Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Την
προηγούμενη Κυριακή, έπειτα από ένα δύσκολο εκπαιδευτικό πρωινό, είπα να
φωτοσυνθέσω λιγάκι στην περιοχή του Μοναστηρακίου. Ωραία ζεστούλα, ωραίο
φαγητό, ωραία παρέα, όλα καλά ήταν και μια χαρά περάσαμε.
Πού
να φανταστώ ότι κάπου παραδίπλα μου, την ίδια μέρα και πιθανόν την ίδια ώρα που
εγώ έτρωγα την ποικιλία μου, τρεις νέοι άνθρωποι έτρωγαν το ξύλο της χρονιάς
τους, μόνο και μόνο επειδή
διέπραξαν το μέγιστο «αμάρτημα» να φοράνε τη στολή
της σχολής τους…Μαθαίνω την επομένη, από το αστυνομικό δελτίο πια, ότι μια ομάδα «αγνώστων νεαρών αναρχικών» εντόπισε τρεις πρωτοετείς δόκιμους αξιωματικούς της σχολής Ευελπίδων, οι οποίοι επέστρεφαν από άδεια, φορώντας τη στολή τους, όπως επιβάλλεται από τον κανονισμό της σχολής τους.
Τους επιτέθηκαν φωνάζοντάς τους ότι είναι
ακροδεξιοί φασίστες και τους ξυλοκόπησαν.
Στη συνέχεια, οι Ευέλπιδες διακομίστηκαν στο 401
Στρατιωτικό Νοσοκομείο, με εκδορές και θλαστικά τραύματα.
Όπως ανέφερε
το αστυνομικό δελτίο, την ίδια μέρα είχε προηγηθεί συγκέντρωση ακροδεξιών στην
πλατεία Συντάγματος κατά του νομοσχεδίου για τη νομική αναγνώριση της αλλαγής
φύλου, αλλά και αντι-συγκέντρωση «αντι-εξουσιαστών», όπου σημειώθηκε
τραυματισμός διαδηλωτή.
Η
χαρά του αστυνομικού συντάκτη και τις επόμενες ημέρες της εβδομάδας, αφού η,
όπως αυτοχαρακτηρίζεται, «αναρχική συλλογικότητα ‘Ρουβίκωνας’» εισήλθε σε
γραφείο γιατρού στον Ευαγγελισμό και απείλησε να του σπάσει το κεφάλι και να
του κόψει το χέρι, κατηγορώντας τον ότι παίρνει φακελάκια από το φτωχό κοσμάκη.
Αλλά τον άφησαν να τη γλιτώσει αυτή τη φορά, γιατί, λέει, «σεβάστηκαν το χώρο
του νοσοκομείου».
Περίεργος
λόγος αποτροπής δολοφονίας ο σεβασμός...
Και
μόλις προχθές το βράδυ, «άγνωστοι», με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου
τους, έκαναν μία «καταδρομική», όπως χαρακτηρίστηκε, επίθεση στο Αστυνομικό
Τμήμα της Πεύκης, με βόμβες μολότοφ, τις οποίες είχαν ενισχύσει με λάδι
μηχανής, για να κρατήσει περισσότερη ώρα η φωτιά! Την ώρα της επίθεσης, μέσα
στο τμήμα, εκτός από τους αστυνομικούς υπηρεσίας, βρίσκονταν και επτά
κρατούμενοι στα κρατητήρια. Έτσι, χτυπάμε και μάλιστα αδιακρίτως, αν υποτεθεί
ότι ο στόχος ήταν η «εξουσία».
Οι
άλλοι; Αναγκαίες παράπλευρες απώλειες...
Αυτές
οι ειδήσεις «παίχτηκαν» πολύ στα Μέσα όλη την εβδομάδα κι ο καθένας έχει
προλάβει να πει την παρόλα του, με τη βία –φυσικά- να καταδικάζεται από παντού
και θα μπορούσαμε ίσως να το κλείσουμε εδώ.
Αλλά
είναι που όλα μπερδεύονται γλυκά στο μυαλό μου, όπως συνήθως μου συμβαίνει,
δημιουργώντας μου τις λεγόμενες «απορίες ταυτότητας».
Δεν
ξέρω ποιος είναι ποιος, με τόσους όρους να αιωρούνται πάνω απ’ το κεφάλι μου. Λογικό·
είναι γεγονός πως η βία από μόνη της είναι μια αναζήτηση ταυτότητας, αφού όσο
λιγότερη ταυτότητα, τόσο περισσότερη βία. Αλλά πάλι, πολύ ανακατωμένα μου
φαίνονται όλα...
Αναρχική
δεν υπήρξα ποτέ μου, όχι συνειδητά τουλάχιστον ωστόσο, απ’ όσο θυμάμαι, τον
παλιό εκείνο τον καιρό, οι αναρχικοί ήταν κατά της βίας. Κι αυτό διότι
ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με την εξουσία κι ως τέτοια, ήταν μισητή από τους
«αντικαθεστωτικούς».
Γι'
αυτό έκαναν πορείες, καθιστικές διαμαρτυρίες, απεργίες πείνας, αλλά μέχρι εκεί.
Δεν
έβγαιναν να σαβουριάζουνε τα ξένα μαγαζιά, ούτε να δέρνουν τον κόσμο!
Επίσης,
αλλιώς τις ξέρω εγώ τις «συλλογικότητες», μωρέ… Αν αυτό που είναι σήμερα ο
«Ρουβίκωνας» χαρακτηρίζεται συλλογικότητα, είναι προφανές το μην μπορούμε να
βρούμε άνθρωπο να συνεργαστεί με άλλον άνθρωπο, προκειμένου να βγει ένα καλό
αποτέλεσμα…
Δεν
μπορεί η συλλογικότητα, μια έννοια τόσο θετική στη βάση της, που προϋποθέτει
ιδεολογία, συνεργασία, διάλογο, μοιρασιά, να είναι συνυφασμένη με κάποιους που
απειλούν να κόψουν χέρια και να σπάσουν κεφάλια ή μπαίνουν αδιακρίτως και
πραξικοπηματικά όπου θελήσουν.
Σε
κάθε περίπτωση, αν υποτεθεί ότι υπάρχει κάποια αίσθηση υπευθυνότητας ή κάποια
λανθάνουσα ιδεολογία έστω, σε ένα ένα τα άτομα ξεχωριστά, αυτή χάνεται όταν
αυτά λειτουργούν σαν όχλος…
Και πόσο «άγνωστοι» τελικώς είναι αυτοί οι πολύ συγκεκριμένοι κάθε φορά;
Γιατί, αφού στην πραγματικότητα δεν θέλουν παρά να
σώσουν τον κόσμο, κρατάνε κρυμμένα τα πρόσωπά τους πίσω από σκοτεινές κουκούλες
και δεν εμφανίζονται για να τους σφίξουμε το χέρι και να τους πούμε «μπράβο»
για την καλή τους πρόθεση;
Εγώ
ξέρω ότι δικαιούσαι να κάνεις τα πάντα σε τούτο τον κόσμο, αρκεί να είσαι
έτοιμος να αντιμετωπίσεις και τις συνέπειες.
Ετούτοι
φαίνεται πως δεν είναι, άρα γιατί πιστεύουν ότι δικαιούνται να κάνουν τα πάντα;
Αλλά
βλέπεις, το είχε πει πολύ καλά ο Βοναπάρτης: Τα συλλογικά εγκλήματα δεν
ενοχοποιούν κανέναν. Γι’ αυτό τα πρόσωπά τους θα μένουν πάντα πολύ καλά κρυμμένα...
Κάτι
πάει λάθος στο βασίλειο της Δανιμαρκίας…
Με
αριστερή κυβέρνηση, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, ποιος μπορεί να
χαρακτηριστεί «αντικαθεστωτικός» και εναντίον ποιας εξουσίας στρέφεται;
Οι αντιεξουσιαστές έχουν αλλάξει μορφή και υπόσταση, είναι και τούτοι μπερδεμένοι. Είναι αυτοί τώρα η εξουσία! Δύσκολο να στρέφεται κανείς κατά του εαυτού του, ιδίως όταν η σχέση μεταξύ αιτίου και αιτιατού δεν υφίσταται πια.
Δεν μου είναι καθόλου σαφές πώς η καταστροφή της ξένης περιουσίας μπορεί να σχετίζεται με την αγανάκτηση για τη φτώχεια και τα παιδάκια που πεινάνε στο δρόμο, αφού όταν αναγκάζεται να κλείσει μία επιχείρηση, επειδή την έχουν κάψει ή λεηλατήσει, απολύονται κάποιοι άνθρωποι και έτσι όλο και περισσότερα παιδάκια θα βρεθούν να πεινάνε στο δρόμο και τέλος πάντων, ποιο ακριβώς πρόβλημα λύνεται με τον τρόπο αυτό, ακόμα δεν το έχω καταλάβει.
Η χρήση βίας είναι μια πολύ κακή λύση σε οποιοδήποτε πρόβλημα, ωστόσο δεν παύει να είναι το όπλο των αδυνάμων, γι’ αυτό και γενικώς παρατηρείται τόσο συχνά στα μικρά παιδιά και στα μεγάλα έθνη…
Ετούτοι εδώ, οι «νεοαναρχικοί μπαχαλάκηδες» (δικός μου όρος, μόλις τον κατασκεύασα, αφού υπάρχει η σχετική ευκολία στο να πετάει ο καθένας μας ό,τι θέλει), δεν φαίνεται να αρκούνται στις απλές καταστροφές· αν κρίνω από τούτα τα τελευταία «κατορθώματα», μοιάζει να νιώθουν την ανάγκη να δούνε και να μυρίσουν αίμα…
Δεν ξέρω πόσο μπερδεμένοι μπορεί να είμαστε ως έθνος, όταν παραπαίουμε από την ιδεολογία στη ζημιά, πολύ δε περισσότερο, όταν αυτή η «ζημιά» έχει και χαρακτηριστικά κτηνωδίας -και δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι είναι σωστό να αποδίδουμε στα «κτήνη» τέτοιες συμπεριφορές…
Το να διακατέχεσαι από την επιθυμία να είσαι μέλος μιας στενά ενωμένης ομάδας, που παλεύει για κάποια «ιδανικά», μπορεί να είναι τόσο δυνατό, ώστε μετά από λίγο να μην έχει πια καμία σημασία ποια ακριβώς είναι αυτά τα ιδανικά, ούτε το πόσο ιδανικά είναι!
Καμιά φορά μάλιστα, το κλίμα αυτής της εύθυμης
συντροφικότητας οδηγεί σε παρανόηση κάποιων πολύ σοβαρών θεμάτων, με απολύτως
συλλογικό τρόπο! Κι ίσως, ακόμα ακόμα, μέσα σε αυτό το εύθυμο κλίμα συναίνεσης
να συμφωνήσουν όλοι μαζί να δηλώσουν ομαδικά κάτι που, κάποιος απ’ αυτούς, αν
όχι και όλοι, δεν πιστεύει στ’ αλήθεια, σε ατομικό επίπεδο.
Ίσως να έχει συμβεί κάτι κοσμοϊστορικό και να μην το έχουμε πάρει χαμπάρι.
Ίσως να συνέβη αυτό εκείνη ακριβώς τη νεκρή στιγμή
που η κωλοτούμπα δημιούργησε κενό αέρος μεταξύ του κορμιού μας και του κεφαλιού
μας κι από το στροβίλισμα κουνήθηκε το μυαλό μας. Δεν ξέρω να πω πώς λέγεται
αυτή η νεκρή στιγμή, αλλά και κανένας επιστήμονας που ξέρω δεν το έχει ορίσει
συγκεκριμένα, ίσως γιατί περιμένει να δει πού ακριβώς θα τελειώσει αυτή η
διαρκής κωλοτούμπα!
Μπορεί, πάλι, να φταίει η ρομαντική ανάμνηση του αντιεξουσιαστή, που καθόταν κάτω στις πλατείες με σκισμένα τζιν, χέρι χέρι με τον άλλο δίπλα, να μοιράζονται τη μπύρα απ’ το ίδιο μπουκάλι κι ένα σάντουϊτς στη μέση και να τραγουδάνε της λευτεριάς τραγούδια, που ώθησε τόσο κόσμο να ψηφίζει τόσο αλλοπρόσαλλα εδώ και τρία χρόνια και να κλαίει μετά απογοητευμένος για το ένα μετά το άλλο τα δεινά που τον βρήκαν, αλλά να συνεχίζει να στέκει αμετανόητος στην ψήφο του αυτή.
Δεν ξέρω αν αυτή η ανάμνηση «αντίστασης» είναι αρκετή εξήγηση και σίγουρα για την απάντηση χρειάζεται μία δυνατή σύμπραξη κοινωνιολόγων και ψυχιάτρων, το σίγουρο είναι πάντως πως από εκείνη την αντίσταση μέχρι ετούτη, έχει μεσολαβήσει ένα Τσέρνομπιλ μετάλλαξης…
Βλέπεις, κανείς δεν έλαβε υπόψη, όταν ψήφιζε, ότι εκείνος ο αντιεξουσιαστής ήταν καθισμένος στην πλατεία σε μία εντελώς διαφορετική εποχή· τον πέρασε απλώς για έναν αντιεξουσιαστή που επιτέλους τώρα βλέπει τον αγώνα του να δικαιώνεται...
Πάντως, δεν γίνεται, βρε παιδί μου, σε μία ευνομούμενη πολιτεία, να μην μου αρέσει ο τάδε δικηγόρος, ο δείνα επιχειρηματίας, ο αστυνομικός, ο στρατιωτικός και να βγαίνω με τις χατζάρες μου να τόνε κάνω μαύρο, πώς να το κάνουμε;
Δεν είναι ο νόμος νεροπίστολο στα χέρια
πεντάχρονων, να βαράνε κατά το δοκούν κι όποιον πάρει ο χάρος! Πρέπει να
υπάρχει ένα minimum ασφάλειας και σταθερότητας και για μας τους
υπόλοιπους!
Κάποιοι προσπαθούν να δώσουν μία καλή δικαιολογία σε όλη τούτη την «αρματοσύνη» και χρησιμοποιούν προς τούτο την οικονομική κρίση, που είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη φτωχοποίηση συγκεκριμένων τάξεων. Δεν μου μοιάζει αρκετά καλό «πρόσχημα» όταν, απ’ την άλλη, ταυτόχρονα αφήνονται ελεύθερα κακοποιά στοιχεία του κοινού ποινικού εγκλήματος και οι πράξεις τους αντιμετωπίζονται με επιείκεια ή και συγχωρούνται εντελώς, για να μην πω ότι πριμοδοτούνται και με θεσούλες στο δημόσιο!
Δεν
ξέρω τι μόδα είναι αυτή με τις απονομές χάρητος τώρα τελευταία, ομολογώ δεν
θυμάμαι ξανά να γίνονται τόσες.
Ωστόσο,
να τα λέμε αυτά: Ετούτη η κυβέρνηση έχει ανάγει την εξυπηρέτηση πελατακίων σε
Τέχνη, οπότε τίποτα πια δεν με εκπλήσσει...
Όταν ένας έμπορος ναρκωτικών, δηλαδή κάποιος που πλουτίζει μέσω του θανάτου νέων ανθρώπων, όχι μόνο παίρνει χάρη, αλλά διορίζεται κιόλας σε καλή δουλίτσα σε ΔΕΚΟ της περιοχής του, μοιάζει να μην ευθύνεται και τόσο η φτωχοποίηση των τάξεων για το χάσιμο της μπάλας…
Και δεν με νοιάζει τι ευθύνεται, όταν η μπάλα έχει πια χαθεί…
Δεν μου είναι καθόλου προφανές γιατί πρέπει να θυμάμαι να καυγαδίζω μόνο κάθε χρόνο τέτοιες μέρες για το ποιος δικαιούται να κρατάει τη σημαία μου στην παρέλαση, αντί να βγαίνω και να καυγαδίζω κάθε μέρα για το ότι αθώος κοσμάκης γίνεται παράπλευρη απώλεια στο γούστο του καθενός.
Αν θέλουμε να κυκλοφορούμε στις γειτονιές της πόλης μας, αμέριμνοι, φωτοσυνθέτοντας, μαζί με τα παιδιά μας και να μην φοβόμαστε σε ποιου το μάτι μπήκαμε σήμερα και ποιος μπορεί να μας περιμένει στη γωνία, γιατί του θίξαμε από τη μάνα μέχρι την αισθητική του, μία είναι η λύση, αδέλφια:
«Πυξ, Λαξ, Δαξ» και γρήγορα γρήγορα, μπας και τελειώνουμε με δαύτους...
IL SILENZIO - N. ROSSO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου