Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Άκουσα κι
εγώ η τρελή ότι εκεί, σε μας, στην Αγία Παρασκευή, βοήθειά μας, την προστάτιδα
των ματιών και των τυφλών –κι από τέτοιους ων ουκ έστιν αριθμός- γίνεται
διπλογιόρτι.
Ε, κι επειδή είμαι του Μαρτίου γέννημα, μη σου πω και θρέμμα και
προσβληθούν οι άλλοι έντεκα μήνες, λέω δεν πάω κι εγώ, να μην λείπει ο Μάρτης;
Και πάω. Κι
είναι μαζεμένοι πολλοί, σε μια τεράστια αίθουσα, που ευτυχώς, την είχανε
μονωμένη, μάλλον για να μην ακουγόμαστε παραέξω…
Και ποιοι
δεν ήντουσαν εκεί:
Κάτι
φαντάσματα από
το κακό μας παρελθόν και κάτι ζόμπι από το σήμερα. Αν ζούσε ο
Γκοσινί, εκείνος ντε, που έγραψε τον Λούκυ, τον Λουκ, θα έσκαγε απ’ τη ζήλεια
του, γιατί όταν έψαχνε να φτιάξει τους Ντάλτον, όσο να πεις ένα πρόβλημα θα το
είχε, ενώ εδώ ήταν τίγκα στην έμπνευση!
Τι όμορφοι
και τι καλοβαλμένοι που ήταν όλοι! Με τις επισημότητές τους, με τα ωραία γκραν
κοστούμια τους, με τα ακριβά τους συνολάκια, της Τσιμισκή αναγνώρισα κάποια·
απ’ την αριστερή της όμως τη μεριά…
Είχανε βάλει
και τρεις καθισμένους στη μέση, που όλοι μαζί βγάζανε μέσο όρο το «ίσαμε 150,
μέσα είμαι» του Κωνσταντάρα στο «Κάτι κουρασμένα παλικάρια». Περιμένανε, λέει,
και κάτι άλλους, να συμπληρώσουν πεντάδα, αλλά αυτοί δεν φάνηκαν ποτέ. Μάλλον
χάθηκαν, δεν είμαι σίγουρη αν ήταν στον Α’ ή στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο, όταν
τους είδαν, λέει, για τελευταία φορά…
Πάντως, όσο
και να περιμέναμε, δεν εφανήκαν…
Ήρθαν όμως
κάποιοι ξένοι, απέξω, να «καλύψουν» τη γιορτή, να μάθει ο έξω κόσμος τα νέα
μας, που τώρα -μεταξύ μας- και «νέα» δεν τα λες.
Ήταν κι
άλλοι, ντουνιάς πολύς. Αγαπημένοι, που προτίμησαν να μην ξαναγυρίσουν όταν
άνοιξε ξανά ο δρόμος που οδηγούσε σε αυτό που κάποτε ήταν και δικό τους. Κι
άλλοι, ακόμα παλιότεροι, νοσταλγοί μιας εποχής που δεν πρόφτασαν, ευτυχώς, να
τη δούνε να χάνεται. Ετούτοι οι τελευταίοι, ίσως να χρειάζονταν να
ξανασυστηθούν με αυτό που αντίκρυσαν.
Δεν έλειψαν
και τα γελαστικά, στοιχείο απαραίτητο κάθε γιορτής. Αίφνης, κάποιοι διέκοψαν
μέχρι και την άδειά τους για να έρθουν ειδικώς για την ημέρα κι άλλοι, που
απλώς δεν εμφανίζονται ποτέ, εν αγαστή συμπνοία με όσους τους το επιτρέπουν,
τίμησαν τη φιέστα με την παρουσία τους. Βρε, θες, αναρωτήθηκα, να έφτασεν
επιτέλους η ώραν τους;
Ήταν βέβαια
κι εκείνοι οι άλλοι, αυτοί με τα κομμένα όνειρα και τα καψαλισμένα φτερά που,
αν και στήριξαν με τις δυνάμεις τους και τις προσπάθειές τους, όλα αυτά που
σήμερα κάποιος άλλος τα καμάρωνε υπερηφάνως για επιτεύγματά του, δεν γλίτωσαν·
πετάχτηκαν σαν στημένες λεμονόκουπες, σαν αχρείαστες σύζυγοι, όταν εμφανίζεται
μια πιο νέα και πιο κουνίστρω ερωμένη…
Κι ήταν κι
αυτοί που, σαν κι εμένα, βρέθηκαν εκεί για να μετρήσουνε πόσος ουρανός ακόμα
μένει να πέσει πάνω στο κεφάλι τους, σε τούτο το γαλατικό χωριό που ζούμε όλοι
αντάμα.
Τόσες
διαφορετικές «ταχύτητες» ανθρώπων μέσα στο ίδιο εκείνο κλειστό δωμάτιο, που
ακόμα κι αυτή η FORMULA 1 κιτρίνισε απ’ τη ζήλια της. Κι ο καθένας
βρισκόταν εκεί για το δικό του λόγο: Χαρά, περιέργεια, κακεντρέχεια, απορία,
λύπη, αναμονή, φόβος ή, το χειρότερο: Άγνοια…
Κι αν τούτες
οι παρουσίες είχαν τόσα διαφορετικά χρώματα, άλλο τόσο «πολύχρωμες» ήσαν οι
απουσίες:
Όσοι ήξεραν
πως δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν πια και γιατί να χάνουνε χρόνο σε περιττές
φιέστες.
Όσοι
σκόπευαν την επόμενη μέρα να κάνουν πρωτοσέλιδη την απουσία τους, θεωρώντας πως
αυτό θα τους απάλλασσε απ' τις ιστορικές τους ευθύνες.
Όσοι δεν
ήθελαν να δώσουν αξία σε πρόσωπα και καταστάσεις που δεν άντεχαν.
Και βέβαια…
όλοι όσοι έπρεπε να βρίσκονται στη θέση τους, πατώντας τα κουμπιά, για να
δουλεύει ετούτο το κάτι, που –εκτός από φιέστες- έχει κι ένα στόχο να
επιτελέσει, όταν το θυμόμαστε, στο πού και πού…
Τι ωραία που
τα είπαμε!
Λόγια
«μεστά», ώριμα, ίσως και παραγινωμένα, σε μια κάπως δυσκολονόητη γλώσσα, μα
ποιος μπορεί να είχε απαίτηση για κάτι παραπάνω…
Άσε που
χαθήκαμε και στη μετάφραση, όταν αυτή χρειάστηκε, αφού άλλα έλεγε η θειά μας κι
άλλα άκουγαν τα’ αυτιά μας, αλλά ποιος τα προσέχει τώρα αυτά;
Δεν
βαριέσαι…
Όλα, λοιπόν,
καλά τα κάναμε κι, αν δεν ήμασταν «εμείς», τίποτα δεν θα γινόταν.
Οι δικοί
μας, οι προερχόμενοι μέσα απ’ τα ίδια με μας σπλάχνα, μέσα απ’ την ίδια με μας
μήτρα, θα είναι σίγουρα αλλιώς…
Είμαστε
εμείς κι όχι ο τσοκολάτα Καρνέισον, που βγάλαμε τη Λόλα από την αποθήκη του
Σαμ, που καιγόταν…
Είμαστε
εμείς, που δεν θα επιτρέψουμε να ξανάρθουν οι κακοί κι είμαστε εμείς, που δεν
θα φύγουμε ποτέ ξανά…
Και τα λόγια
πνίγονταν μέσα σε κόμπους από λυγμούς συγκίνησης, χάνονταν μέσα στα «κλαπ κλαπ»
από τα δυνατά χειροκροτήματα.
Μετά, τι
ωραία που τα ήπιαμε! Σε μια στενή και παράλληλα, συσφικτική των σχέσεων,
διαδρομιστική ατμόσφαιρα, οι μισοί να δίνουν συγχαρητήρια κι άλλοι μισοί
συλλυπητήρια. Κι όλοι μαζί να πνίγουν τον πόνο ή και τον πόθο του μεσημεριού σε
ροζέ κρασί. Ροζέ, σαν τη φούσκα, μέσα στην οποία ζούμε…
Δεν λέω, οι
γιορτές είναι ωραίο πράμα: Έχουν φασαρία, έχουν φαγητό, έχουν ποτό, έχουν
όμορφους, καλοντυμένους ανθρώπους…
Ωστόσο, εγώ,
μοναχική τρελή, βλέπω σε τούτη εδώ πράγματα που κλωτσάνε αναμετάξυ τους...
Από τη μια,
οι εκλεκτοί καλεσμένοι του οικοδεσπότη μας, φτάνουν να αλληλοκατηγορηθούν
μεταξύ τους κι εκείνος, κρατώντας μία συζητήσιμη «ουδετερότητα», εξακολουθεί να
στηρίζει και τους δύο, μπερδεύοντας περισσότερο, παρά διευκολύνοντας την
κατάσταση. Το λες και ζαβολιά, τώρα αυτό, μην μου πεις... Στην τελική,
πόσο καλή μπορεί να είναι μια γιορτή, όταν οι καλεσμένοι δεν χάνουν ευκαιρία να
πετάξουν κρυφά φαγητό ο ένας στον άλλον;
Από την
άλλη, ένας εκ των καλεσμένων θεωρεί ότι είναι σωστό να υπάρχει στο τραπέζι μόνο
μία μεγάλη πιατέλα με μεζέδες, αντί για δύο μικρότερες, που ήδη βρίσκονταν
τοποθετημένες έτσι, ώστε να είναι εύκολα προσβάσιμες από περισσότερους. Αλλά
σηκώνεται και φεύγει απ’ το τραπέζι, αφού του γίνεται το χατίρι, μόνο και μόνο
διότι η μία και μόνη μεγάλη πιατέλα, είναι τοποθετημένη τώρα πιο κοντά σε
κάποιον άλλον, αντί για εκείνον που, στην ουσία, διεκδικούσε –εκτός απ’ τη μία
και μόνη πιατέλα- και το πιο κοντινό της κάθισμα, απλώς δεν το έλεγε ανοικτά!
Κάποτε, τα
φώτα της γιορτής έσβησαν, όλοι γυρίσαμε στη φτωχή και πολύ λιγότερο λαμπερή
καθημερινότητά μας. Τότε, ήρθε η χειρότερη απ’ τις αντιφάσεις:
Εκείνοι οι
«δικοί μας» άνθρωποι, που βγήκαν μέσα απ’ τα ίδια σπλάχνα που βγήκαμε κι εμείς,
μοιάζει να μας εμπιστεύονται λιγότερο απ’ όλους τους άλλους, τους ξένους που
πέρασαν ως τώρα απ’ τη ζωή μας. Πες μου τώρα εσύ, πώς το εξηγείς αυτό; Πώς
γίνεται να σε απαξιώνει ο δικός σου άνθρωπος, όταν φέρνει κάποιον τρίτο να
κάνει, αντί για σένα, τη δική σου τη δουλειά; Είναι που δεν θέλει να σε
κουράσει ή είναι που ξέρει πως δεν μπορεί να σε εμπιστεύεται ότι θα την κάνεις;
Ή είναι, ακόμα χειρότερο, που ξέρει ότι μπορεί να εμπιστεύεται το γεγονός ότι
στα σίγουρα δεν μπορείς να την κάνεις;
Ίσως η μόνη
λογική απάντηση να δίδεται απ’ την Ιατρική· Κάπως έτσι δουλεύουνε «τα σπλάχνα»:
Η κοιλιά δεν χωνεύεται, στ' αλήθεια, με τα άντερά της….
Δυστυχώς, η
ζωή δεν έχει πολλές φιέστες. Στις μέρες μας αποτελούν μοναχά φωτεινές
εξαιρέσεις στην, κατά τα άλλα, απλή ζωή μας.
Όλοι όσοι
ζούμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, δουλεύοντας με τα χέρια μας και το μυαλό
μας, αφού δεν διαθέτουμε μπεζαχτά να αρμέγουμε, όταν έρχεται η εποχή των ισχνών
αγελάδων, πρέπει να μην επιτρέπουμε σε κάτι τέτοιες «αντιφάσεις» να μας χαλάνε
τις λιγοστές μας τις γιορτές…
Ακόμα
καλύτερα, πρέπει να μην κάνουμε καθόλου γιορτές, όταν υπάρχουν αντιφάσεις που
τις καθιστούν απαγορευτικές!
Διότι δεν
γίνεται, απ’ τη μία μεριά, για να κάνεις μία συγκεκριμένη δουλειά, να
χρειάζεσαι ανθρώπινους πόρους, που δεν τους έχεις και τους ζητάς επιπρόσθετα κι
από την άλλη, να έχεις εκατοντάδες άλλους, τους οποίους χρυσοπληρώνεις με τα
κόπια κάποιων άλλων, όχι μόνο τα δικά σου, για να κάθονται σπίτι τους, χωρίς να
κάνουν τίποτα ή -στην καλύτερη περίπτωση-να παράγουν, με τρόπο ελιτίστικο κάτι,
που δεν απευθύνεται σχεδόν σε κανέναν. Αυτό το λες και βλασφημία, εκτός από
βλακεία…
Ούτε
γίνεται, φυσικά, να γεμίζεις ψυγεία με κάποιους, μόνο και μόνο διότι δεν σου
είναι αρκετά αρεστοί, ενώ τους χρειάζεσαι πραγματικά, προτιμώντας να
ταλαιπωρείς αυτούς που σου είναι, επιβαρύνοντάς τους με έξτρα δουλειά και
κούραση, διότι κάποιος πρέπει να σέρνει και το κάρο!
Δεν μπορεί
να προσπαθείς να αποτάξεις τις «δουλείες» από πάνω σου, αλλά ταυτόχρονα να
επιτρέπεις στο δουλέμπορο να σου επιβάλει το πού, το πότε και το πόσο!
Δεν γίνεται,
από τη μια να μην διαθέτεις χρήματα για να αγοράσεις κάτι καινούργιο και
ταυτόχρονα να πετάς στα σκουπίδια αυτό που ήδη σου ανήκει, αυτό που αγόρασες
όταν μπορούσες, από ένα καπρίτσιο, που δεν είναι καν δικό σου!
Δεν μπορείς
να πηγαίνεις πέρα δώθε, χωρίς κανένα σεβασμό στον τρίτο, που παρακολουθεί
ευλαβικά την κίνησή σου κι έχει πάθει ίλιγγο απ’ τις κωλοτούμπες σου!
Δεν μπορείς
να χωρίζεις τα «παιδιά» σου σε «καλό» & «κακό», γιατί αυτό σε διευκολύνει
μία δεδομένη στιγμή, θεωρώντας το ένα πολύτιμο και το άλλο τον κουβά με τα
σκουπίδια σου...
Δεν μπορεί
να σέρνεις καθημερινά μοναχός ένα κάρο και την ίδια στιγμή, στο ίδιο κάρο,
κάποιοι απλώς να κοιμούνται μακαρίως, μόνο και μόνο βαραίνοντάς σε.
Όλες ετούτες
οι «αντιφάσεις» κάνουν τα σχήματα μη λειτουργικά και τις γιορτές
«απαγορευτικές», αν με ρωτάς.
Ίσως να
είναι στο χέρι σου να τα αλλάξεις όλα αυτά.
Ποιος ξέρει,
ίσως ανοίγοντας τα ρημάδια τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας!
Ίσως
ξεχορταριάζοντας τα ζιζάνια, επιτρέποντας στο χώμα να καρποφορήσει, απαλλαγμένο
από σκουλίκους.
Το ένα
σίγουρο είναι πως ο χρόνος, δεν περνάει προς όφελός μας μόνο και μόνο επειδή
εμείς τον σπρώχνουμε.
Το άλλο
σίγουρο είναι πως δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα μοναχοί μας.
Χρειαζόμαστε
και όλους τους διαθέσιμους άλλους. Μαζί! Όλους εκείνους, που, όπως κι εμείς,
αντιλαμβάνονται την ανάγκη κάτι να αλλάξει, αν θέλουμε κάτι να δουλέψει, αν
θέλουμε κάπου να το πάμε όλο αυτό…
Διαφορετικά, αν είμαστε καλοί μόνο για γιορτές, τότε θα είμαστε ικανοί
μόνο για λίγο…
Και τότε, πολύ φοβάμαι, θα ψάχνουμε άλλο T-shirt να ντύσουμε τη φτώχεια του κεφαλιού μας...
«Εγώ δεν πιστεύω και δεν ελπίζω
αλλάζω χρώμα δέρμα και Θεό.
Άλλη πόλη μ’ άλλο φως και αέρα θα φτιάξω
μήπως και σωθώ.
Και κάπου πιο πέρα θα περιμένω
να ‘ρθει ο καιρός να γίνουμε πολλοί
Έτσι ελεύθερα να ζούμε
κι όσοι μας διώξαν να ‘χουν ξεχαστεί»
"Εγώ δεν πιστεύω" - Μαρίνα Ρίζου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου