Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Αυτές
τις μέρες, γράφω «θητεία» στα νοσοκομεία της Αθήνας και θα μπορούσα ωραιότατα
να καλύπτω το ρεπορτάζ του υπουργείου Υγείας, αν φυσικά ήμουν ρεπόρτερ ή αν
υπήρχε κανάλι που να «αγόραζε» αυτά που θα είχα να πω, σαν να μην τα ήξερε από
μοναχό του.
Δεν
θα σταθώ στα γελαστικά στιγμιότυπα, που θα μπορούσε κανείς
να θυμάται
ξεκαρδισμένος, όταν η περιπέτειά του αποτελέσει πια παρελθόν, διότι αφενός δεν
βρίσκομαι ακόμα σε τέτοιο στάδιο, αφετέρου στην Ελλάδα, ακόμα και τα γελαστικά
δεν απέχουν πολύ από το να γίνουν κωμικοτραγικά, οπότε άντε να ψάχνεις με το
φακό τη διάκριση…
Αν
χρειάζεται να σταθώ σε κάτι, είναι σε μερικά «σοβαρά» που μου έκαναν εντύπωση,
ίσως γιατί δεν έχω συχνά την ευκαιρία να τα συναντώ και τώρα βρήκα όλες τις
ευκαιρίες μαζεμένες και μάλιστα, με μέτρα σύγκρισης…
Σε
ένα κράτος που γενικώς το έχουμε απαξιωμένο –κι έχει κάνει ό,τι μπορεί για να
το πετύχει αυτό- είναι απορίας άξιον που μερικά πράγματα συνεχίζουν να
δουλεύουν, ακόμα κι έτσι όπως δουλεύουν! Είναι μια μηχανή που έχει παλιώσει, που
κανείς δεν φροντίζει να την ανανεώσει ή έστω να τη συντηρήσει αξιοπρεπώς κι
όμως εκείνη, επιμένει να δουλεύει και μάλιστα, όσο καλύτερα μπορεί… Βέβαια,
αυτό το «όσο καλύτερα μπορεί» δεν είναι αρκετά καλός δείκτης για όλους εμάς που
περιμένουμε να εξυπηρετηθούμε απ’ αυτό. Ωστόσο, δεν παύει να ισχύει, κυρίως
βασισμένο στη φιλοτιμία ολίγων ελαχίστων που αναγκαστικά σέρνουν το κάρο για
όλους τους υπόλοιπους. Το κακό με το ότι συνεχίζει να δουλεύει έτσι είναι που
ουδείς –παρά τις μύριες όσες γκρίνιες- δεν μπαίνει στον κόπο να κάνει κάτι για
να το αλλάξει, ώστε κάποτε να φτάσουμε στο σημείο να δουλεύει όπως πρέπει κι
όχι όπως μπορεί…
Σε
προηγούμενο άρθρο μοιράστηκα τις εμπειρίες που είχα στο ευαγές ίδρυμα του
Ευαγγελισμού. Αυτές τις μέρες γνώρισα από κοντά το Γενικό Κρατικό Νικαίας και
το ΝΙΜΙΤΣ, οπότε «νέοι ορίζοντες, Μικέ!».
Δεν
θα αναλύσω τις περιπέτειες της Πολυάννας σε τούτο το νέο νοσοκομειακό
μικρόκοσμο, θα πω όμως, ότι γνώρισα δύο νοσοκομεία σε «δύσκολες στιγμές», τόσο
δικές μου, όσο και δικές τους.
Αν
θέλω να βάλω τα πράγματα σε μία σειρά, χωρίς πολλά πολλά, ας ξεκινήσω απ’ τα
έξω προς τα μέσα:
· Τα περισσότερα δημόσια νοσοκομεία είναι παλιά και
κακοσυντηρημένα.
Αυτό
συντελεί πολύ στην κακή εικόνα που έχουμε γι’ αυτά, λειτουργία περισσότερο
«ψυχολογική», παρά ουσιαστική, η οποία ωστόσο είναι εξαιρετικής σημασίας για το
τι κάνουμε τελικώς όταν φτάσει η ώρα να τα χρειαστούμε. Έτσι, εάν μεν
διαθέτουμε κάποια χρήματα ή μια καλή ασφάλιση, συνήθως «ιδιωτική», θα
προτιμήσουμε να εξασφαλίσουμε ένα καλύτερο περιβάλλον, θεωρώντας ότι έτσι
εξασφαλίζουμε καλύτερη περιποίηση ή καλύτερη ιατρική παρακολούθηση.
Λάθος νομίζω· το μόνο που εξασφαλίζουμε είναι
ξενοδοχειακές παροχές. Καλύτερο «σέρβις» ενδεχομένως, όχι όμως καλύτερη
ποιότητα γιατρών και νοσηλευτών.
· Το προσωπικό των νοσοκομείων, τόσο το ιατρικό, όσο
και το νοσηλευτικό δεν επαρκεί.
Ανεξάρτητα
με τους όποιους λόγους το κακό δημόσιο θρέφει τα πελατάκια του, η ουσία είναι
πως δεν υπάρχουν ούτε αρκετοί γιατροί (που προτιμούν να ιδιωτεύσουν), ούτε
αρκετοί νοσηλευτές και νοσηλεύτριες. Όχι αρκετοί για την πληθώρα των ανθρώπων
που καθημερινά προσεγγίζουν τα νοσοκομεία και σίγουρα δεν το κάνουν από
ευχαρίστηση, αλλά από πραγματική ανάγκη. Έτσι, δεν μπορείς να αφήσεις ασθενή
χωρίς «συνοδό», ιδίως αν η περίπτωσή του είναι πολύ σοβαρή, διότι –ακόμα κι
όταν υπάρχει εξαιρετική θέληση, την οποία μπορώ να μαρτυρήσω ότι έχω δει να
υπάρχει- απλώς δεν τους προλαβαίνουν όλους. Ιδίως στις νυχτερινές βάρδιες, όπου
συνήθως είναι μία νοσοκόμα σε έναν ολόκληρο όροφο για τόσους ασθενείς.
· Ένα προσωπικό που είναι εξαντλημένο και τρέχει
διαρκώς, ιδίως τις ημέρες που τα νοσοκομεία εφημερεύουν, δεν διαθέτει χρόνο για
«δημόσιες σχέσεις», ούτε για μικροανάλυση της συμπεριφοράς του.
Έτσι,
ερχόμαστε δυστυχώς αντιμέτωποι με όχι και τόσο ευχάριστες συμπεριφορές, οι
οποίες διογκώνονται και από τις δύο πλευρές απολύτως δικαιολογημένα: Το μεν
προσωπικό είναι κουρασμένο, οι δε ασθενείς και οι οικείοι τους είναι
ταλαιπωρημένοι και ζουν το δικό τους, ατομικό
δράμα, με αποτέλεσμα, το παραμικρό να γίνεται μεγάλη υπόθεση και αφορμή για
αφορισμούς. Είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε πως εμείς έχουμε μόνον έναν ασθενή
να νοιαστούμε, ενώ αυτοί έχουν πολλούς, ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις που
χρειάζεται να τους θυμίζουμε –και δεν είναι καθόλου κακό- ότι αυτή ακριβώς
είναι και η δυσκολία της δικής τους δουλειάς, την οποία οφείλουν να κάνουν,
αντέχουν δεν αντέχουν.
· Η επιστημονική κατάρτιση ενός γιατρού δεν έχει
καμία σχέση με το πού αυτός εργάζεται!
Είναι
απολύτως παραπλανητική και καλά μεθοδευμένη –αν με ρωτάς- η άποψη ότι «καλός»
γιατρός είναι μόνο ο γιατρός που εργάζεται στο ιδιωτικό νοσοκομείο και ότι στα
δημόσια νοσοκομεία βρίσκεται η «πλέμπα» του ιατρικού σώματος. Υπάρχουν
εξαιρετικοί γιατροί στα δημόσια νοσοκομεία, οι οποίοι έχουν άριστες σπουδές,
είναι ικανοί και μάλιστα, εκπαιδεύονται σε πραγματικά πολύ δύσκολες συνθήκες. Το ότι δεν έχουν όλοι τη
δυνατότητα να ανοίξουν ένα δικό τους ιατρείο ή καλές «γνωριμίες» μέσα στα
κυκλώματα των ασφαλιστικών –ελάτε, μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, όλοι
ξέρουμε ότι υπάρχουν- δεν σημαίνει ότι είναι «λιγότερο καλοί» γιατροί ή ότι δεν
μπορούμε να τους εμπιστευτούμε. Ωστόσο, η δική μας προκατάληψη απέναντι στο
σύστημα υγείας, που εν πολλοίς βαραίνει στις δικές τους πλάτες, λειτουργεί ως
καθρέφτης, δημιουργώντας συμπεριφορές υπεροπτικές εκ μέρους τους. Ένα κόμπλεξ
που συντηρεί το φαινόμενο του να μην σου απαντάει ποτέ κανείς για το τι έχει ο
άνθρωπός σου ή για το πώς βαίνει η κατάστασή του και φυσικά, να μην λαμβάνεις
καμία αντίδραση στην ερώτηση «πότε θα βγούμε από δω μέσα». Ένας φαύλος κύκλος
είναι αυτός, τον οποίο άντε να τον κατανοήσεις ή και να συμβιβαστείς μαζί του,
όταν εσύ έχεις το πρόβλημά σου! Μόνο να λύσεις το ψυχολογικό του γιατρού σου
έλειπε...
· Εξωτερικά ιατρεία – αυτή η μάστιγα!
Όσο
παλιά κι αν είναι τα νοσοκομεία, όσο δυσαρεστημένοι κι αν είμαστε απ’ την
έλλειψη προσωπικού όταν το θέλουμε, νομίζω ότι η πραγματικά κακή εικόνα που μας
μένει απ’ αυτά είναι αυτή των εξωτερικών ιατρείων. Διότι, ευτυχώς, δεν φτάνουμε
όλοι στο σημείο να «αξιολογήσουμε» τη νοσηλεία εντός του νοσοκομείου, αφού φεύγουμε
μετά τη σύντομη –εντάξει, το «σύντομη» δεν είναι σωστή λέξη, αλλά καταλαβαίνεις
τι εννοώ- επίσκεψή μας στα εξωτερικά τους ιατρεία, απ’ τα οποία συνήθως
αποχωρούμε με ένα σιχτίριασμα στο στόμα…
Αν
ήμουν υπουργός Υγείας, νομίζω πως αυτό θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έκανα:Εξωτερικά
Ιατρεία Κοινής Λογικής! Που σημαίνει
πάνω κάτω: Ορθολογικότερη κατανομή εφημεριών στα νοσοκομεία κατ’ αρχήν! Δεν
γίνεται να εφημερεύει μόνο ένα «μεγάλο» νοσοκομείο κάθε φορά, το οποίο θα
επιλέξεις αναγκαστικά, έναντι των «μικρών», διότι υποτίθεται ότι εκεί θα
μπορείς να κάνεις όλες τις απαραίτητες εξετάσεις, αφού διαθέτουν και τα
κατάλληλα όργανα και τα κατάλληλα εργαστήρια! Διότι, για να πάρεις σειρά
τελικώς στον τομογράφο π.χ. ενός μεγάλου νοσοκομείου, πρέπει να περάσουν
ολόκληρα μερόνυχτα αναμονής κι αν είσαι «άτυχος» και κάνεις εισαγωγή στο
νοσοκομείο αυτό, τότε μπορεί η αναμονή σου να αγγίξει τις εβδομάδες! Παράλογο;
Κι όμως έτσι συμβαίνει!
Τα
εξωτερικά ιατρεία θα έπρεπε να έχουν αποκλειστικά δικά τους εργαστήρια! Δηλαδή
άλλα απ’ αυτά που έχει το νοσοκομείο. Άλλο ακτινολογικό γι’ αυτά, άλλο για το
νοσοκομείο. Άλλο αιματολογικό γι’ αυτά, άλλο για το νοσοκομείο. Θα μου πεις, αυτά κοστίζουν. Σύμφωνοι, αλλά αν υπάρχει λόγος να δαπανηθούν
κονδύλια για την υγεία, ας γίνει μια αρχή σε κάτι που θα πιάσει τόπο! Εάν
διώξεις τον κόσμο στο μισό χρόνο, αντί να τους συσσωρεύεις στους διαδρόμους να
περιμένουν, τότε θα μπορείς να εξυπηρετήσεις ακόμα περισσότερους στον ίδιο
χρόνο και -με καλό συντονισμό- θα χρειάζονται λιγότερα εφημερεύοντα νοσοκομεία.
Επιπλέον, εξασφαλίζεις καλύτερη εξυπηρέτηση για τον κόσμο, που δεν θα φτάνει σε
σημείο να πιάνει τους γιατρούς από το λαιμό απ’ τον εκνευρισμό, αλλά και
λιγότερο χρόνο έκθεσης σε μικρόβια και λοιμώξεις, που με τη σειρά τους γεννούν
καινούργιους ασθενείς και πάει λέγοντας…
Στ’
αλήθεια είναι πολλά αυτά που θα ήθελα να πω και λυγίζω στο βάρος της ευθύνης να
είμαι αντικειμενική, παρακάμπτοντας το ότι πονάει η ψυχή μου για το δικό μου
άνθρωπο. Κανείς δεν πηγαίνει στα νοσοκομεία για να περάσει ευχάριστα το χρόνο
του, παρέα με σωληνάκια, ενέσεις και σκοραμίδες, στην καλύτερη περίπτωση. Όλους
κάποια ανάγκη μας οδήγησε εκεί…
Αυτή
την ανάγκη κάποιοι μπορεί και να την εκμεταλλευτούν, όπως γίνεται κάθε φορά που
βρίσκεται κανείς με σκυμμένο το κεφάλι: Είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να του
«ρίξουν» μια στο σβέρκο και να σωριαστεί στο πάτωμα. Κι όλες αυτές οι
τρομακτικές ιστορίες που κατά καιρούς έχουμε ακούσει ή ζήσει μέσα στους
διαδρόμους ή στα δωμάτια ενός νοσοκομείου, όσο υπερβολικές κι αν είναι, δεν
παύουν να έχουν μεγάλες δόσεις από αλήθεια.
Έχει
πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει το ελληνικό σύστημα υγείας προκειμένου να
αισθανθούμε κάποτε πως η δουλειά γίνεται «σωστά». Και οι λίγοι που κι εδώ
τραβάνε το κάρο δεν φτάνουν κι αν τώρα φτάνουν, θα έρθει η στιγμή που και αυτοί
θα κουραστούν.
Χρειάζεται
αλλαγή νοοτροπίας, χρειάζεται εκπαίδευση, χρειάζεται άλλη κουλτούρα και στ’
αλήθεια πείτε μου πού δεν χρειάζονται όλα αυτά, για να το επαναλαμβάνουμε τόσες
φορές και να μην το κάνουμε ποτέ;
Εκείνο
που στ' αλήθεια με θυμώνει είναι πως πολλά πολλά χρόνια πριν το σήμερα που
ζούμε εμείς, εκεί στο μακρινό Σκούταρι, μια καλομαθημένη Βρετανίδα, ένα
πλουσιοκόριτσο με όλα του τα καλά, θυσίαζε τα πλούσια αγαθά του, τα νιάτα του
και την ομορφιά του, στο βωμό της φροντίδας όλων όσων είχαν την ανάγκη του.
Με
μία πλάκα σαπούνι, πολλούς κουβάδες καθαρό νερό, με ένα περίσσιο χάδι, με
λιγότερο ύπνο έκανε όλα εκείνα που εμείς καθόλου αυτονόητα δεν θεωρούμε ακόμα
και σήμερα…
Με μία λάμπα στο χέρι, η Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ έγραψε
τη δική της ιστορία στο χώρο της φροντίδας κι έμεινε γνωστή ως η «Κυρία με τη
Λάμπα», χαρίζοντας το όνομά της στο μετάλλιο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού,
φωτίζοντάς μας το μονοπάτι για το πώς μπορεί να γίνει διαφορετικά…
SCORPIONS – SEND ME AN ANGEL
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου