα ακούστηκε μοναχά στη βάφτισή μου και έκτοτε, αρνήθηκα να το
ξαναχρησιμοποιήσω. Αφού υποχώρησα σε τούτο, θα κόντραρα τη θεία στα Θεία; Έλα,
Παναγία μου! (για να είμαι και σχετική).
Το μοναστήρι, λοιπόν, ανήμερα του Αγίου
Πνεύματος γιόρταζε κι, όπως κάθε χρόνο, η θεία άνοιξε τις πόρτες του για να
δεχτεί τον κόσμο για τη λειτουργία, η οποία πάντα ακολουθείται από
πλουσιοπάροχο τραπέζι.
Παλιά, οι δύο μοναχές του μοναστηριού, η
θεία η Θέκλα και η Θεολογία, μαγείρευαν μόνες τους για καμιά 200αριά άτομα.
Τώρα -στα 87 η μία και στα 81 η άλλη- αυτό δεν μπορεί να γίνει. Η θεία μάλιστα,
η μεγαλύτερη εκ των δύο, φαντάσου φέτος, που έκανε ακριβώς το ίδιο, είχε μόλις
την προηγούμενη μέρα βγει απ’ το νοσοκομείο, μια απ’ τις δεκάδες φορές που
νοσηλεύτηκε ετούτη τη χρονιά. Και πάλι όμως, στάθηκε όρθια για να μην λείψει απ’
την περιοχή το παραδοσιακό τραπέζι. Επιπλέον και οι δύο χρηματοδοτούν από τα
πολύ πενιχρά τους έσοδα το όλο εγχείρημα, διότι όπως λένε:
«Η χαρά του να μοιράζεσαι είναι πολύ πιο
μεγάλη και πιο μόνιμη απ' αυτήν του να κατέχεις, που είναι προσωρινή».
Σε πάω πάλι στα περσινά όμως, για να δεις
πως δεν αρκεί να σκέφτονται μόνος ένας ή δύο έτσι...
Ξεκινήσαμε πουρνό πουρνό για το μοναστήρι.
Χαθήκαμε φυσικά, διότι εμπιστεύτηκα τη μάνα μου να με οδηγήσει...
στον ίσιο δρόμο του Θεού, η οποία δεν θεώρησε καλό να ρωτήσει τη διεύθυνση
(ρωτάς ποτέ τη διεύθυνση για τον Οίκο του Πανάγαθου; Έλα μου, ντε, μην γίνεσαι
και βλάσφημη!).
Αποδείχτηκε πως στην Πεντέλη υπάρχουν δύο
μοναστήρια της Αγίας Τριάδας, οπότε αφού χαθήκαμε, αποφάσισα να εμπιστευτώ την τεχνολογία,
φρόντισα να μάθω τη διεύθυνση (εγώ δεν θέτω θέματα Πανάγαθου, είμαι πιο
πρακτική, βλέπεις, άσε που παίρνω και την αμαρτία πάνω μου) και το καλό GPS μας οδήγησε τσιφ στο συγκεκριμένο
κατσάβραχο, με την υπέροχη θέα!
Η λειτουργία είχε αρχίσει κι εγώ πήγα να
δω αν χρειάζονται βοήθεια στην κουζίνα. Εκεί βρίσκονταν ήδη καμιά δεκαριά
γυναίκες που βοηθούσαν, οπότε άρχισε ένας «ευλογημένος» μαραθώνιος κοψίματος
σαλάτας, καθαρίσματος αυγών, μοιρασιάς χειροποίητων ντολμαδακίων που -σας
ορκίζομαι- είχαν όλα το μέγεθος από το δαχτύλι ενός μικρού παιδιού, λες και τα
είχαν φτιάξει με χάρακα, στρωσίματος τραπεζιών μέσα, έξω και πλαγίως της μονής
και γενικώς...τρεχάτε ποδαράκια μου.
Τελειώνει η λειτουργία και λέμε να
σερβίρουμε τον καφέ.
Άγνωστο ποιος και γιατί, με βάζει να
μοιράσω εγώ τον καφέ, όπου πέσανε κατά πάνω μου όλοι οι γέροι -ηλικίας από 60
μέχρι 150 μέσα είσαι- και μου ζητούσαν ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του
από καφέ. Όλοι μαζί και
όλοι κάτι διαφορετικό.
Εντάξει, ήπιαν όλοι ανεξαιρέτως γαλλικό με γάλα κι απλώς άλλαζα τη ζάχαρη!
Εννοείται πως δύο έχυσαν τον καφέ πάνω
τους (και πάνω μου), όλοι μαζί διαμαρτύρονταν γιατί δεν είχα ανοίξει παράρτημα
του Coffee Island με μεγάλη ποικιλία καφέδων και γκρίνιαζαν
-σπρώχνοντάς με κιόλας- για να πάρουν σειρά, λες κι αν περνούσαν από πάνω μου
θα έφταναν γρηγορότερα στην πηγή του καφέ!
Τελικά, κάποια στιγμή, τελείωσε το
μαρτύριο αυτό και όσοι έρχονταν για ξαναγέμισμα ήταν τουλάχιστον πιο
προσεκτικοί με τα ποτήρια τους.
Δεν λέω, όλοι ανεξαιρέτως, αφού μου είχαν γκρινιάξει και είχαν τσακωθεί μεταξύ
τους, μου έδιναν ευχές για την ημέρα, οπότε, το λες και απολογιστικά θετικό όλο
αυτό.
Στη συνέχεια, νέος γύρος: Όρμησαν για το
φαγητό!
Όπου, έκαναν λες και δεν είχε ξαναφάει
κανείς τους! Εμείς τρέχαμε πάνω κάτω, διότι όλοι κάτι παραπάνω ήθελαν και
προφανώς, νόμιζαν ότι βρίσκονταν σε εστιατόριο, εγώ δε, αναρωτιόμουν στα πόσα
μέτρα μακριά απ' την εκκλησία είναι ασφαλές να ξεστομίσω καμιά βρισιά ή να
παρακαλέσω να πάνε σύντομα να συναντήσουν το Δημιουργό τους, αλλά επειδή ουδείς
προσφέρθηκε με κάποια πολύ σαφή απάντηση επ' αυτού, απλώς κρατήθηκα και
παρακάλεσα (όποιον αφουγκραζόταν) να μου δώσει υπομονή...
Κάποια στιγμή, όταν τίποτα πια δεν
ακουγόταν παρά μόνο οι χαρακτηριστικοί θόρυβοι από πηρούνια και μπουκωμένα
μάγουλα, είπα να κάτσω να ρημαδοφάω κι εγώ.
Η αδελφή μου είχε κρατήσει -είχε σώσει-
ένα πιάτο για μένα δίπλα της, οπότε λέω: «Εντάξει, τώρα κάθομαι πια».
Αμ δε! Την ώρα που κάθισα να φάω, μία
κυρία που είχε τελειώσει το δικό της φαγητό, περιφερόταν γύρω γύρω και μάζευε
τα αποφάγια των άλλων, για ένα σκυλάκι (που προφανώς πρέπει να ήταν ο Ρόκκο με
τα αδέλφια του, με τόσα που του είχε μαζέψει).
Έρχεται λοιπόν και στέκεται από πάνω μας
και λέει: «Ε, περιμένω να δω, αν δεν θα φάνε τα κορίτσια το φαγητό τους!» Όπου
εγώ, με δοκιμασμένη πολύ ώρα την υπομονή μου, λέω, με τρόπο καθόλου ευγενικό:
«Μα, κυρία μου, τώρα έκατσα να φάω! Σας παρακαλώ, έχετε ήδη πάρει αρκετό φαγητό
για το σκυλάκι σας, όταν τελειώσουν όλοι, θα μαζευτούν τα αποφάγια, περιμένετε
τότε!».
Στο διπλανό τραπέζι, υπήρχε μία άλλη
(γνώριμη απ' τον καφέ, όπου κι εκεί είχε επιδείξει έναν άθλιο και κουτοπόνηρο
χαρακτήρα), η οποία κοίταζε τα αυγά μας και έλεγε: «Μα δεν τα τρώτε; Κρίμα
είναι, τα αυγά είναι η πρώτη των τροφών». Κι ήταν έτοιμη να τα βουτήξει, μέχρι
που είπα κι εγώ: «Τρώμε, τρώμε!» Και για λίγο μας άφησε ήσυχους!
Μετά πήγε σε άλλο, διπλανό, τραπέζι και
βούτηξε από κει τα αυγά των (διαπιστευμένων) χριστιανών!
Είχα τόσο νευριάσει πλέον που είπα στους
δικούς μου στο τραπέζι πως τίποτα να μην φάνε, τα αυγά θα τα έτρωγαν όλα!
Ωστόσο, αποκαμωμένη και χωρίς όρεξη πια,
σηκώθηκα να μαζέψω τα πιάτα γυρωτρίγυρα…
Εκεί να δεις! Κρατώντας δέκα πιάτα, το ένα
πάνω στ' άλλο, πέφτω πάνω στην κυρία με το σκυλάκι, η οποία μου λέει: «Θα σε
καθυστερήσω κοπελιά, να σου πάρω το φαγητό». Κι απαντώ: «Δεν θα με
καθυστερήσετε, γιατί δεν θα σταματήσω, είναι απλό», σκεπτόμενη πως είναι πολύ πολύ δύσκολο να είσαι
ευγενικός, όταν ο κόσμος είναι τόσο απροκάλυπτα ενοχλητικός.
Ενόσω μάζευα τα πιάτα, άκουγα από παντού
παράπονα: Το κρασί δεν ήταν αρκετό, γιατί ο τάδε ήπιε αναψυκτικό κι εμείς όχι,
γιατί κάθισα να φάω, ενώ έπρεπε να φέρω νερό στον τάδε κύριο ή χαρτοπετσέτα στη
δείνα κυρία, γιατί φέτος είχαμε κοτόπουλο κι όχι αρνί και πάει λέγοντας!
Ένας μάλιστα μου είπε πως δεν έφευγε,
γιατί δεν είχα σερβίρει ακόμα το γλυκό!
Κι ούτε ένα «Δόξα τω Θεώ» δεν ακούστηκε,
έτσι για τα μάτια του κόσμου, για το χατίρι της ημέρας και για να πούμε, βρε παιδί
μου, ότι κάποιο λόγο είχαμε που πήγαμε εκεί!
Αφού μάζεψα ό,τι μπορούσα, φροντίζοντας να
μην απαντήσω σε κανέναν, κρατώντας το στόμα μου κλειστό και τα μάτια κάτω, μπας
και βρω κάνα τάλιρο, μάζεψα και το οικογενειακό μου ασκέρι και είπαμε να φύγουμε.
Πήγα να αποχαιρετίσω τη θεία μου, απολύτως
απογοητευμένη και νιώθοντας ντροπή για το πόσο αχάριστοι είμαστε οι άνθρωποι,
ακόμα και μέσα στον «Οίκο» του Θεού.
Της είπα πως προσωπικά ένιωσα ντροπή που
ανήκω σε αυτή τη φυλή και πως το σκυλάκι της κυρίας που μάζευε φαγητό στο όνομά
του, θα είχε πιο πολύ τσίπα πάνω του... Της είπα ακόμα πως, αν ήμουνα στη θέση
της, με τόση αχαριστία, δεν θα το ξαναέκανα για κανέναν απ' όλους αυτούς, που
όσα καντάρια πνεύμα κι αν επικαλεστεί κανείς, πάντα «πτωχοί» θα παραμένουν και
τόσο «μακάριοι» για τη φτώχεια τους αυτή...
Πολλές φορές διαμαρτυρόμαστε για τους
«ποιμένες», αλλά μάλλον, όπως και με τις εκλογές, αποδεικνύεται πως «ως
ποίμνιο, έχουμε τους ποιμένες που μας αξίζουνε».
Εκείνη με κοίταξε και μου είπε
συγκαταβατικά: «Τι λες εσύ, πως δεν τους ξέρω; Ξέρεις τι έχω ακούσει όλα αυτά
τα χρόνια που το κάνω; Αλλά, όσο ζω, αυτά τα λίγα που έχω, θα συνεχίζω να τα
μοιράζομαι, γιατί αυτό μόνο μπορώ να κάνω απ' την πλευρά μου: Να δείχνω το
δρόμο κι όποιος θέλει, ακολουθεί. Δεν ανοίγουμε τα κεφάλια για να βάλουμε τη
θεία φώτιση μέσα. Άντε στο καλό και στην ευχή μου».
Έφυγα με τη σιγουριά πως ποτέ δεν θα γίνω
μοναχή! Είμαι ατάλαντη εντελώς προς τούτο, άσε που θεωρώ ότι μερικά κεφάλια δεν
θα πείραζε καθόλου αν άνοιγαν!
Όσο κι αν πιστεύω στην προσφορά στο
συνάνθρωπό μου και στο κοινωνικό σύνολο, μου είναι πλέον σαφές πως δεν μπορώ να
προσφέρω αγόγγυστα και χωρίς παράπονο. Δεν είμαι καλή στο να «γυρίζω και το
άλλο μάγουλο»....
Διότι το μυαλό μου αντιδρά στην αχαριστία
και στην κακία και στην κουτοπονηριά του κόσμου και δεν μπορώ να είμαι το καλό
παράδειγμα για κανέναν παραστρατημένο.
Έφυγα, γνωρίζοντας πως, ακόμα κι αν
υποτεθεί πως εγώ ξέρω το δρόμο, δεν έχω την υπομονή να τον χαράξω για κανέναν
άλλον.
Έφυγα με την ευχή της. Πολύ μεγάλο κέρδος
απ' τη μέρα!
Έφυγα και με τη βεβαιότητα, αλλά και την
αποδοχή πως ποτέ δεν θα ξεμπερδευτώ στ' αλήθεια με τη θρησκεία.
Όσο κι αν υπάρχουν άνθρωποι σαν τη θεία
μου, με τις ευχές τους, θα είναι πάντα πολύ λιγότεροι απ' όλους τους άλλους που
δεν είναι σαν κι αυτήν...
Η δήθεν «τυφλή πίστη» δεν είναι τίποτα
άλλο, παρά ένα ειρωνικό δώρο που ανταποδίδουμε στο δημιουργό της ανθρώπινης
ευφυΐας.
Κι αν αυτός είναι ο Θεός και υπάρχει και
ήθελε τα πάντα εν σοφία καμωμένα, θα έπρεπε να είχε φροντίσει να τα έχει
τακτοποιημένα καλύτερα.
Edith
Piaf - Mon Dieu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου