Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Δεν
ξέρω για σένα, αλλά εγώ μεγάλωσα με τις περιπέτειες της Λώρα Ίνγκλς και των
αδελφάδων της στο «Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι». Θυμάμαι, περίμενα κάθε μέρα πώς και
πώς να μάθω τη συνέχεια. Ιδίως όταν, μεγαλώνοντας πια, ζούσε τον έρωτά της με
τον Αλμάντζο Γουάϊλντερ. Βλέπεις, μεγάλωνα κι εγώ μαζί της και η ταύτιση ήταν
απόλυτη…
Γέλασα
πολύ, όταν τώρα, πολλά χρόνια μετά, αντιλήφθηκα ότι ετούτη ήταν μια απ’ τις
μεγάλες πλάνες της ζωής μου. Φαντάσου, έβαζα στοίχημα ότι η σειρά ήταν
ασπρόμαυρη και θα το έχανα, μόνο και μόνο επειδή εγώ την έβλεπα σε ασπρόμαυρη
τηλεόραση!
Καλά
που έρχεται η ζωή και μας βγάζει απ’ τις μεγάλες μας πλάνες, με τον έναν ή τον
άλλον τρόπο…
Το
«Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι» μεταδίδεται λοιπόν και πάλι αυτή την περίοδο και απ’
την πρώτη κιόλας μέρα σάρωσε τις τηλεθεάσεις, πενταπλασιάζοντας τη δυναμική της
ζώνης μετάδοσής του, πολλαπλασιάζοντας γεωμετρικά το κέρδος απ’ τη μίσθωσή του
και χαρίζοντάς μας άπειρες στιγμές αγαπησιάρικων τηλεφωνημάτων από τηλεθεατές
που, ξαφνικά, αγάπησαν και πάλι τη δημόσια τηλεόραση κι έβαλαν στο τηλεκοντρόλ τους
το δεύτερο κανάλι της.
Η
σειρά «τρώγεται» σαν φρεσκοψημένο ψωμάκι κι αυτή είναι ίσως η καλύτερη απάντηση
προς όλους εκείνους, τους γνωστούς-άγνωστους, που αγαπούν να τα βάζουν με ό,τι
γίνεται στην ΕΡΤ, ανεξαρτήτως του πόσο αλήθεια είναι και χωρίς, φυσικά, να
μπαίνουν στον κόπο να γυρίσουν το κανάλι για να δουν τι πραγματικά συμβαίνει
εκεί...
Όσοι λοιπόν αγαπούν να σχολιάζουν μόνο τα
«πυροτεχνήματα» και τα χρώματα που αυτά αφήνουν στον, κατά τα άλλα, μαυρισμένο
τους ουρανό, μπορούν τώρα να μασήσουν με την ησυχία τους τις κοτσίδες της
Λώρας, που τους έχει αφήσει πίσω να τρώνε τη σκόνη της…
Καταπιέζοντας
τις ιαχές θριάμβου που μου έρχονται αυθόρμητα στο στόμα κάθε φορά που βλέπω τα
δελτία τηλεθέασης, προσπαθώ να πάρω την ανάσα μου, για να σκεφτώ γιατί αυτή η
«παλιακή» σειρά έχει τέτοια απήχηση σήμερα, το 2017, στο ελληνικό κοινό.
Μοιάζει
να είναι κοινωνιολογικό “case study”, του οποίου μια καλή εκδοχή θα μπορούσε να είναι
η νοσταλγία, αν κατάφερνε να απαντήσει πειστικά εξ ολοκλήρου στο φαινόμενο.
Ωστόσο, δεν το καταφέρνει κι αυτό διότι πολλοί από εμάς τους παλιούς τηλεθεατές
της σειράς, την ώρα μετάδοσής της εργαζόμαστε. Απόδειξη τούτου, τα εκατοντάδες
τηλέφωνα και γραπτά μηνύματα που ζητούν να τη βάλουμε σε επανάληψη τα
Σαββατοκύριακα, για να μπορούν οι εργαζόμενοι-νοσταλγοί της να την
παρακολουθήσουν.
Όπως
δείχνουν οι μετρήσεις και τα στατιστικά μέχρι στιγμής, η σειρά «χτίζει» ένα
καινούργιο κοινό, αποτελούμενο όχι μόνο από μικρά παιδιά ή νέους, που δεν
υπήρχαν καν τότε, αλλά κι από μεγάλους ανθρώπους που, εκείνη την εποχή, δεν
ήσαν παιδιά για να την δουν.
Προ οποιουδήποτε άλλου συμπεράσματος, αναγνωρίζω
πως αυτό είναι το σπουδαίο σε κάθε μορφή Τέχνης· αφήνει τα ίχνη της στο χρόνο
και είναι εκεί, πάντα διαθέσιμη να την απολαύσουν κι εκείνοι που δεν την
πρόλαβαν την εποχή που ήταν στα…ντουζένια της.
Είναι
πολύ σημαντικό να μπορείς να μετρήσεις κάθε φορά τους λόγους για τους οποίους
συμβαίνει κάτι. Είναι ακόμα πιο σημαντικό να μπορείς να τους κατανοήσεις
κιόλας…
Σε τούτο το μικρό, ξύλινο σπιτάκι στο λιβάδι, κάπου
εκεί, κρυμμένες πίσω απ’ τα ψηλά χορτάρια, βρίσκονται αξίες…
Αξίες που έχουμε χάσει και γι’ αυτό ξεχάσει…Ή πάλι,
αξίες που ζηλεύουμε σε άλλους, αλλά εμείς δεν τις είχαμε ποτέ...
Η
δεμένη οικογένεια, μια έννοια που έχει εκλείψει ή απλώς έχει συμβιβαστεί πολύ
στις μέρες μας. Ένας πατέρας και μία μητέρα που αγαπιούνται πραγματικά,
σέβονται ο ένας τον άλλον και συναποφασίζουν για ό,τι αφορά τη ζωή τους και το
μέλλον των παιδιών τους. Κοιτούν και οι δύο προς την ίδια κατεύθυνση και, παρά
τις δυσκολίες της ζωής τους, καταφέρνουν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους με
κανόνες, ηθικές αρχές, ηρεμία και σεβασμό στις επιλογές τους. Ένας άντρας και
μια γυναίκα που δεν φοβούνται να εκδηλώσουν
την αγάπη τους, να αγκαλιαστούν και να φιληθούν μπροστά στα παιδιά τους,
δηλώνοντας σαφώς ότι μόνο τα ανόητα, εποχιακά ταμπού μπορούν να «βρωμίσουν» την
καθαρότητα του έρωτα. Χωρίς περιττές αναζητήσεις, «εύκολες» σχέσεις κι ακόμα
ευκολότερα διαζύγια. Μια οικογένεια που χρησιμοποιεί το διάλογο ως διδακτικό
εργαλείο, όχι τη βία. Γιατί δεν νιώθει την ανάγκη
επιβεβαίωσης των μελών της μέσα από την αναπαραγωγή στερεοτύπων που μειώνουν τη
νοημοσύνη της κοινωνίας μας σήμερα...
Ένα
μικρό χωριό, ενωμένο στις δυσκολίες, όπου ο ένας συντρέχει στην ανάγκη του
διπλανού του, παρά τις όποιες διαφωνίες μπορεί να έχουν στην καθημερινότητά
τους. Όλοι μαζί μοιράζονται στιγμές, δημιουργούν σιμά, συμπράττουν από κοινού.
Σε οικονομικές συνθήκες δύσκολες, σε ένα μέρος όπου όλοι προσπαθούν κάτι να
δημιουργήσουν απ’ το μηδέν, πλέοντας σε αχαρτογράφητα νερά, με διαφορετική
προέλευση, καταγωγή και συνήθειες ο καθένας, έχουν
ωστόσο αντιληφθεί την αξία της συνέργειας, κάτι που προστάζει η κοινή λογική
και οι γενιές που ακολούθησαν απλώς αρνούνται να κατανοήσουν. Ένα σύνολο ανθρώπων που απορρίπτουν από μόνοι τους
το «κακό», προσπαθώντας να το νουθετήσουν, να το διορθώσουν, χωρίς ωστόσο να
παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, αφού υπάρχει πλαίσιο κι αυτό λειτουργεί. Χωρίς περιττή αστυνόμευση ή καθυστερήσεις στην
απονομή δικαιοσύνης.
Η
μεταφορά μιας ολόκληρης εποχής, με την παράδοση, τα διαφορετικά ήθη και τα έθιμα
να τηρούνται ευλαβικά απ’ αυτή τη μικρή κοινωνία και να μεταφέρονται απ’ τις
παλαιότερες στις νεότερες γενιές, όπως ακριβώς τους αξίζει· μικροί θησαυροί,
παρακαταθήκες για το μέλλον, χωρίς ωστόσο να απανθρακώνουν τα μυαλά των
ανθρώπων χρησιμοποιώντας τη φωτιά της προκατάληψης. Λίθοι για να χτίσεις στο αύριο, όχι αγκωνάρια για
να σε παρασύρουν από κάτω τους, σαν άλλη γυναίκα του πρωτομάστορα στο γεφύρι
της Άρτας…
Κοντά
στην παράδοση, απόλυτα συνυφασμένη με αυτήν και η σημαντικότητα της Πίστης. Όχι
αυτής της στείρας και αδιαμφισβήτητης πίστης, στην οποία μας έχει συνηθίσει η
Ορθοδοξία ή ο Καθολικισμός. Εκείνης της πίστης, που θέτει ερωτήματα και
αμφιβολίες σε κάθε τι με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη, που θέλει τους ανθρώπους
σκεπτόμενους και κριτικούς απέναντί της. Εκείνης
που σε αφήνει ελεύθερο να αποφασίσεις αν θα τη δεχτείς ή θα την απορρίψεις,
χωρίς να σε απειλεί με το φόβο της τιμωρίας στην αιώνια, ζεματιστή κόλαση.
Η
ανάγκη της Παιδείας, η διαρκής προσπάθεια για μόρφωση όλων των παιδιών,
αδιάκριτα αν ήταν αγόρια ή κορίτσια, σε μία εποχή που τα μέσα ήταν ελάχιστα,
αλλά η δίψα για Γνώση, εκείνη τη γνώση που βελτιώνεται, που αμφισβητείται και
που αυξάνεται συνεχώς, μεγάλη. Αναγνωρίζοντας πως κάθε προσθήκη στην ανθρώπινη
γνώση, είναι ταυτόχρονη προσθήκη στην ανθρώπινη δύναμη, άρα αμυντικό όπλο στον
καινούργιο κόσμο που καλούνταν να χτίσουν.
Οι
ιδέες της Ελευθερίας, της ισότητας των ανθρώπων, του σεβασμού των επιλογών,
είναι διάχυτες σε κάθε ένα απ’ τα τόσα επεισόδια της σειράς που, αν και
τοποθετημένη σε μία εποχή που όλα βρίσκονταν ακόμα στην αρχή τους, διατηρεί την
αγνότητα των προθέσεων και την ανάγκη για δημιουργικότητα μακριά απ’ τον όποιο
σκοταδισμό…
Τι
καταλαβαίνεις εσύ απ’ όλα αυτά; Αγαπάμε ξανά, σήμερα, μια σειρά που μιλάει για
όλα εκείνα τα παλιακά και ξεχασμένα που όμως φαίνεται ότι ακόμα, κάπου μέσα
μας, είναι πολύ σημαντικά...Κι ακόμα περισσότερο, μέσα στον παραλογισμό
του δήθεν μοντερνισμού που ζούμε, μας λείπουν… Κι είναι αυτή η απουσία που μας
πληγώνει τόσο πολύ…
Βλέπεις το ότι λείπουν δεν σημαίνει ότι δεν
υπάρχουν κιόλας κι αυτή ίσως είναι η κόλασή μας...
Λογικό
να έχει και τους «διώκτες» της η σειρά. Όχι μόνο γιατί, για τα δεδομένα της
εποχής της ήταν πολύ πιο καλογυρισμένη απ’ τις φτηνές παραγωγές που ακολούθησαν
και η διαφορά είναι εμφανής, επηρεάζοντας αυτό που σήμερα λέγεται «πωλήσεις»,
αλλά και γιατί ετούτη η ανάγκη του κόσμου να ξαναγυρίσει σε ιδέες που έχουν
τόσο αμφισβητηθεί και αλλοιωθεί στο πέρασμα του χρόνου, δεν μπορεί να γίνει
αποδεκτή.
Δεν
ξέρω αν αυτό μπορεί να εκληφθεί ως «θεωρία συνωμοσίας» εκ μέρους μου, θα ήθελα
να μείνω μακριά από τέτοιους «εγκεφαλικούς πειρασμούς».
Ωστόσο,
μου μοιάζει προφανές πως, όσο η ηθική μας παραμένει βαθιά κοιμισμένη, τόσο πιο
εύκολος στόχος είμαστε προς βρώση και κατάποση των πλέον πρόχειρων
κατασκευασμάτων, που ο καθένας βιάζεται να βαφτίσει «ιδεολογήματα».
Ένας άνθρωπος με χαλαρές ή –ακόμα καλύτερα- καθόλου
αρχές, είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει χαρακτήρα, άρα πολύ εύκολα άγεται και
φέρεται από οποιονδήποτε θέλει να τον χρησιμοποιήσει για τις δικές του ανάγκες.
Η
έλλειψη ισχυρού ηθικού νόμου μέσα μας είναι το καλύτερο δώρο για όσους θέλουν
να είμαστε ελαφριοί, προκειμένου να κουνιόμαστε ευέλικτα, κρεμάμενοι απ’ τις
κλωστές, στις οποίες μας έχουν χεροπόδαρα δεμένους.
Ο
ηθικός νόμος είναι εχθρός του «μαριονετισμού», το βάρος του κατακρημνίζει την
ευελιξία των κινήσεων, που οι άλλοι θέλουν να μας επιβάλουν.
Η μαύρη αλήθεια, γιατί να στο κρύψω όμως, είναι
άλλη: Μάθαμε να τρέχουμε γρήγορα στην εποχή μας και για να πετύχουμε
μεγαλύτερες ταχύτητες, αναγκαστήκαμε να ελαφρύνουμε το «όχημά» μας απ’
οτιδήποτε μπορεί να το βάραινε.
Έτσι,
λέμε «ναι» στους γρήγορους και ασήμαντους έρωτες, στην ευκολία της στιγμής, στη
μοναξιά της προσπάθειας, στο κόψιμο κάθε δεσμού με το παρελθόν, την οικογένεια,
την παράδοση, στην άρνηση οποιασδήποτε πίστης, στη χωρίς κόπο γνώση. Γιατί όλα
αυτά έχουν «μπαγκάζια», δημιουργούν ευθύνες, που θα μας έκαναν πιο δυσκίνητους,
φέρνοντάς μας σε δυσχερέστερη θέση απ’ τους άλλους, με τους οποίους κάνουμε το
ίδιο αγχωτικό δρομολόγιο. Και ποιο είναι το κέρδος; Ποιανού είναι; Αφού καταλήγουμε να μένουμε μόνοι, κυνηγώντας την
ουρά μας σε ένα άδειο γήπεδο, όπου και πρώτοι να φτάσουμε, τι σημασία θα έχει,
αφού δεν θα υπάρχει κανείς να μας χειροκροτήσει;
Μοιάζει
λοιπόν παρήγορο για μένα που ετούτο το μικρό σπίτι, με τα τρία μικρά κορίτσια
να τρέχουν ανέμελα στο λειβάδι, να πέφτουν και να ξανασηκώνονται, τόσο
πεισματικά αγαπιέται ξανά και ζητιέται τόσο πολύ απ’ τον κόσμο σήμερα.
Γιατί αυτό σημαίνει πως τελικώς, κάτι μέσα μας
ακόμα αντιδρά.
Δεν έχουν πεθάνει όλα. Όχι τελείως.
Κι όσο ακόμα κάτι υπάρχει που ζει, αναπνέει και
αντιδρά, σίγουρα κάπου, διατηρείται αναμμένη και μια σπίθα ελπίδας για το
μέλλον…
ΜΑΧΑΙΡΙΤΣΑΣ-ΑΠΟΥΣΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου