Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Επήγα
κι εγώ μια φορά συστημένη σε ένα «λουξ» κομμωτήριο της Αγίας Παρασκευής, από
ανάγκη, γιατί έπρεπε να δείχνω αξιοπρεπής σε μία ξαφνική επαγγελματική
συνάντηση. Όπως έλεγε και ο Λυκούργος: «Η
κόμη, τοις μεν καλούς ευπρεπέστερους ποιεί, τους δε αισχρούς φοβερότερους», οπότε ήταν να παίζουμε τώρα με αυτά τα πράγματα;
Καίτοι
συστημένη ούσα, πέφτω πάνω σε μία γκρινιάρα κομμώτρια, η οποία –αφού μου
ανέλυσε τα προβλήματα που είχε με τον πρώην σύζυγο, το νυν γκόμενο και το
μικρό
παιδί της, που υφίστατο όλους τους προηγούμενους κι αυτήν μαζί - με χτένισε
ράθυμα, πλην όμως καλά. Οπότε, έκανα τη δουλειά μου με βαθιά εισπνοή, πλήρωσα
κι έφυγα.
Για
τα επόμενα δύο χρόνια, όσες φορές χρειάστηκα να χρησιμοποιήσω υπηρεσίες
κομμωτηρίου βιαστικά, ποτέ δεν βρήκα διαθέσιμο ραντεβού στο εν λόγω, αφού η
συγκεκριμένη κομμώτρια σήκωνε πάντα το τηλέφωνο, για κακή μου τύχη…
Γιορτάρες
μέρες, που όλοι αυτοί οι «ναοί της ομορφιάς» έχουν την τιμητική τους, είπα να κάνω
κι εγώ το θηλυκό μου καθήκον. Επειδή όμως έπρεπε να βρω μια μαύρη τρύπα στο
χρόνο μου, αφού η δουλειά μου γνωρίζει επίσης την τιμητική της αυτόν τον καιρό,
αποφάσισα να δώσω άλλη μία ευκαιρία στο κομμωτήριο, λόγω απόστασης,
παρακάμπτοντας τη γκρίνια της κομμώτριας, αφού ούτως ή άλλως είχε κάνει πολύ
καλή δουλειά, απ' ότι θυμόμουν.
Στάθηκα δε κι εξαιρετικά «τυχερή» (ναι, η καλή χρονιά απ’ το αν θα βρεις ραντεβού στο
κομμωτήριο φαίνεται), διότι μίλησα στο τηλέφωνο με μία άλλη κοπέλα (σύζυγο του
ιδιοκτήτη, όπως έμαθα αργοτέρως), η οποία μου έκλεισε ραντεβού στο χρόνο που
ζήτησα, κάνοντας διάφορα «μαγικά» και στριμώχνοντάς με στο πρόγραμμά τους, για
να μην με χάσει από πελάτισσα (που δεν με είχε ούτως ή άλλως).
Την
αποφράδα μέρα και ώρα (νωρίς το πρωί), αγουροξυπνημένη και καταπαγωμένη, κάνω
να πατήσω το ποδαράκι μου στον εν λόγω «ναό», πλην όμως, δύο χέρια ανοίγουν
απότομα, κάνοντάς μου νόημα να μην κουνηθώ ένα βήμα πιο μέσα! Έντρομη εγώ,
διότι σκέφτηκα ότι κάποιος είχε μόλις κάνει παρκέ κι εγώ απλώς δεν είδα τα
πατάκια (!) στάθηκα στην είσοδο της πόρτας, για να ακούσω τη σκληρή ερώτηση:
«Τι
θέλετε;» Γαύγισμα να ήτανε, θα ήταν πιο «καθώς πρέπει».
«Έχω
ραντεβού για χτένισμα», τόλμησα να ψελλίσω, συμπληρώνοντας διστακτικά το όνομά
μου, για να εισπράξω ένα κούνημα κεφαλιού «όχι, όχι, δεν είναι δυνατό αυτό».
«Ποιο
είναι το πρόβλημα;» είχα το «θράσος» να ρωτήσω, δεδομένου ότι οι «σκληρές»
μνήμες του γκρινιάρικου προσώπου της χτύπησαν σαν ηχηρό χαστούκι το πρόσωπό
μου!
«Το
πρόβλημα είναι ότι η κοπέλα που σας έκλεισε το ραντεβού, τα μπέρδεψε κι εγώ έχω
τώρα βαφή, οπότε δεν γίνεται να σας χτενίσω», μου απαντάει εντελώς απαξιωτικά.
«Ξέρετε,
πήρα άδεια απ’ τη δουλειά μου για να χτενιστώ και…» ξεκίνησα να λέω κι εγώ
δειλά, μέχρι που κοιτάζοντάς την, διαπίστωσα ότι με κοιτούσε με ύφος εκατό
καρδιναλίων και θύμωσα στ’ αλήθεια, οπότε συνέχισα, με σταθερή αυτή τη φορά
φωνή: «…αν έχει γίνει λάθος, δεν είναι δικό μου, οπότε θα καθίσω μέχρι να το
διευθετήσετε. Θα περάσετε τη βαφή στην κυρία κι όσο εκείνη θα περιμένει, θα χτενίζετε
εμένα, οπότε αφού η κυρία δεν έχει έρθει ακόμα, ας με λούσετε τώρα, για να
κερδίσουμε χρόνο».
«Τι;
Θέλετε και να σας λούσω;»
«Φυσικά,
άλουστη θα χτενιστώ;»
«Μα,
η κυρία…».
«Η
κυρία δεν έχει έρθει ακόμα, έχει καθυστερήσει, καταλαβαίνω. Αφού λοιπόν έχει
γίνει αυτό το μπέρδεμα στα ραντεβού, ας ξεκινήσουμε να κάνουμε όσα μπορούμε κι
όταν έρθει η κυρία, βλέπουμε», συνεχίζω σταθερά και κατευθύνομαι προς το
λουτήρα, μην αφήνοντάς της κανένα περιθώριο να ξεστομίσει άλλο «μα»…
Σε
αυτό το σημείο να σημειώσω ότι προ διετίας είχαν ένα σαμπουάν εξαιρετικό, με
μέντα που δημιουργούσε υπεραιμία στο κεφάλι. Είπα λοιπόν να κάνω ένα δώρο στον
εαυτό μου αγοράζοντάς το και τόλμησα να τη ρωτήσω σχετικά. Φυσικά δεν θυμόταν
τίποτα, φυσικά στα δύο χρόνια που εκείνη ήταν εκεί δεν υπήρχε τέτοιο σαμπουάν,
φυσικά δεν ήταν πρόθυμη να με εξυπηρετήσει. Με έλουσε κάνοντάς μου χάρη, στην
κυριολεξία!
Εννοείται
ότι το κομμωτήριο ακόμα δεν είχε άλλους υπαλλήλους (φυσικά ούτε τα αφεντικά που
έρχονταν αργότερα) και η κυρία που αναμενόταν δεν είχε φανεί. Οπότε, της είπα
να ξεκινήσει να μου φτιάχνει τα μαλλιά, κάτι το οποίο έκανε βαριεστημένα και
μουρμουρίζοντας κάτω απ’ τα δόντια της.
Ενώ
με χτένισε, το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές. Το είχε εκεί μπροστά μου, το
κοίταξε (μπας και παίρνει κανένα αφεντικό) και δεν το σήκωσε καμία!
Όταν
φάνηκε η άλλη κυρία πια (μισή ώρα και πλέον καθυστερημένη), της πέρασε τη βαφή
και επανήλθε σε μένα. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε και αυτή τη φορά το σήκωσε,
αρνούμενη να κλείσει ραντεβού σε αυτή την έρμη που το ζήτησε, χωρίς καν να
συμβουλευτεί το σχετικό ημερολόγιο! Απλώς δεν υπήρχε ραντεβού μέχρι την επόμενη
Δευτέρα, όπως της είπε, χωρίς καν να μπει στο κόπο να κοιτάξει, πόσο μάλλον να
ψάξει ή να προσπαθήσει να «βολέψει» κάποια ραντεβού…
Όταν
επιτέλους ολοκληρώθηκε το χτένισμά μου, το οποίο δεν ήταν καθόλου της προκοπής,
πλήρωσα κι έφυγα. Προηγουμένως, είχα υποστεί ακόμα μία γκρίνια για τη ζωή, την
άτιμη κοινωνία, το κρύωμα που την τριγύριζε, τις γυναίκες-κότες που θέλουν όλες
μαζί να χτενιστούν χριστουγεννιάτικα…
Βγήκα
έξω ανακουφισμένη που όλο αυτό τελείωσε. Αλλά και απορημένη συνάμα. Η
συγκεκριμένη γυναίκα με τη συμπεριφορά της, την αγενή, γκρινιάρικη, απρόθυμη
συμπεριφορά της, το μόνο που κατάφερε διώχνοντας τις πελάτισσες, ήταν να μην
έχει περισσότερη δουλειά εκείνη την ημέρα.
Ωστόσο,
για να δούμε και λίγο πιο μακριά απ’ αυτό, πόσες άλλες μέρες έχει «διώξει»
πιθανές πελάτισσες, κάνοντας κακό στην επιχείρηση που δουλεύει; Πιστεύει ίσως
ανόητα, ότι αυτό το κακό δεν θα γυρίσει μπούμερανγκ σε εκείνη…
Στον
αιώνα των δημοσίων σχέσεων, ακόμα και η τελευταία επιχείρηση διαμορφώνει τη
συμπεριφορά της κατά τρόπο που να παίζει ισότιμα στο παιχνίδι της αγοράς,
έχοντας καταλάβει ότι αν δεν το κάνει, δεν μπορεί να επιβιώσει.
Στην
εποχή της κρίσης, όταν η μία μετά την άλλη οι επιχειρήσεις κλείνουν, ακόμα και
οι πιο «δυναμικές»· αυτές που επενδύουν στην εστίαση ή στην ανθρώπινη
ματαιοδοξία, οι άνθρωποι κάνουν τα πάντα για να διατηρήσουν ένα κομματάκι της
πίττας, που έχει μικρύνει κατά πολύ.
Στην
αρχή λυπήθηκα το αμέριμνο και ήσυχο αφεντικό της, που δεν γνώριζε ότι απλώς
τρέφει έναν κηφήνα μέσα στον κόρφο του. Μετά όμως, θύμωσα και μαζί του, διότι
ένας καλός επιχειρηματίας οφείλει να γνωρίζει τι συμβαίνει κάτω απ’ τη μύτη
του, οφείλει να τσεκάρει και να ξανακατσεκάρει τους ανθρώπους που έχει στη
δούλεψή του και να απαλλάσσεται απ’ τους κακούς και ανίκανους να αντιληφθούν
την τύχη τους στο αβέβαιο εργασιακό περιβάλλον της σήμερον, όταν η αγορά είναι
πλημμυρισμένη από ευγενικούς ανθρώπους, άξιους ανθρώπους, που δεν έχουν
δουλειά…
Το
μεγαλύτερο πρόβλημα είναι να είσαι «δημόσιος υπάλληλος» στη νοοτροπία και
απολύτως ουτοπικό και ανεδαφικό μάλιστα, όταν στην πραγματικότητα, είσαι
ιδιωτικός! Είναι γελοίο να μην μπορείς να εκτιμήσεις την ευκαιρία που έχεις,
όταν τόσοι άλλοι τη στερούνται και είναι τουλάχιστον κάκιστο να μην σέβεσαι
αυτόν που στη δίνει, μαχαιρώνοντάς τον πισώπλατα…
Ωστόσο,
αυτό είναι ένα δείγμα των καιρών μας. Ετούτοι οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι
άνθρωποι που έπαιρναν τα διακοποδάνεια, τα αυτοκίνητα των δεκάδων χιλιάδων ευρώ,
ενώ ο μισθός τους ήταν πενιχρός και δεν θα μπορούσαν να τα ξεπληρώσουν και το
ήξεραν κιόλας, προσβλέποντας ποιος ξέρει σε τι; Ετούτοι οι άνθρωποι, είναι οι
ίδιοι άνθρωποι που γεμίζουν τις νύχτες τα ξενυχτάδικα στην Ελλάδα της κρίσης
και χορεύουν πάνω στα τραπέζια, αδιάφορο αν την άλλη μέρα θα μπορούν να
πληρώσουν το νοίκι τους.
Είναι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, που νομίζουν ότι οι
άλλοι τους χρωστάνε…
Τα
αφεντικά τους, ο ιδιοκτήτης τους, ο μπακάλης τους, η τράπεζα, όλοι. Και είναι
αυτοί που όταν κάτι δεν γίνεται όπως το θέλουν, θα βγουν και θα βρίσουν την
άτιμη την κοινωνία που άλλους τους ανεβάζει κι άλλους τους ρίχνει στα τάρταρα,
ενώ στην πραγματικότητα δεν θέλουν να κουνήσουν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι
για να προκόψουν λίγο περισσότερο απ’ ότι το στενόμυαλο ωράριό τους, τους
επιτρέπει.
Τεμπέληδες
και ανεπρόκοποι, βαριεστημένοι και κακοί υπάλληλοι υπάρχουν παντού. Και μοιάζει
ότι παίρνει σε αρκετούς απ’ αυτούς και να είναι κιόλας…
Απλώς,
χρειάζεται να το θυμόμαστε κάθε φορά που γίνονται εκλογές, διότι
αυτοί...ψηφίζουν κιόλας...
Δεν
είναι να απορεί κανείς πώς φτάσαμε ως εδώ. Αρκεί κάποιος να πραγματοποιήσει το
όνειρο του μέσου Έλληνα, που είναι να γίνει δημόσιος υπάλληλος ή να λειτουργεί
σαν να είναι και τελείωσε!
Μετά
αρχίζουν οι 17 ώρες διαπραγμάτευσης και οι έρπητες να κάνουνε χορό...
ΓΛΥΚΕΡΙΑ-ΓΛΕΝΤΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου