Γράφει
ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος
Μια χώρα μικρή, σχετικά φτωχή, αλλά νοικοκυρεμένη, με μικρές σχετικά δυνατότητες αλλά με αισιοδοξία, σχέδια, αυτοπεποίθηση και προοπτικές.
Αυτή ήταν η Ελλάδα του 1981.
Μια χώρα κατεστραμμένη, διεθνώς ανυπόληπτη, με καταρρακωμένη υπερηφάνεια και δίχως σχεδόν καθόλου αυτοεκτίμηση κι εμπιστοσύνη στον εαυτό της.
Αυτή η περιγραφή σκιαγραφεί την Ελλάδα του σήμερα – του 2014.
Μέσα σε τριάντα και κάτι χρόνια, το φιλόδοξο ταξίδι προς την ευημερία κατέληξε σε εφιάλτη βγαλμένο μέσα από τις σελίδες μυθιστορήματος φρίκης.
Τι πήγε στραβά;
Τι ακριβώς έφταιξε;
Ο καθένας έχει κι από μια διαφορετική προσωπική εξήγηση.
Η εκτίμησή μου είναι πως η ελληνική κοινωνία άλλαξε ρότα και μπήκε στη δίνη των ανεξέλεγκτα ραγδαίων εξελίξεων με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Κανείς σοβαρός μελετητής δεν μπορεί να αρνηθεί στον Ανδρέα Παπανδρέου την ιδιοφυΐα να ανατάξει την ελληνική κοινωνία βγάζοντας από το πολιτικό και κοινωνικό περιθώριο τη μισή Ελλάδα. Που είχε εκεί εξοβελισθεί από την κληρονομιά του Εμφυλίου και τις συνακόλουθες παράλογες και ουσιαστικά άχρηστες πολιτικές διώξεις.
Το ΠαΣοΚ αποτέλεσε το μέσο με το οποίο γενιές Ελλήνων ένιωσαν ξανά πολίτες ισότιμοι αυτής της χώρας. Ήταν ένα επίτευγμα που ειρήνευσε τότε τη χώρα, επουλώνοντας με επιτυχία τις πληγές του Εμφυλίου και της δικτατορίας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όμως, δυστυχώς δεν σταμάτησε εκεί.
Αντί να εγκαταστήσει τον άξιο και μέχρι τότε διωκόμενο μισό ελληνικό πληθυσμό μέσα στο πολιτικό σύστημα, δίχως να ανατρέψει τις όποιες κλίμακες αξιών υπήρχαν και να υποστηρίξει κάποιες αρχές αστικής ηθικής, έδωσε το σύνθημα της εφόδου.
«Να αλώσουμε το σύστημα από μέσα», ήταν το μήνυμα που προωθούσε η κομματική νομενκλατούρα των νεοπαγών Ελλήνων σοσιαλιστών συνθηματολογώντας πως «το ΠΑΣΟΚ θα είναι στην κυβέρνηση, αλλά ο λαός στην εξουσία...».
Το Δημόσιο, έτσι, μετατράπηκε σε θερμοκήπιο ανάπτυξης κομματικών στρατιών και τα οικονομικά του κράτους σε εργαλείο αναδιάταξης του ελληνικού πληθυσμού πάνω σε μια μορφολογία καινούργιων κοινωνικών οντοτήτων.
Το κράτος, λοιπόν, διέθεσε άφθονο χρήμα για τη δημιουργία νέων τζακιών στον επιχειρηματικό στίβο, για την ανάδειξη μιας καινούργιας εύρωστης μεσαίας τάξης, στηριγμένης όμως σε δημόσιες παροχές (υπάλληλοι των ΔΕΚΟ, φουρνιές εργολάβων και προμηθευτών του κράτους, λογής επαγγελματιών στις υπηρεσίες που σαν πυγολαμπίδες κινούνταν πάνω και γύρω από το κράτος, μεγάλος πληθυσμός απασχολούμενων και «ειδικών» στην επικοινωνία κ.λπ.) και στη μετατροπή της κοινωνίας ουσιαστικά σε ραντζέρη. Τρεφόμενη από τις προσόδους του κράτους, ολόκληρη η κοινωνία μετουσιώθηκε σε σπιτονοικοκύρη που ζούσε από τα ενοίκια που εισέπραττε. Από τις προσόδους, δηλαδή, που η πολιτική εξουσία μοίραζε σε εκείνους που ευνοούσε. Ρημάζοντας τα δημόσια ταμεία και δημιουργώντας ανασφάλεια και αβεβαιότητα.
Η ανασφάλεια είχε να κάνει με το γεγονός πως όποιος δεν είχε τις απαραίτητες προσβάσεις θα ήταν ανάμεσα σε αυτούς που θα έπαιρναν λιγότερα από τη διαμοιραζόμενη πίτα.
Όπως επιτυχημένα αναφέρει ο Αρίστος Δοξιάδης σε μια εξαιρετική του μελέτη, επειδή το κράτος δεν παρήγε πλούτο, τα διαθέσιμα ήσαν πεπερασμένα.
Ότι μπορούσε να εξασφαλισθεί ήταν από τα πενιχρά φορολογικά έσοδα και τον εξωτερικό δανεισμό. Έτσι, ο διαγκωνισμός για συμμετοχή στη μοιρασιά γινόταν δύσκολος και αδυσώπητος.
Ιδιαίτερα όταν ήρθε, έστω για λίγο, και το άλλο μεγάλο αστικό κόμμα, η Ν.Δ., στην εξουσία.
Εξ ου και η ανάδειξη του κρατικού συνδικαλισμού ως παράγοντα ουσιαστικού (μέσω αγώνων για μερίδιο στην προσοδοθηρία) εξασφάλισης κοινωνικής ισορροπίας, αλλά και διατήρησης πολιτικής δύναμης.
Από την άλλη μεριά, όμως, επικρατούσε το χάος.
Για όσους δεν διέθεταν προσβάσεις στα κλειδιά που άνοιγαν τις πόρτες του Δημοσίου η φοροδιαφυγή έγινε μοχλός αυτοπροστασίας.
Από την ώρα που οι φόροι δεν πήγαιναν με σαφήνεια σε υποδομές για τη βελτίωση κοινωνίας και οικονομίας, αυτοί που μονίμως έφεραν το βάρος της καταβολής τους ήταν φυσικό να ψάχνουν τρόπους αποφυγής.
Το κράτος απομυζούσε την κοινωνία για να μοιράσει πόρους στους ημετέρους.
Και οι υπόλοιποι πάσχιζαν να διασώσουν ότι μπορούσαν για τη δική τους επιβίωση.
Κάτι βέβαια που σήμερα, μέσα στη δίνη της κρίσης, το κάνει σε υπέρτατο βαθμό για να διασώσει το Δημόσιο, συντρίβοντας έτσι την όποια σιγουριά των μεσαίων στρωμάτων.
Το αδιέξοδο ήταν αναπόφευκτο.
Το θέμα δεν ήταν εάν, αλλά πότε θα συνέβαινε.
Η δήλωση του Γεωργίου Ράλλη, το βράδυ που έχασε τις κρίσιμες εκλογές του 1981, ηχεί ολοζώντανη ακόμη στα αυτιά μου:
«Ελπίζω οι Έλληνες να μη μετανοήσουν στο μέλλον για τη σημερινή τους επιλογή».
Έξω, ηχούσαν οι αλαλαγμοί των πασοκικών πανηγυρισμών...
ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος
Μια χώρα μικρή, σχετικά φτωχή, αλλά νοικοκυρεμένη, με μικρές σχετικά δυνατότητες αλλά με αισιοδοξία, σχέδια, αυτοπεποίθηση και προοπτικές.
Αυτή ήταν η Ελλάδα του 1981.
Μια χώρα κατεστραμμένη, διεθνώς ανυπόληπτη, με καταρρακωμένη υπερηφάνεια και δίχως σχεδόν καθόλου αυτοεκτίμηση κι εμπιστοσύνη στον εαυτό της.
Αυτή η περιγραφή σκιαγραφεί την Ελλάδα του σήμερα – του 2014.
Μέσα σε τριάντα και κάτι χρόνια, το φιλόδοξο ταξίδι προς την ευημερία κατέληξε σε εφιάλτη βγαλμένο μέσα από τις σελίδες μυθιστορήματος φρίκης.
Τι πήγε στραβά;
Τι ακριβώς έφταιξε;
Ο καθένας έχει κι από μια διαφορετική προσωπική εξήγηση.
Η εκτίμησή μου είναι πως η ελληνική κοινωνία άλλαξε ρότα και μπήκε στη δίνη των ανεξέλεγκτα ραγδαίων εξελίξεων με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Κανείς σοβαρός μελετητής δεν μπορεί να αρνηθεί στον Ανδρέα Παπανδρέου την ιδιοφυΐα να ανατάξει την ελληνική κοινωνία βγάζοντας από το πολιτικό και κοινωνικό περιθώριο τη μισή Ελλάδα. Που είχε εκεί εξοβελισθεί από την κληρονομιά του Εμφυλίου και τις συνακόλουθες παράλογες και ουσιαστικά άχρηστες πολιτικές διώξεις.
Το ΠαΣοΚ αποτέλεσε το μέσο με το οποίο γενιές Ελλήνων ένιωσαν ξανά πολίτες ισότιμοι αυτής της χώρας. Ήταν ένα επίτευγμα που ειρήνευσε τότε τη χώρα, επουλώνοντας με επιτυχία τις πληγές του Εμφυλίου και της δικτατορίας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όμως, δυστυχώς δεν σταμάτησε εκεί.
Αντί να εγκαταστήσει τον άξιο και μέχρι τότε διωκόμενο μισό ελληνικό πληθυσμό μέσα στο πολιτικό σύστημα, δίχως να ανατρέψει τις όποιες κλίμακες αξιών υπήρχαν και να υποστηρίξει κάποιες αρχές αστικής ηθικής, έδωσε το σύνθημα της εφόδου.
«Να αλώσουμε το σύστημα από μέσα», ήταν το μήνυμα που προωθούσε η κομματική νομενκλατούρα των νεοπαγών Ελλήνων σοσιαλιστών συνθηματολογώντας πως «το ΠΑΣΟΚ θα είναι στην κυβέρνηση, αλλά ο λαός στην εξουσία...».
Το Δημόσιο, έτσι, μετατράπηκε σε θερμοκήπιο ανάπτυξης κομματικών στρατιών και τα οικονομικά του κράτους σε εργαλείο αναδιάταξης του ελληνικού πληθυσμού πάνω σε μια μορφολογία καινούργιων κοινωνικών οντοτήτων.
Το κράτος, λοιπόν, διέθεσε άφθονο χρήμα για τη δημιουργία νέων τζακιών στον επιχειρηματικό στίβο, για την ανάδειξη μιας καινούργιας εύρωστης μεσαίας τάξης, στηριγμένης όμως σε δημόσιες παροχές (υπάλληλοι των ΔΕΚΟ, φουρνιές εργολάβων και προμηθευτών του κράτους, λογής επαγγελματιών στις υπηρεσίες που σαν πυγολαμπίδες κινούνταν πάνω και γύρω από το κράτος, μεγάλος πληθυσμός απασχολούμενων και «ειδικών» στην επικοινωνία κ.λπ.) και στη μετατροπή της κοινωνίας ουσιαστικά σε ραντζέρη. Τρεφόμενη από τις προσόδους του κράτους, ολόκληρη η κοινωνία μετουσιώθηκε σε σπιτονοικοκύρη που ζούσε από τα ενοίκια που εισέπραττε. Από τις προσόδους, δηλαδή, που η πολιτική εξουσία μοίραζε σε εκείνους που ευνοούσε. Ρημάζοντας τα δημόσια ταμεία και δημιουργώντας ανασφάλεια και αβεβαιότητα.
Η ανασφάλεια είχε να κάνει με το γεγονός πως όποιος δεν είχε τις απαραίτητες προσβάσεις θα ήταν ανάμεσα σε αυτούς που θα έπαιρναν λιγότερα από τη διαμοιραζόμενη πίτα.
Όπως επιτυχημένα αναφέρει ο Αρίστος Δοξιάδης σε μια εξαιρετική του μελέτη, επειδή το κράτος δεν παρήγε πλούτο, τα διαθέσιμα ήσαν πεπερασμένα.
Ότι μπορούσε να εξασφαλισθεί ήταν από τα πενιχρά φορολογικά έσοδα και τον εξωτερικό δανεισμό. Έτσι, ο διαγκωνισμός για συμμετοχή στη μοιρασιά γινόταν δύσκολος και αδυσώπητος.
Ιδιαίτερα όταν ήρθε, έστω για λίγο, και το άλλο μεγάλο αστικό κόμμα, η Ν.Δ., στην εξουσία.
Εξ ου και η ανάδειξη του κρατικού συνδικαλισμού ως παράγοντα ουσιαστικού (μέσω αγώνων για μερίδιο στην προσοδοθηρία) εξασφάλισης κοινωνικής ισορροπίας, αλλά και διατήρησης πολιτικής δύναμης.
Από την άλλη μεριά, όμως, επικρατούσε το χάος.
Για όσους δεν διέθεταν προσβάσεις στα κλειδιά που άνοιγαν τις πόρτες του Δημοσίου η φοροδιαφυγή έγινε μοχλός αυτοπροστασίας.
Από την ώρα που οι φόροι δεν πήγαιναν με σαφήνεια σε υποδομές για τη βελτίωση κοινωνίας και οικονομίας, αυτοί που μονίμως έφεραν το βάρος της καταβολής τους ήταν φυσικό να ψάχνουν τρόπους αποφυγής.
Το κράτος απομυζούσε την κοινωνία για να μοιράσει πόρους στους ημετέρους.
Και οι υπόλοιποι πάσχιζαν να διασώσουν ότι μπορούσαν για τη δική τους επιβίωση.
Κάτι βέβαια που σήμερα, μέσα στη δίνη της κρίσης, το κάνει σε υπέρτατο βαθμό για να διασώσει το Δημόσιο, συντρίβοντας έτσι την όποια σιγουριά των μεσαίων στρωμάτων.
Το αδιέξοδο ήταν αναπόφευκτο.
Το θέμα δεν ήταν εάν, αλλά πότε θα συνέβαινε.
Η δήλωση του Γεωργίου Ράλλη, το βράδυ που έχασε τις κρίσιμες εκλογές του 1981, ηχεί ολοζώντανη ακόμη στα αυτιά μου:
«Ελπίζω οι Έλληνες να μη μετανοήσουν στο μέλλον για τη σημερινή τους επιλογή».
Έξω, ηχούσαν οι αλαλαγμοί των πασοκικών πανηγυρισμών...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου