Γράφει
ο Πάσχος Μανδραβέλης
ο Πάσχος Μανδραβέλης
Από την εποχή που ο ιδρυτής της χριστιανικής θρησκείας κήρυξε «απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» κύλησε πολύ νερό στον μύλο της Ιστορίας. Και πολύ περισσότερο αίμα.
Τα στελέχη των επίσημων χριστιανικών Εκκλησιών όχι μόνο παράκουσαν την εντολή του Ιησού, αλλά στην περίπτωση της Καθολικής Εκκλησίας γεφύρωσαν τη διαφορά: Ο Πάπας έγινε Καίσαρας στη θέση του Καίσαρα. Κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν εκατοντάδες χιλιάδες ζωές στην πολύπαθη Ευρώπη.
Μία από τις κατακτήσεις της νεωτερικότητας ήταν η πραγματοποίηση της διδαχής του Ιησού. Χώρισε τα τσανάκια μεταξύ της πνευματικής ηγεσίας των αρχιερέων από την πολιτική εξουσία.
Η τελευταία έπειτα από κόπους και θυσίες έγινε υπόθεση του λαού και όχι του Θεού, όπως μπορούσε καθένας να τον ερμηνεύσει.
Οι βασιλείς έχασαν το θεμέλιο της αυταρχικής τους εξουσίας, που το βάφτιζαν «θεϊκή βούληση», και οι ιεράρχες άρχισαν να ασχολούνται περισσότερο με τις ψυχές των πιστών, παρά με την τσέπη ή τα κτήματά τους.
Οπως έγραψε και ο Τζον Λοκ «ο κοσμικός ηγέτης δεν έχει επιφορτιστεί με τη φροντίδα των ψυχών περισσότερο από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος. Δεν έχει επιφορτισθεί από τον Θεό, αφού από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο Θεός παραχώρησε σε κάποιους ανθρώπους την αρμοδιότητα να εξαναγκάζουν τους άλλους να ασπαστούν το δικό τους θρησκευτικό δόγμα. Ούτε είναι δυνατόν αν αναλάβει ένας κοσμικός ηγέτης τέτοια εξουσία με τη συναίνεση του λαού, επειδή δεν υπάρχει άνθρωπος που θα αμελήσει τη φροντίδα της δικής του σωτηρίας αποδεχόμενος τυφλά την πίστη και τη λατρεία που κάποιος άλλος θα έχει αποφασίσει για εκείνον».
Η γενική σύμβαση είναι ότι η Εκκλησία πρέπει να παραμένει μακριά από την κοσμική εξουσία και συνεπώς από την πολιτική για πολλούς λόγους.
Πρώτον, υπάρχει η μακρά και αιματοβαμμένη ιστορία των θρησκευτικών πολέμων, κυρίως στην Ευρώπη. Οταν αντιμάχονται δόγματα με απόλυτες αλήθειες δεν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού.
Το δεύτερο ήταν ότι η ανάμειξη με την πολιτική παράγει έριδες και περιφρόνηση· όχι προς τους αρχιερείς που πολιτεύονται αλλά και προς την ίδια τη θρησκεία. Η πολιτική είναι πολύ πεζή διαδικασία για τα υψιπετή διδάγματα των θρησκειών.
Το τρίτο και κυριότερο είναι ότι ο θρησκευτικός λόγος ακυρώνει τη δημοκρατία.
Εξ αποκαλύψεως αλήθεια
Η πολιτική είναι διάλογος. Είναι σύγκρουση απόψεων, για να υπερισχύσει η προσφορότερη σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Στον δημοκρατικό διάλογο υπάρχει μόνο μία σύμβαση, κάτι που αξιωματικά γίνεται δεκτό. Ουδείς έχει εκ των προτέρων δίκιο. Όλοι καταθέτουν τις απόψεις τους για να κριθούν: για να υιοθετηθούν ή να απορριφθούν από την πλειοψηφία. Μόνο στις δικτατορίες κάποια άποψη θεωρείται εκ των προτέρων ορθή.
Η θρησκεία δεν είναι διάλογος. Είναι εξ αποκαλύψεως αλήθεια.
Δεν ισχύει η δημοκρατική αρχή, ότι «ουδείς αλάνθαστος μέχρις αποδείξεως του εναντίου».
Κανείς μουσουλμάνος, για παράδειγμα, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι «ένας είναι ο Θεός και ο προφήτης αυτού Μωάμεθ», όπως και όλοι οι Χριστιανοί οφείλουν να πιστεύουν «εις ένα Θεό, Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης».
Διάλογος σε ό,τι αφορά τα θρησκευτικά θέματα δεν χωρά. Αυτά είναι σαν τα αξιώματα στην ευκλείδειο γεωμετρία.
Ή πιστεύεις στις Γραφές και στην ερμηνεία που οι εκπρόσωποι του Θεού επί της γης δίνουν, ή θέτεις εαυτόν εκτός δόγματος. Γι’ αυτό και οι από του άμβωνος ομιλίες δεν έχουν αντίλογο.
Ο λόγος του Θεού, ή αυτό που παρουσιάζεται ως «λόγος του Θεού», δεν χωρά καμία αντίρρηση, καμία αμφισβήτηση. Ο ιεράρχης που ερμηνεύει τις Γραφές δεν συζητά με το ποίμνιο· κηρύσσει.
Αν ανάμεσα στις Γραφές βάλει και τις δικές του πολιτικές προτιμήσεις τότε αναγκαστικά αποξενώνει ένα μέρος του ποιμνίου· όχι μόνο από τη δική του επιρροή, αλλά από την Εκκλησία συνολικά.
Γι’ αυτό και οι νουνεχείς μητροπολίτες αποφεύγουν τις κακοτοπιές του πολιτικού παιγνίου, το οποίο επειδή αλλάζει διαρκώς έρχεται σε αντίθεση με τη διακηρυγμένη αιωνιότητα της Εκκλησίας.
Σπανίζουν οι νουνεχείς
Το πρόβλημα είναι ότι σπανίζουν οι νουνεχείς τόσο στην Εκκλησία όσο και στην Πολιτεία.
Η εξουσία που παρέχει το θέσφατο είναι επαρκές δέλεαρ και για ρασοφόρους και για πολιτικούς να χρησιμοποιήσουν την πίστη των ανθρώπων για ιδιοτελείς σκοπούς.
Οι υπόγειες ή φανερές παρεμβάσεις της ιεραρχίας στα κοινά είναι συνήθης πρακτική.
Τα κρούσματα είναι πολλά: από την αντίθεση στην ανέγερση τζαμιού (παλιότερα) μέχρι τη θέσπιση του συμφώνου συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών (πρόσφατα).
Το βασικό δε πρόβλημα είναι ότι διά της ισχύος που αποκτούν από την πίστη των απλών ανθρώπων θέλουν να διαφεντέψουν τη ζωή των υπολοίπων, ασχέτως αν είναι μέλη της Εκκλησίας τους ή όχι. «Θεμελιώδες και απαραβίαστο δικαίωμα μιας εκούσιας κοινωνίας», όπως είναι η Εκκλησία, προειδοποίησε ο Τζον Λοκ, «είναι ότι μπορεί να αποβάλλει από τους κόλπους της όποιο μέλος παραβιάσει τους κανόνες της. Δεν μπορεί όμως να αποκτήσει την παραμικρή δικαιοδοσία πάνω σε όσους δεν προσχώρησαν σ’ αυτή, όσα νέα μέλη κι αν κερδίσει».
Στην Ελλάδα πολλοί μητροπολίτες χρησιμοποιούν την αγνή πίστη των απλών ανθρώπων.
Θέλουν –και δυστυχώς το καταφέρνουν– να κουρσεύουν την κοσμική εξουσία, απειλώντας π.χ. τους πολιτικούς εκεί που πονούν· στην επανεκλογή τους.
Βεβαίως οι Σεραφείμ αυτού του κόσμου βρίσκουν και κάνουν.
Ψοφοδεείς πολιτικοί, που δεν τόλμησαν ποτέ να αντισταθούν σε καμιά ψηφοθηρική πολιτική φοβούνται την κρίση των ιεραρχών.
Εκεί αρχίζει η ανάποδη εκμετάλλευση της πίστης των ανθρώπων. Ενθεοι και μη πολιτευτές κάνουν μεγάλους σταυρούς και υπόγειες συμφωνίες με τους ιεράρχες για την εκλογή τους, αναμειγνύουν την Εκκλησία με την πολιτική εις βάρος και των δύο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο της χρήσης του Θεού για ψηφοθηρικούς λόγους εντάσσεται και η καμπάνια της Νέας Δημοκρατίας για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του κ. Αλέξη Τσίπρα, καμπάνια στην οποία δυστυχώς έσπευσαν να επιστρατευτούν διάφοροι ιεράρχες.
Εσπευσαν να ζητήσουν ομολογία πίστεως ή απιστίας από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης λες και από αυτό εξαρτάται η πολιτική, π.χ., για την κρίση· εκτός αν γνωρίζουν ότι τα πράγματα εξελίσσονται τόσο άσχημα και το μόνο που σώζει την ελληνική οικονομία είναι πλην της νηστείας και η καθημερινή προσευχή.
Η αλήθεια είναι ότι η διακηρυγμένη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ έχει τόσο πολλά προβλήματα που αν εφαρμοστεί ούτε ο Θεός αυτοπροσώπως δεν μας σώζει.
Αλλά, πάλι, στη χρεοκοπία μάς οδήγησαν πολιτικοί που φρόντιζαν να φωτογραφίζονται προσκυνώντας με ευλάβεια εικονίσματα, έκαναν μεγάλους σταυρούς και μεγάλες υπόγειες συμφωνίες με διάφορους ιεράρχες.
Η διακηρυγμένη (έστω διά μεθόδων δημοσίων σχέσεων) πίστη τους δεν αποσόβησε την καταστροφή. Ισως να βοήθησε· η εκλογή πολιτικών με βάση τις μεταφυσικές τους ανησυχίες αλλά όχι τις πραγματικές τους δυνατότητες ήταν ένα ακόμη λιθαράκι στη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους.
Σ’ αυτό έβαλαν το χεράκι τους και πολλοί ιεράρχες.
Τα στελέχη των επίσημων χριστιανικών Εκκλησιών όχι μόνο παράκουσαν την εντολή του Ιησού, αλλά στην περίπτωση της Καθολικής Εκκλησίας γεφύρωσαν τη διαφορά: Ο Πάπας έγινε Καίσαρας στη θέση του Καίσαρα. Κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν εκατοντάδες χιλιάδες ζωές στην πολύπαθη Ευρώπη.
Μία από τις κατακτήσεις της νεωτερικότητας ήταν η πραγματοποίηση της διδαχής του Ιησού. Χώρισε τα τσανάκια μεταξύ της πνευματικής ηγεσίας των αρχιερέων από την πολιτική εξουσία.
Η τελευταία έπειτα από κόπους και θυσίες έγινε υπόθεση του λαού και όχι του Θεού, όπως μπορούσε καθένας να τον ερμηνεύσει.
Οι βασιλείς έχασαν το θεμέλιο της αυταρχικής τους εξουσίας, που το βάφτιζαν «θεϊκή βούληση», και οι ιεράρχες άρχισαν να ασχολούνται περισσότερο με τις ψυχές των πιστών, παρά με την τσέπη ή τα κτήματά τους.
Οπως έγραψε και ο Τζον Λοκ «ο κοσμικός ηγέτης δεν έχει επιφορτιστεί με τη φροντίδα των ψυχών περισσότερο από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος. Δεν έχει επιφορτισθεί από τον Θεό, αφού από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο Θεός παραχώρησε σε κάποιους ανθρώπους την αρμοδιότητα να εξαναγκάζουν τους άλλους να ασπαστούν το δικό τους θρησκευτικό δόγμα. Ούτε είναι δυνατόν αν αναλάβει ένας κοσμικός ηγέτης τέτοια εξουσία με τη συναίνεση του λαού, επειδή δεν υπάρχει άνθρωπος που θα αμελήσει τη φροντίδα της δικής του σωτηρίας αποδεχόμενος τυφλά την πίστη και τη λατρεία που κάποιος άλλος θα έχει αποφασίσει για εκείνον».
Η γενική σύμβαση είναι ότι η Εκκλησία πρέπει να παραμένει μακριά από την κοσμική εξουσία και συνεπώς από την πολιτική για πολλούς λόγους.
Πρώτον, υπάρχει η μακρά και αιματοβαμμένη ιστορία των θρησκευτικών πολέμων, κυρίως στην Ευρώπη. Οταν αντιμάχονται δόγματα με απόλυτες αλήθειες δεν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού.
Το δεύτερο ήταν ότι η ανάμειξη με την πολιτική παράγει έριδες και περιφρόνηση· όχι προς τους αρχιερείς που πολιτεύονται αλλά και προς την ίδια τη θρησκεία. Η πολιτική είναι πολύ πεζή διαδικασία για τα υψιπετή διδάγματα των θρησκειών.
Το τρίτο και κυριότερο είναι ότι ο θρησκευτικός λόγος ακυρώνει τη δημοκρατία.
Εξ αποκαλύψεως αλήθεια
Η πολιτική είναι διάλογος. Είναι σύγκρουση απόψεων, για να υπερισχύσει η προσφορότερη σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Στον δημοκρατικό διάλογο υπάρχει μόνο μία σύμβαση, κάτι που αξιωματικά γίνεται δεκτό. Ουδείς έχει εκ των προτέρων δίκιο. Όλοι καταθέτουν τις απόψεις τους για να κριθούν: για να υιοθετηθούν ή να απορριφθούν από την πλειοψηφία. Μόνο στις δικτατορίες κάποια άποψη θεωρείται εκ των προτέρων ορθή.
Η θρησκεία δεν είναι διάλογος. Είναι εξ αποκαλύψεως αλήθεια.
Δεν ισχύει η δημοκρατική αρχή, ότι «ουδείς αλάνθαστος μέχρις αποδείξεως του εναντίου».
Κανείς μουσουλμάνος, για παράδειγμα, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι «ένας είναι ο Θεός και ο προφήτης αυτού Μωάμεθ», όπως και όλοι οι Χριστιανοί οφείλουν να πιστεύουν «εις ένα Θεό, Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης».
Διάλογος σε ό,τι αφορά τα θρησκευτικά θέματα δεν χωρά. Αυτά είναι σαν τα αξιώματα στην ευκλείδειο γεωμετρία.
Ή πιστεύεις στις Γραφές και στην ερμηνεία που οι εκπρόσωποι του Θεού επί της γης δίνουν, ή θέτεις εαυτόν εκτός δόγματος. Γι’ αυτό και οι από του άμβωνος ομιλίες δεν έχουν αντίλογο.
Ο λόγος του Θεού, ή αυτό που παρουσιάζεται ως «λόγος του Θεού», δεν χωρά καμία αντίρρηση, καμία αμφισβήτηση. Ο ιεράρχης που ερμηνεύει τις Γραφές δεν συζητά με το ποίμνιο· κηρύσσει.
Αν ανάμεσα στις Γραφές βάλει και τις δικές του πολιτικές προτιμήσεις τότε αναγκαστικά αποξενώνει ένα μέρος του ποιμνίου· όχι μόνο από τη δική του επιρροή, αλλά από την Εκκλησία συνολικά.
Γι’ αυτό και οι νουνεχείς μητροπολίτες αποφεύγουν τις κακοτοπιές του πολιτικού παιγνίου, το οποίο επειδή αλλάζει διαρκώς έρχεται σε αντίθεση με τη διακηρυγμένη αιωνιότητα της Εκκλησίας.
Σπανίζουν οι νουνεχείς
Το πρόβλημα είναι ότι σπανίζουν οι νουνεχείς τόσο στην Εκκλησία όσο και στην Πολιτεία.
Η εξουσία που παρέχει το θέσφατο είναι επαρκές δέλεαρ και για ρασοφόρους και για πολιτικούς να χρησιμοποιήσουν την πίστη των ανθρώπων για ιδιοτελείς σκοπούς.
Οι υπόγειες ή φανερές παρεμβάσεις της ιεραρχίας στα κοινά είναι συνήθης πρακτική.
Τα κρούσματα είναι πολλά: από την αντίθεση στην ανέγερση τζαμιού (παλιότερα) μέχρι τη θέσπιση του συμφώνου συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών (πρόσφατα).
Το βασικό δε πρόβλημα είναι ότι διά της ισχύος που αποκτούν από την πίστη των απλών ανθρώπων θέλουν να διαφεντέψουν τη ζωή των υπολοίπων, ασχέτως αν είναι μέλη της Εκκλησίας τους ή όχι. «Θεμελιώδες και απαραβίαστο δικαίωμα μιας εκούσιας κοινωνίας», όπως είναι η Εκκλησία, προειδοποίησε ο Τζον Λοκ, «είναι ότι μπορεί να αποβάλλει από τους κόλπους της όποιο μέλος παραβιάσει τους κανόνες της. Δεν μπορεί όμως να αποκτήσει την παραμικρή δικαιοδοσία πάνω σε όσους δεν προσχώρησαν σ’ αυτή, όσα νέα μέλη κι αν κερδίσει».
Στην Ελλάδα πολλοί μητροπολίτες χρησιμοποιούν την αγνή πίστη των απλών ανθρώπων.
Θέλουν –και δυστυχώς το καταφέρνουν– να κουρσεύουν την κοσμική εξουσία, απειλώντας π.χ. τους πολιτικούς εκεί που πονούν· στην επανεκλογή τους.
Βεβαίως οι Σεραφείμ αυτού του κόσμου βρίσκουν και κάνουν.
Ψοφοδεείς πολιτικοί, που δεν τόλμησαν ποτέ να αντισταθούν σε καμιά ψηφοθηρική πολιτική φοβούνται την κρίση των ιεραρχών.
Εκεί αρχίζει η ανάποδη εκμετάλλευση της πίστης των ανθρώπων. Ενθεοι και μη πολιτευτές κάνουν μεγάλους σταυρούς και υπόγειες συμφωνίες με τους ιεράρχες για την εκλογή τους, αναμειγνύουν την Εκκλησία με την πολιτική εις βάρος και των δύο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο της χρήσης του Θεού για ψηφοθηρικούς λόγους εντάσσεται και η καμπάνια της Νέας Δημοκρατίας για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του κ. Αλέξη Τσίπρα, καμπάνια στην οποία δυστυχώς έσπευσαν να επιστρατευτούν διάφοροι ιεράρχες.
Εσπευσαν να ζητήσουν ομολογία πίστεως ή απιστίας από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης λες και από αυτό εξαρτάται η πολιτική, π.χ., για την κρίση· εκτός αν γνωρίζουν ότι τα πράγματα εξελίσσονται τόσο άσχημα και το μόνο που σώζει την ελληνική οικονομία είναι πλην της νηστείας και η καθημερινή προσευχή.
Η αλήθεια είναι ότι η διακηρυγμένη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ έχει τόσο πολλά προβλήματα που αν εφαρμοστεί ούτε ο Θεός αυτοπροσώπως δεν μας σώζει.
Αλλά, πάλι, στη χρεοκοπία μάς οδήγησαν πολιτικοί που φρόντιζαν να φωτογραφίζονται προσκυνώντας με ευλάβεια εικονίσματα, έκαναν μεγάλους σταυρούς και μεγάλες υπόγειες συμφωνίες με διάφορους ιεράρχες.
Η διακηρυγμένη (έστω διά μεθόδων δημοσίων σχέσεων) πίστη τους δεν αποσόβησε την καταστροφή. Ισως να βοήθησε· η εκλογή πολιτικών με βάση τις μεταφυσικές τους ανησυχίες αλλά όχι τις πραγματικές τους δυνατότητες ήταν ένα ακόμη λιθαράκι στη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους.
Σ’ αυτό έβαλαν το χεράκι τους και πολλοί ιεράρχες.
Ιnfo
• John Locke, «Δοκίμιο για την ανεκτικότητα. Επιστολή για την ανεξιθρησκεία», εκδ. Printa
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου