Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Σήμερα θυμήθηκα μια παλιά ιστορία διακοπών. Αναγκαστικά μοναχικών και στενάχωρων διακοπών. Αλλά η ιστορία είναι καλή και σήμερα την ξαναφέρνω στην επιφάνεια, μέσα από τούτη εδώ τη «σελίδα».
Ίσως γιατί αυτά που αγαπάμε πραγματικά, δεν έχουν
ποτέ ημερομηνία λήξεως...
**************************
Η ιστορία πάει κάπως έτσι: Αγαπώ έναν ιστιοπλόο. Πάει καιρός τώρα, ούτε που
θυμάμαι πόσος.
Κάθε
καλοκαίρι ζω το δράμα της εγκατάλειψης, ξανά και ξανά, αφού τον κλέβει μια
«άλλη», άγνωστη σε μένα, μα και τόσο
γνωστή συνάμα, που τη φωνάζουν «θάλασσα». Μια εγκατάλειψη και μια «απάτη» που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου και δεν μπορώ ούτε καν να διαμαρτυρηθώ.
Μια
«μοιρασιά» που γίνεται, χωρίς κανείς να με ρωτήσει…
Όλα
τα καλοκαίρια που πέρασαν από τότε που αγαπώ τον ιστιοπλόο, δεν αναρωτήθηκα
ποια είναι τούτη η όμορφη, ούτε γιατί καταφέρνει με τέτοια ευκολία να τον πάρει
από μένα. Κι όλοι γύρω μου το βρίσκουν φυσικό, τόσο που με έπεισαν πως έτσι
μάλλον θα είναι, αν αγαπάς έναν ιστιοπλόο, τότε τον μοιράζεσαι με εκείνη την
ξεμυαλίστρα, που μοιάζει να τον ταξιδεύει καλύτερα από σένα.
Ευτυχώς,
δεν τον χρειάζεται τόσο κι έτσι στον ξαναφέρνει αργά ή γρήγορα πίσω, για να
ξεχειμωνιάσει κοντά σου.
Στην Ελλάδα που έχουμε οκτώ μήνες καλοκαίρι όμως, είναι πιο πολύ τ’ αργά, παρά το γρήγορα.
Στην Ελλάδα που έχουμε οκτώ μήνες καλοκαίρι όμως, είναι πιο πολύ τ’ αργά, παρά το γρήγορα.
Αγαπώ
έναν ιστιοπλόο, αλλά δεν αγαπώ τα καράβια, σας το είπα;
Μέχρι
τώρα δεν τα αγαπούσα γιατί κουνούσανε μόνο, τώρα δεν τα αγαπώ γιατί αυτά
χρησιμοποιεί η κακούργα για να τον πάρει μακριά μου.
Όσοι
νομίζετε πως τούτο δω είναι η διήγηση μιας ρομαντικής ιστορίας, όπου η ξανθιά
εύθραυστη δεσποσύνη εγκαταλείπεται και κλαίει, βήχοντας ελαφρά στο δαντελένιο
μαντηλάκι της, καλύτερα σταματήστε την ανάγνωση και τρέξτε να αγοράσετε ένα
Άρλεκιν, τώρα που μαθαίνω πως ξαναγίνανε της μόδας.
Εγώ
πολύ απέχω απ’ την εύθραυστη ξανθιά Αγγλίδα των αισθηματικών μυθιστορημάτων,
επιπλέον δε, όταν με κατσικώνει ο διάβολος, τα μυστήρια δεν τα πολυπαραδέχομαι.
Κι αρχίζω και τα ψάχνω.
Δεν
αγαπώ τα καράβια όπως είπα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα άφηνα τον «αγώνα» στη
μέση! Όταν αποφάσισα ότι αγαπώ τον ιστιοπλόο, έγινα η καλύτερη μαθήτρια που
μπορεί να υπάρξει. Διάβασα, έμαθα. Χρήσιμα πράγματα! Όπως το τι είναι η σκότα
και η σακολέβα. Πώς δουλεύει ο μακαράς και τι είναι τα τσαμαντάνια. Τι είναι τα
ύφαλα και τι ο φλόκος. Απορώ πώς ζούσα μέχρι τότε χωρίς αυτή τη γνώση!
Μέχρι
σε «μηχανή προσομοίωσης» μπήκα, για να μου περάσει ο φόβος του κουνήματος! Αυτό
το τελευταίο, μη το δοκιμάσετε! Παντού υπάρχει ένας μύθος και ο φόβος του
κουνήματος έτσι δεν φεύγει!
Όλα
τα διάβασα κι όλα τα έμαθα. Όμως κάτι μου ξέφευγε συνεχώς!
Μια
βδομάδα τώρα, εδώ πάνω που ήρθα, κοιτάζω αυτή την γαλανή πρόστυχη από την ακτή
και βάζω κάτω και μετράω τα προσόντα της, για να δω τι έχει τούτη παραπάνω από
μένα:
Εντάξει,
είναι γαλάζια, αλλά κι εγώ δεν πάω πίσω, αν με κοιτάξεις στα μάτια, έχω πολύ
γαλάζιο μέσα τους, αρκετό για ένα ταξίδι ή και δύο ή και όσα αποφασίσεις να
κάνεις, εκπτώσεις δεν κάνουμε σε τέτοια...
Εντάξει,
είναι απέραντη, της το αναγνωρίζω, αλλά κι εμένα μικροσκοπική δεν με λες! Την
έχω την απεραντοσύνη μου!
Κι
αν το καλοσκεφτείς, τι μου λείπει δηλαδή; Δεν έχω εγώ πλούσιο «θαλάσσιο
διαμελισμό»; Δεν έχω ακτογραμμή; Όχι πολύ μεγάλη, η αλήθεια είναι, αλλά ότι έχω,
έχω κι εγώ το κατιτίς μου! Και τα «βράχια» μου έχω και τις καμπύλες μου έχω κι
από «φάρους» και «σπήλαια», άλλο τίποτα!
Και
λες δεν ξέρω από κουνήματα, για να με πεις ξελογιάστρα; Μην κοιτάς που θέλω να
σε κερδίσω με το μυαλό μου! Και το κούνημα μυαλό θέλει και μάλιστα πολύ.
Διαφορετικά, σε λένε αλλιώς...
Και
μήπως υστερώ σε «φουρτούνες» ή σε «μπουνάτσες»;
Και γλυκιά και τρυφερή είμαι και τρικυμιώδης γίνομαι, άμα θέλω, έτσι για να μην βαριέσαι και ποτέ δηλαδή!
Και γλυκιά και τρυφερή είμαι και τρικυμιώδης γίνομαι, άμα θέλω, έτσι για να μην βαριέσαι και ποτέ δηλαδή!
Ή
τάχα μου λείπει το μυστήριο, το βάθος, το άγνωστο;
Όπως όλοι μας, διαθέτω τα πάντα κι επειδή έχω και οξύτατη φαντασία, ενδείκνυμαι και για τα πιο επικίνδυνα σπορ.
Όπως όλοι μας, διαθέτω τα πάντα κι επειδή έχω και οξύτατη φαντασία, ενδείκνυμαι και για τα πιο επικίνδυνα σπορ.
Φωτιά,
γυναίκα και θάλασσα, λένε είναι οι τρεις μεγάλοι κίνδυνοι. Με τη φωτιά δεν θα
ασχοληθώ αυτή τη στιγμή, διότι αγαπώ ιστιοπλόο κι όχι πυροσβέστη, αλλιώς έχω
και για τη γούνα της πολλά ράμματα…
Αλλά
αφού εγώ είμαι γυναίκα, οφείλετε να παραδεχτείτε τουλάχιστον ότι παίζω στην
έδρα μου και απ’ αυτή την άποψη, μπορώ να κοντραριστώ επί ίσοις όροις με τη
γαλανή μέγαιρα.
Στο κάτω κάτω, δεν μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν γιατί προσπάθησε, έτσι δεν είναι;
Και όπως έλεγε και η Βουγιουκλάκη, πριν τραγουδήσει το «Λευτέρη, Λευτέρη», «τον δικό μου τον άντρα θα τόνε ξελογιάσω εγώ!»
Στο κάτω κάτω, δεν μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν γιατί προσπάθησε, έτσι δεν είναι;
Και όπως έλεγε και η Βουγιουκλάκη, πριν τραγουδήσει το «Λευτέρη, Λευτέρη», «τον δικό μου τον άντρα θα τόνε ξελογιάσω εγώ!»
Σήμερα
λοιπόν, μέτρησα τι είναι πιο σημαντικό για μένα: Ο φόβος μου ή ο ιστιοπλόος και
μάλλον νίκησε κατά κράτος εκείνος, διότι αποφάσισα να πάω να αντιμετωπίσω και
τη φοβία μου και την ύαινα!
Βέβαια,
για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν θα το έκανα, αν η συγκυρία δεν
βοηθούσε.
Δεν
θα σας κουράσω με λεπτομέρειες: Ένα κινητό που έπεσε, κάποιος που το σήκωσε,
κουβέντα πιάστηκε, μικρό το μέρος, πέφτεις συνεχώς πάνω στους ίδιους κι έτσι
σήμερα το πρωί, πείστηκα απ’ την μικρή παρέα Γερμανών, που θέλανε πραγματικά να
είναι φίλοι μας και κυρίως απ’ τον καπετάνιο τους, που λύσσαξε να με πάει βόλτα
και δεν δεχόταν το «όχι» ως απάντηση, να τους ακολουθήσω σε μικρή γυροβολιά,
έτσι «για να δούμε πώς θα τα πάω».
Εγώ
εξηγήθηκα σε άπταιστα αγγλικά, συνεπικουρούμενα με αρκετή νοηματική που κρίθηκε
απαραίτητη σύμφωνα και με τις περιστάσεις, ότι πρώτον θα πηγαίνει ακτή-ακτή,
αλλιώς θα ακουστεί το «άνθρωπος στη θάλασσα» και δεύτερον, ότι θα πηγαίνει
«σιγά-σιγά». Επίσης, καμία ευθύνη δεν αναλάμβανα για τυχόν ζαλάδες, λιποθυμίες
ή «εξωτερίκευση του εσωτερικού μου κόσμου» πάνω στην καλογυαλισμένη του
κουβέρτα. Καλού κακού του έδωσα το τηλέφωνο των δικών μου και κάτι καλών
φιλενάδων μου που επέμεναν να κάνω καινούργιες παρέες, ώστε να έχουμε και έναν
γνωστό βρε αδελφέ στη Γερμανία, άνθρωποι είμαστε, πού ξέρεις τι θα γίνει!
Κι
έτσι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, έβγαλα τα σανδαλάκια μου και πάτησα ξυπόλυτη
–και τρέμοντας- στο σκάφος.
Ένα
σκάφος που λεγόταν «LIBERTY», κάτι που μου φάνηκε εξαιρετικός οιωνός. Διότι,
εδώ που τα λέμε, αν λεγόταν "Μαρίτσα" θα είχα λιγότερους λόγους να
πάω...
Το
«ξυπόλυτη» δε, ήταν κίνηση που εκτιμήθηκε πολύ απ’ τον καπετάνιο όπως φάνηκε,
διότι διέθετα την κοινή λογική ή και τη γνώση, πού να θυμάμαι τώρα, ότι στα
σκάφη δεν μπαίνουν με τακούνια, τσόκαρα και γενικώς…πατούμενα.
Η
παρέα αποτελούνταν από τον Γιόχαν (καπετάνιο), την Αλίκη, τον Χανς, τον Στέφεν
και την Μπριγκ. Με μένα, έξι το σύνολο, αν κι εγώ δεν πιάνομαι, αφού δεν
μπορούσα να τους προσφέρω καμία βοήθεια, αν αυτή χρειαζόταν, που είχα κάνει
τριάντα τάματα μέχρι εκείνη την ώρα να μην χρειαστεί.
Όλοι
τους ήταν προφανές ότι το είχαν ξανακάνει, οπότε έκαναν διάφορα πράγματα που
μου φαίνονταν εντελώς ξένα –όπως κι αυτοί εξάλλου- κάτι για κλίση προς τα πάνω
τίνος πράγματος δεν κατάλαβα, κάτι για πώμα αποστράγγισης, κάτι που κάνανε με
τη ράμπα, τέλος πάντων, άγνωστα πράγματα, πρώτη μικρή εγώ, οπότε, αφού δεν
μπορούσα να κάνω τίποτα, επικεντρώθηκα στο να διώξω τη ζαλάδα και τη θολούρα
που είχε αρχίσει να με κυριεύει.
Επειδή
οι προσευχές μου από καιρό έχουν ξεχαστεί, χρησιμοποίησα ό,τι παιδικό
τραγουδάκι ήξερα, με εμμονή στον «Κιθαρίστα», ξέρετε αυτόν που «έβαλε πλώρη για
Αγγλία, μα η μεγάλη τρικυμία τον έριξε εις το Κογκό,
ντο-σι-λα-σολ-φα-μι-ρε-ντο», ώσπου κατάλαβα ότι λάθος τραγούδι είχα διαλέξει
και το γύρισα στο «ήταν ένα μικρό καράβι», μέχρι που έφτασα στο «αταξίδευτο»
και μέχρι να αποφασίσω «σε ποιον θα έπεφτε ο κλήρος», το LIBERTY είχε ξεκινήσει….
Και
τότε ήρθε στο μυαλό μου η μέρα που γεννούσα την κόρη μου, περίεργο πράγμα το
μυαλό τ’ανθρώπου.
Ναι,
ήταν το ίδιο πείσμα που με είχε κυριεύσει και τότε, όταν έλεγα ότι «εγώ θα φανώ
κυρία και δεν θα φωνάξω από τους πόνους, διότι εγώ είμαι μία κυρία και δεν θα
βρίσω τον πατέρα του παιδιού μου μέχρι τετάρτης γενεάς, διότι εγώ είμαι μία
κυρία και…»...Μετά από 18 ώρες απίστευτων πόνων, όπου μία σφαίρα ήταν το μόνο
που χρειαζόμουν, είχα πάψει να είμαι πια κυρία, θύμιζα πιότερο ριντό
κουρελιασμένο, αλλά είχα γεννήσει!
Τα είχα μεν καταφέρει, αλλά από το πολύ το σφίξιμο από πάνω ως κάτω είχα γεμίσει μικροσκοπικά σπιθουράκια κι ήμουν όλη ένα πιτσιλωτό κατασκεύασμα, σαν πολεμικός χάρτης με πινέζες-στόχους ένα πράγμα!
Τα είχα μεν καταφέρει, αλλά από το πολύ το σφίξιμο από πάνω ως κάτω είχα γεμίσει μικροσκοπικά σπιθουράκια κι ήμουν όλη ένα πιτσιλωτό κατασκεύασμα, σαν πολεμικός χάρτης με πινέζες-στόχους ένα πράγμα!
Ο
καπετάνιος ήταν καλός και εγώ που τίποτα δεν ήξερα, τούτο μόνο το ήξερα:
Όταν
είμαστε πάνω στο πλοίο, ακούμε και κάνουμε μόνο αυτό που λέει ο καπετάνιος.
Βασική αρχή, που την εφαρμόζω στα πλοία που δεν ανεβαίνω, αλλά φρονώ ότι απαιτείται και στα σπίτια,
στις οικογένειες και γενικώς.
Γερμανικά
δεν καταλάβαινα, αλλά ήταν τόσο καλός που, αφού είπε ό,τι ήταν να πει στους
άλλους, άρχισε να μιλάει σε μένα, να μου λέει για τις όμορφες παραλίες που θα
με πήγαινε, για το πόσο όμορφη είναι η πατρίδα μου και ότι του αρέσει τόσο που
τα τελευταία δέκα χρόνια είναι εδώ κάθε καλοκαίρι, αρμενίζοντας τα νερά μας και
με τούτα και με κείνα αναγκάστηκα να προσέχω τι λέει για να απαντάω και δεν
σκεφτόμουν το φόβο μου.
Μου έδειξε πώς πιάνουνε τη λαγουδέρα, μου εξηγούσε τι είναι τα «καμάρια», πώς λειτουργεί το κουρζέτο, και πώς γίνεται το μουδάρισμα, όροι τους οποίους είχα εμπεδώσει απ’ την πρότερη άριστη, αν και διαδικτυακή, εκπαίδευσή μου.
Το τι τράβηξα να τους μεταφράσω δε από τα αγγλικά στα ελληνικά και μετά στα ιστιοπλοϊκά, μόνο ο Ποσειδώνας το ξέρει!
Μου έδειξε πώς πιάνουνε τη λαγουδέρα, μου εξηγούσε τι είναι τα «καμάρια», πώς λειτουργεί το κουρζέτο, και πώς γίνεται το μουδάρισμα, όροι τους οποίους είχα εμπεδώσει απ’ την πρότερη άριστη, αν και διαδικτυακή, εκπαίδευσή μου.
Το τι τράβηξα να τους μεταφράσω δε από τα αγγλικά στα ελληνικά και μετά στα ιστιοπλοϊκά, μόνο ο Ποσειδώνας το ξέρει!
Αλλά
τότε, μπόρεσα να δω αυτό που βλέπουνε όλοι εκείνοι που λατρεύουνε να ταξιδεύουν
έτσι. Ανοικτός ορίζοντας, βαθύ γαλάζιο που γινόταν πού και πού πράσινο και πάλι
σκούρο μπλε, όλα αυτά με τον αέρα να σου χτυπάει το πρόσωπο. Νόμιζα πως έκανα
πατινάζ, τόσο ήρεμα που γλίστραγε το LIBERTY
στο νερό, δεν είχα πια φόβο και με την ήσυχη και χαλαρή φωνή της παρέας που
γέλαγε, νόμιζα πως ήμουν η πρωταγωνίστρια του «Τιτανικού» και μόνο ο Ντι Κάπριο
έλειπε να μου σηκώσει τα χεράκια και η Σελίν Ντιόν να τραγουδήσει το περίφημο
άσμα…και ουπς!
Τιτανικός;
Αυτός βούλιαξε, φίλε!
Και
τώρα περνάει δίπλα μας το καραβάκι για τις κρουαζιέρες και έκανε απόνερα
και…ήρθε το τέλος μου αδέλφια! Γέρνω! Και σκασίλα μου για τον Ντι Κάπριο, τον
καλό τον καπετάνιο και την όμορφη ξελογιάστρα, που χάρισμά της κι ο ιστιοπλόος!
Εγώ γέρνω!!!! Και όχι, δεν θα φωνάξω, ούτε θα με πιάσει υστερία, διότι εγώ
είμαι κυρία και πώς σταματάει να γέρνει τούτο το πράμα, που σιγά το LIBERTY που είναι, αφού δεν είμαι ελεύθερη ούτε να φύγω
από δω… «Μα πού να πάω», που τραγουδάει και ο Αδαμαντίδης, το κοριτσάκι μου δεν
θα το ξαναδώ και τι τις θέλω εγώ τις αηδίες τώρα στα πίσω πίσω, να δω λέει τι
της βρίσκει της θάλασσας, ό,τι και να της βρίσκει, χάρισμά της!!!!
Ενώ
εγώ ήμουν βασικό πρόσωπο σε αρχαία τραγωδία και παραληρούσα (από μέσα μου
πάντα), όλοι οι άλλοι δεν είχαν κουνήσει βλέφαρο. Ενώ εγώ τραγουδούσα τον
εθνικό ύμνο (όχι μόνο τον δικό μας, αλλά και των Γάλλων, διότι αυτόν είχα
πρόχειρο, μια Μασσαλιώτιδα πάντα χρειάζεται) και ό,τι λαϊκό σε άσμα θυμόμουν,
μαζί με τον Αντώνη, το βαρκάρη, το σερέτη (αφού έχω και ευρυτάτη μόρφωση
εξάλλου), καπετάνιος και λοιποί Γερμανοί στην κοσμάρα τους! Μιλούσαν κανονικά,
σαν να μην έτρεχε τίποτα κι ούτε που τους πέρναγε απ’ το νου το δράμα που
ζούσα!
Άτιμος
λαός, το αποφάσισα, δεν θα γίνετε φίλοι μας ποτέ!
Το
LIBERTY κάποια στιγμή επανήλθε στα «συγκαλά» του και το
υπόλοιπο ταξίδι κύλησε ήρεμα, ευτυχώς που κρουαζιέρες γίνονται μόνο μια φορά τη
μέρα! Δεν ήταν άλλωστε και πολύ μεγάλο ταξίδι, διότι ο καπετάνιος την ανθίστηκε
τη δουλειά και τη μαύρη του μοίρα, ότι θα του έμενα στα χέρια δηλαδή. Μπορεί να
μην έβγαλα άχνα η έρμη –η περδικούλα μου το ήξερε!- αλλά τα γνώριμα σπιθουράκια
της γέννας είχαν επανέλθει! Και είχα γεμίσει ολόκληρη! Η μούρη μου ήταν μια
ομορφιά! Εγώ δεν το έβλεπα, αλλά όλοι οι άλλοι δεν ήταν τυφλοί! Οπότε, για να
μην αφήσω το πτώμα μου εκεί, ο καπετάνιος σκέφτηκε ότι «για πρώτη φορά» είχα
λάβει αρκετή εμπειρία κι ότι «για σήμερα» ήταν αρκετά. Ευτυχώς, την επομένη
έφευγα, λεπτομέρεια την οποία σκοπίμως απέκρυψα!
Ο
γυρισμός ήταν καλύτερος. Ένα περίεργο πράγμα, όταν τελειώνει μια δοκιμασία
πάντα νομίζεις ότι φτάνεις πιο γρήγορα, πιο εύκολα, πιο άνετα.
Στην επιστροφή κατάφερα να δω γύρω μου τις παραλίες, να κοιτάξω μακριά και να μην σκέφτομαι τίποτα άλλο παρά μόνο τον ανοικτό ορίζοντα, το γαλάζιο νερό, το λαμπερό ήλιο και τη σιχαμένη ξελογιάστρα.
Στην επιστροφή κατάφερα να δω γύρω μου τις παραλίες, να κοιτάξω μακριά και να μην σκέφτομαι τίποτα άλλο παρά μόνο τον ανοικτό ορίζοντα, το γαλάζιο νερό, το λαμπερό ήλιο και τη σιχαμένη ξελογιάστρα.
Τότε,
κοιτώντας μια παρέα Γερμανών που ελάχιστα γνώριζα να κουβεντιάζει χαλαρά,
χαρούμενα και να μοιράζεται στιγμές, απ’ αυτές που φτιάχνουν μόνο οι παρέες,
κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτή, η καημένη η ύαινα, ήταν όλα μαζί, οι ήχοι, ο
κόσμος, ο αέρας, η ησυχία της νύχτας όταν μία κουραστική μέρα έχει τελειώσει,
το φαγητό που μοιράζονται σ’ ένα πρόχειρο τραπέζι, ο ύπνος που έτσι να κάνεις
βρίσκεσαι αγκαλιά με το διπλανό σου, το «μαζί» και το ταυτόχρονο «μόνος» που
σου εξασφαλίζει αυτό το ταξίδι κι αυτή η επαφή.
Όλα
αυτά είναι που μου κλέβουν τον ιστιοπλόο που αγαπώ κι όχι μόνο η θάλασσα.
Τσάμπα
τα έβαζα μαζί της, εκείνη είναι μόνο ο δρόμος, η αφορμή…
Αγαπώ
έναν ιστιοπλόο και αγαπώ και τη θάλασσα. Κι ας φοβάμαι τα πλεούμενά της, αυτήν
δεν τη φοβάμαι. Εξάλλου, ψάρι είμαι κι εγώ!
Ούτε
νιώθω άσχημα πια για την «κλεψιά» της, αφού εκείνη δεν ενδιαφέρεται για έναν
μόνο ιστιοπλόο, δεν νοιάζεται να τον κρατήσει εκεί, τον στέλνει πάντα πίσω,
γιατί είναι γεμάτη συνεχώς από άλλους κι άλλους κι άλλους.
Άπιστο
θηλυκό κι αδηφάγο, τους παίρνει όλους, μα δεν κρατάει κανέναν για δικό της… Απ’
αυτήν την άποψη, αδίκως μας έχουν εξισώσει ως «κακά» της ανθρωπότητας.
Εκεί
είναι η διαφορά μας, εγώ αγαπώ έναν και μόνο ιστιοπλόο, αλλά εκείνη δεν τον
ξέρει, ούτε θα τον αγαπήσει ποτέ όπως εγώ, γιατί είναι ένας μόνο απ’ τους
πολλούς που θα την αρμενίζουνε. Κι επειδή δεν του χαρίζεται ολοκληρωτικά, γι’
αυτό εκείνος θα την κυνηγάει πάντα, έτσι παίζεται αυτό το παιχνίδι.
Τι
τα θες! Αυτή είναι η αλήθεια και δεν είναι διόλου κακή, αν το σκεφτείς.
Αγαπώ
έναν ιστιοπλόο και για το χατίρι του σήμερα προσπάθησα να ξεπεράσω τον εαυτό
μου.
Για το χατίρι του; Δεν είμαι τόσο σίγουρη πια.
Δεν μου ζήτησε ποτέ να καταλάβω τη δική του την αγάπη, ούτε να τον ακολουθήσω σε αυτό που του αρέσει τόσο.
Για το χατίρι του; Δεν είμαι τόσο σίγουρη πια.
Δεν μου ζήτησε ποτέ να καταλάβω τη δική του την αγάπη, ούτε να τον ακολουθήσω σε αυτό που του αρέσει τόσο.
Τότε,
γιατί το έκανα;
Γιατί ήταν η δική μου η ανάγκη να κατανοήσω ένα κομμάτι της ζωής του που του είναι σημαντικό, αυτή με έκανε σήμερα να δοκιμάσω να κάνω πράξη όσα διαβάζω τόσο καιρό.
Γιατί ήταν η δική μου η ανάγκη να κατανοήσω ένα κομμάτι της ζωής του που του είναι σημαντικό, αυτή με έκανε σήμερα να δοκιμάσω να κάνω πράξη όσα διαβάζω τόσο καιρό.
Τα
κατάφερα να ξεπεράσω τον εαυτό μου; Τις φοβίες μου; Όχι, δεν τα κατάφερα και ίσως δεν θα τα καταφέρω
ποτέ.
Κατάλαβα
όμως κάτι σημαντικό: Δεν είμαστε φτιαγμένοι σαν τα κομματάκια του παζλ που
πρέπει οπωσδήποτε να μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, αλλιώς δουλειά δεν γίνεται!
Ούτε το να μην μπορούμε να μοιραστούμε τα πάντα μειώνει την αγάπη που νιώθουμε
για τους άλλους. Υπάρχουν εκατομμύρια πράγματα που μπορούμε να κάνουμε μαζί κι ας
μην είμαστε «συνέχεια μαζί». Έχει κι αυτό την αξία του, είναι ελευθερία, είναι
χώρος, που αξίζει να τον δίνουμε στον άλλον, όπως μας τον δίνει κι αυτός.
Ήθελα
όμως να καταλάβω. Κι έπρεπε να προσπαθήσω.
Έκανα
ένα βήμα και κάπου εκεί, ανάμεσα στα μπαλονάκια, στον πρόβολο και στον πλωριό,
στα γαλάζια νερά, στον αέρα που έπαιζε με τα μαλλιά μου, στα σπιθουράκια που
γέμιζαν και πάλι το σώμα μου, σε μια παρέα Γερμανών που ίσως δεν τους ξαναδώ
ποτέ στη ζωή μου, εκεί που έχανα κι έβρισκα τον καλό εαυτό μου, εκεί κατάλαβα
πως μερικά πράγματα, μερικοί άνθρωποι πάντα θα αξίζουν να επιδιώκεις το ταξίδι,
όσο και να το φοβάσαι…
Αγαπώ
έναν ιστιοπλόο και εκείνος αγαπάει τα ταξίδια του. Κι εγώ τον αγαπώ που αγαπάει
τα ταξίδια του.
Γιατί ένα απ’ αυτά, άγνωστο σε διάρκεια και ένταση,
με μπουνάτσες και μποφώρια, ένα γαλάζιο ταξίδι του είμαι κι εγώ…
************
Η ιστορία είναι παλιότερη, όπως σας έγραψα και στην
αρχή.
Όμως κανένα ρήμα
δεν μπήκε σε χρόνο παρελθοντικό, διότι τίποτα δεν έχει αλλάξει απ' όσα
σκεφτόμουν ή ένιωθα τότε.
Έχει αλλάξει βέβαια κάτι σημαντικό: Από τότε
ξαναμπήκα σε σκάφος και ξαναματαμπήκα και θα ξαναματαμπώ.
Ξεπέρασα τον εαυτό μου και ίσως λίγο και τη φοβία
μου (μηδένα προ του τέλους, ξέρετε).
Δεν το έκανα για μένα, το έκανα για κάποιον άλλον.
Για το χατίρι κάποιου άλλου και δεν ντρέπομαι διόλου γι' αυτό.
Έγινα λίγο καλύτερη, βελτίωσα τον εαυτό μου -έστω
και σε αυτό μόνο.
Κάτι που με οδηγεί στο αυθόρμητο συμπέρασμα ότι
όντως η μεγαλοστομία που συνηθίζουμε να λέμε, ότι "η αγάπη καταφέρνει τα
πάντα" έχει κάποια βάση, αλλά το τι θα κάνουμε από κει και πέρα με δαύτη,
το πόσο θα χτίσουμε πάνω σε αυτή τη βάση, εξαρτάται αποκλειστικά από μας.
Πολλές φορές
φορές νομίζουμε ότι είμαστε πιο «τέλειοι» απ' όσο στ' αλήθεια είμαστε.
Θα πρότεινα να
αποδυθούμε λίγο τούτο το ναρκισσιστικό κομμάτι του εαυτού μας και να
επιτρέψουμε σε αυτό το καλό κίνητρο, την αγάπη για τον άλλο, να κάνει τη
δουλειά του.
Το να
βελτιώνουμε τον εαυτό μας είναι πάντα ένα καλό αποτέλεσμα, ακόμα και όταν το
κίνητρο δεν θα υπάρχει πια. Λειτουργεί καλά για το δικό μας μέλλον.
Αφενός, διότι
δεν είμαστε τόσο «τέλειοι» όσο νομίζουμε.
Αφετέρου, ακόμα
κι έτσι να είναι, ο εχθρός του καλού είναι πάντα το καλύτερο...
Είχα επιλέξει αρχικώς να σας βάλω για τραγουδάκι το
SAILING, ξέρετε, το γνωστό ύμνο του
ιστιοπλόου.
Όμως, θέλοντας να αποδείξω το ότι «δεν είμαι το
μέτρο» τελικώς, σας βάζω να ακούσετε έναν προσωπικό μου ύμνο:
"Capitán
Tapón" λοιπόν, από
τον Alejandro Sanz...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου