Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

ΕΥΑερα: «Ο Eυαγγελισμός της Πολυάννας»


Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου

Σίγουρα έχετε κι εσείς μία γριά θεία, που «δεν της έδωσε ο Θεός παιδιά, αλλά της έδωσε ο διάολος ανίψια», έτσι δεν είναι; Έχω κι εγώ, μα τούτη, η δική μου, καθόλου έτσι δεν είναι…
Η θεία αυτή, που λες, μια όμορφη μεγαλογυναίκα, που αν την πεις «γριά» θα σου κόψει και την καλημέρα, ήταν κάποτε η ωραιότερη κοπέλα στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Μάτια γατίσια, μαλλιά υπέροχα, δέρμα κατάλευκο, σώμα στητό.
Περπατούσε κι έτριζαν τα καλντερίμια… 
Κι αν πεις για κομψότητα;
Όλες ζηλεύανε τα φορέματά της, που τα
συνδύαζε πάντα με το σωστό καπέλο και απαραιτήτως με γάντια, ανάλογα με την κάθε περίσταση.
Μεγάλη πια, δεν έβγαινε απ’ το σπίτι ούτε για να πάει στο περίπτερο, χωρίς κραγιόν και κολιέ, διότι «η γυναίκα πρέπει να είναι πάντα περιποιημένη, να φυσάει στο πέρασμά της», συμβούλευε εμάς τις μικρανιψιές της.
Γιατί, βλέπεις, όπως πολλές πεντάμορφες, έτσι κι εκείνη, απ’ τις πολλές προτάσεις γάμου, έμεινε τελικώς ανύπαντρη… Η κατάρα της όμορφης, μάλλον.
Χωρίς παιδιά, αλλά με τόσα ανίψια να την αγαπούν. Ανεξάρτητη, πολυταξιδεμένη γυναίκα, κομψή και φινετσάτη πάντα. Ακόμα και τη στιγμή που την πόρτα της χτύπησε η αρρώστια…
Ένα τηλεφώνημα, ένα βαρύ εγκεφαλικό, ένας γιατρός στο σπίτι που έκανε την πρώτη διάγνωση, ένα ασθενοφόρο και νάμαστε όλοι στα επείγοντα του Ευαγγελισμού, τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, απογευματάκι, κατά τις έξι.
Με το νοσοκομείο σε εφημερία, νομίζω ότι ίσως και να τα έχω δει όλα πια σε αυτή τη ζωή…

Ένας συγγενής συνοδός επιτρεπόταν στα Επείγοντα, οπότε πήγα εγώ.
Μπαίνοντας με το φορείο απ’ το ΕΚΑΒ, μία γιατρός επιφορτίστηκε να πάρει το ιστορικό της. Αφού είπα όσα ήξερα για το περιστατικό και ανέφερα όλο το ιατρικό και φαρμακευτικό ιστορικό της, η γιατρός απεφάνθη: Είναι εγκεφαλικό (κάτι που το γνωρίζαμε ήδη, τώρα θες απ’ το στραβωμένο της στόμα, θες απ’ την απόλυτη σύγχυση και τα μπερδεμένα λόγια, θες που το είχε ήδη διαγνώσει η πρώτη γιατρός που καλέσαμε, θα σε γελάσω, πάντως το ξέραμε, δεν μας πρόσθεσε τίποτα σε γνώση.)
Οπότε σούμπιτοι μεταφερθήκαμε στη διπλανή αίθουσα, όπου γινόταν κυκλοφοριακή συμφόρηση απ’ τα φορεία!

Τροχαία ατυχήματα, εγκεφαλικά, ανακοπές, βαριές πνευμονίες, όλοι μαζί μαζί, κολλητά στο ίδιο πάρτι, εκεί στα επείγοντα του Παθολογικού! Μου έδωσαν κάτι χαρτιά που έπρεπε να πάω να σφραγίσω στο γραφείο κίνησης και μετά σε ένα άλλο γραφείο και μέχρι να γυρίσω, της είχαν φορέσει μία «ωραία πεταλούδα» (γιατί το λένε έτσι αυτό το άσχημο πράγμα, στ’ αλήθεια;), εντελώς κενή!
Εκεί κάπου άρχισε ο Γολγοθάς. Όλοι οι γιατροί μπαινόβγαιναν στην αίθουσά μας, έβαζαν ορούς στους ασθενείς, έπαιρναν τον πυρετό, έκαναν αιματολογικές εξετάσεις, έπαιρναν ούρα (εκεί αναμετάξυ μας όλα, μια οικογένεια ήμασταν πια), η «δική μας» γιατρός άφαντη!
Πέρα απ’ τα όσα ρώτησε εμένα, δεν πέρασε ούτε το κατώφλι εκείνης της έρμης της πόρτας, δεν είδε από κοντά ούτε μια φορά την ασθενή!

Εν τω μεταξύ, γύρω να γίνεται ο κακός χαμός!
Οι νοσοκόμες δεν προλάβαιναν να τρέχουν απ’ τον έναν στον άλλον, κάνοντας ό,τι έπρεπε να κάνουν τέλος πάντων, τα περιστατικά δεν έλεγαν να αδειάσουν, μόνο πλήθαιναν όσο πέρναγε η ώρα και η μυρωδιά θύμιζε δημόσια ουρητήρια, ωστόσο ουδείς έδειχνε να ενοχλείται απ’ αυτό.
Μετά το πρώτο δίωρο, επιχείρησα να ρωτήσω τι στην ευχή περιμένουμε εκεί, για να μου απαντήσουν: «Ρωτήστε το γιατρό που σας παρέλαβε», κάτι που θα έκανα ευχαρίστως, αν μπορούσα να τη βρω, αλλά είχε ανοίξει η γη και την κατάπιε!
Μετά από μια ολόκληρη ώρα ακόμα, όπου κανείς δεν είχε ασχοληθεί με μας, πιάνω μία έρμη νοσοκόμα σχεδόν απ’ το λαιμό, η οποία ψάχνει εκεί γύρω και βρίσκει «ξεχασμένα» τα χαρτιά όπου μας παρέπεμπαν σε αξονική τομογραφία. 
«Αξονικός τομογράφος είναι μόνο ένας σε όλο το νοσοκομείο, επομένως θα πάρει πολύ ώρα, διότι είναι πολλά τα περιστατικά, όπως μπορείτε να δείτε», μου λέει η κοπέλα. Λέω, «συγγνώμη, είναι πολλά, αλλά όταν υπάρχει ένα διαγνωσμένο (δις) εγκεφαλικό, δεν θα έπρεπε να προηγείται έναντι ενός σπασμένου ποδιού;», για να εισπράξω την απάντηση:
«Τι να σας κάνω κι εγώ, ρωτήστε τη γιατρό σας», την οποία ήδη είχα δηλώσει στο Silver Alert, στις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού και στη Νικολούλη μαζί!

Οι επόμενες δύο ώρες μέσα εκεί, μας χάρισαν εξαιρετικές εμπειρίες:
Μια κοπέλα δίπλα μας άφηνε το μεσημεριανό γεύμα της ακριβώς πάνω στο ένα τετραγωνικό που περιελάμβανε και τα πόδια μου, αφού φυσικά στεκόμουν ορθή όλες αυτές τις ώρες και στον έναν πόδα, γιατί ο άλλος κινδύνευε να πατηθεί από καμιά ξώφαλτση ρόδα φορείου.
Μια επιθετική μεθυσμένη πήγαινε στα φορεία των αναίσθητων γερόντων και τους τράβαγε απ’ το χέρι τις πεταλούδες και τους ορούς, αφαιρώντας τους ταυτόχρονα το οξυγόνο -ίσως και τη ζωή από μερικούς- και τρώγοντας στο τέλος ξύλο απ’ το σεκιουριτά, που είχε βαρεθεί να της φωνάζει να γυρίσει στο φορείο της!
Ένας κύριος που είχε κωλικό εντέρου, σφάδαζε παραδίπλα, ενώ ταυτόχρονα άκουγε τα σχολιανά του απ’ τη γυναίκα του, γιατί δεν ακούει και τρώει ό,τι βρει.
Ένας Πακιστανός ανέβαζε συνεχώς πυρετό κι έβηχε ακατάπαυστα προς τη μούρη μας, ενώ δεν μιλούσε ελληνικά, αλλά ούτε και αγγλικά και ουδείς μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί του. Η συνοδός μιας γιαγιάς ούρλιαζε σε έναν σκερτσόζο νοσοκόμο, που τραγουδούσε κάτι από Άντζελα Δημητρίου, ότι θέλει να μας δοθούν μάσκες επειγόντως, για να μην κολλήσουμε τίποτα. Ατάραχος, της είπε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμες μάσκες και συνέχισε τραγουδώντας να φτιάχνει ένα μείγμα καθαρτικού, που θα βοηθούσε να ανακουφιστεί ένας άλλος γέροντας παραδίπλα, κάτι που έγινε τελικώς με τρομερή επιτυχία, οδηγώντας μας στην αναζήτηση αντιασφυξιογόνας μάσκας, διότι πόσα να σου κάνει και η σκέτη;
Ειδικά όταν δεν έχεις ούτε καν αυτήν!
Μία γιαγιά που, προφανώς βαρέθηκε τη ζωή της εκεί μέσα και ίσως και γενικώς, εγκατέλειψε το μάταιο τούτο αγώνα και πήγε να συναντήσει το Δημιουργό της, οπότε κάποιος αποφάσισε επιτέλους να ασχοληθεί μαζί της, συνοδεύοντάς την σκεπασμένη με ένα σεντόνι, γιατί έπρεπε να έρθει άλλος εκεί μέσα! 
Ο θάνατός σου, η ζωή μου και να κυριολεκτούμε κιόλας!

Μέσα σε όλο αυτό τον πανικό, μία νοσοκόμα προσπαθούσε να τακτοποιήσει τα φορεία, έτσι ώστε να κάνει χώρο για τις «νέες αφίξεις», φορώντας στο κεφάλι μία πλερέζα απ’ τα Jumbo, θυμίζοντάς μας ότι εξακολουθούν να είναι Απόκριες, ότι κάπου έξω ο κόσμος χορεύει και διασκεδάζει κι ότι αυτό δεν είναι για εκείνους παρά μία ακόμα συνηθισμένη μέρα στη δουλειά…

Κουρασμένη και γεμάτη απόγνωση, αφού η θεία μου δεν αντέχει άλλο και ήδη μου απευθύνεται με το όνομα του σκύλου της, επιχείρησα να βρω ξανά την περιβόητη «γιατρό μας». Ως εκ θαύματος και τύχης μεγίστης, τη βρήκα σε ένα γραφείο κρυμμένο πίσω από κάτι κούτες, να ρουφάει τον καφέ της σαν να μην υπάρχει αύριο και να χαχανίζει με μία άλλη, που προφανώς κάποιος άλλος ταλαίπωρος σαν κι εμένα την έψαχνε κι αυτήν… Αντιπαρέρχομαι το ότι έχουν περάσει πέντε ολόκληρες ώρες και δεν έχει εμφανιστεί και ξαναρωτάω τι γίνεται με τον αξονικό τομογράφο, για να λάβω τη γνωστή απάντηση: 
«Είναι ένας ο τομογράφος, για όλο το νοσοκομείο και σήμερα γίνεται χαμός!».
 «Πολύ ωραία», ξαναλέω κι εγώ, «αλλά δεν είναι δυνατόν, διαγνωσμένο βαρύ εγκεφαλικό (εσείς το είπατε, όχι εγώ) να μην προηγείται έναντι των σπασμένων ποδιών!» 
Για να έρθει η εξωφρενική απάντηση: 
«Το ποιος ασθενής θα προηγηθεί, είναι θέμα της διοίκησης του νοσοκομείου!
Αν θέλετε, απευθυνθείτε στο διοικητή!»

Κόκκαλο εγώ! Δηλαδή, τη σοβαρότητα του περιστατικού δεν την αποφασίζει ο γιατρός που εξετάζει, αλλά ο διοικητής του νοσοκομείου που θα «περάσει» πρώτα τους δικούς «του»; Μένω να την κοιτάζω έξαλλη. 
Ώστε δηλαδή, για να κάνει κάποιος αξονική τομογραφία χρειάζεται μέσον; Αν είναι ποτέ δυνατόν…

Μετά απ’ αυτό, αποφασίσαμε με τους δικούς μου (με τους οποίους επικοινωνούσα με κινητό, διότι δεν με άφηναν να βγω από τα επείγοντα, αφού δεν θα με άφηναν να ξαναμπώ και ουδείς μου είπε φυσικά να μην το κάνω, μπας και είναι κανείς δυστυχής με βηματοδότη κει μέσα) να τη μεταφέρουμε σε ιδιωτικό νοσοκομείο.
Βρήκαμε γιατρούς, βρήκαμε νοσοκομείο, βρήκαμε ασθενοφόρο, αλλά όόόοοοχι!
Δεν επιτρεπόταν να την πάρουμε, λέει, ούτε και να υπογράψουμε, λέει, διότι δεν ήμασταν τα παιδιά της, διότι εκείνη, πάσχουσα από εγκεφαλικό, δεν μπορούσε να υπογράψει και διότι εάν πάθαινε κάτι στη μεταφορά, δεν μπορούσαν να αναλάβουν την ευθύνη!

Δηλαδή πέντε ώρες μετά, σε φορείο στα επείγοντα, όπου δεν της είχε παρασχεθεί καμία πρώτη βοήθεια, χωρίς αξονικό τομογράφο, χωρίς καν έναν ορό, χωρίς καμία εξέταση και κινδύνευε απ’ το ασθενοφόρο που θα έκανε μία διαδρομή δέκα λεπτών για να την πάει απ’ το ένα νοσοκομείο στο άλλο! Και για τούτα όλα, δεν αναλαμβάνει ουδείς την ευθύνη; 
Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών…

Τι να λέμε! Μπήκαμε στις έξι το απόγευμα της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς στα επείγοντα. Στις τρεις το ξημέρωμα της Καθαράς Δευτέρας της έκαναν τελικώς αξονική τομογραφία! Εννέα ολόκληρες ώρες μετά την είσοδό της στα επείγοντα, που ανάθεμα και καταλαβαίνω γιατί τα έχουν ονομάσει έτσι!
Προφανώς ό,τι θα μπορούσε να είχε σωθεί, αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε, χάθηκε για πάντα… Όμως κι εγώ ήμουν πανευτυχής και η θεία, διότι τα βάσανά μας θα ετέλευαν.
Φευ! Φρούδες ελπίδες! 

Ο τραυματιοφορέας που μας συνόδευσε –μετά- την αξονική τομογραφία, με δική του πρωτοβουλία μας απίθωσε (στην κυριολεξία) στα επείγοντα του Χειρουργικού.
Εκεί, περιμέναμε άλλες δύο ώρες απ’ τη ζωή μας (αυτή την πολύτιμη ζωή) και τολμώ να πω πως δεν έχω δει περισσότερη αστυνομία μαζεμένη ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο απ’ ότι εκεί! Ούτε καν σε αστυνομικό τμήμα! Κρατούμενοι με σπασμένα πλευρά και κεφάλια, στους οποίους φορούσαν χειροπέδες, κάνοντας αδύνατη τη δουλειά των γιατρών, που προσπαθούσαν ζογκλερικά να τους πάρουν αίμα ή να τους βάλουν ορό.
Η χειροπέδα βλέπεις, δεν σχεδιάστηκε για τέτοιες ευκολίες…
Ένας κρατούμενος είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει πέφτοντας απ’ τον τέταρτο όροφο και –δεν- τα κατάφερε, (κι εκεί άχρηστος!), με αποτέλεσμα να χρειάζεται μεταφορά σε ψυχιατρική κλινική, αλλά η συνεννόηση μεταξύ της χειρουργού του Ευαγγελισμού με τον ψυχίατρο του Αγία Όλγα στάθηκε αδύνατη, στέλνοντας όμως εμάς, τους αυτήκοους μάρτυρες, τσιφ, γραμμή γι’ αυτή την τόσο όμορφη, λευκή μπλουζίτσα, που δένει με τα χεράκια πίσω…

Στο δίωρο πάνω, ρωτώ: «Βρε παιδιά, εμείς γιατί είμαστε εδώ; Εμείς είμαστε του ‘Παθολογικού’». 
Ψαχτήκανε οι άνθρωποι, δεν μπορώ να πω, δύο ώρες μετά κι αφού εγώ τους ρώτησα και τελικώς αποφάσισαν ότι από λάθος του τραυματιοφορέα βρεθήκαμε εκεί, οπότε, με τη βοήθεια ενός άλλου, μας έστειλαν στην τόσο γνώριμη και οικογενειακή πλέον ατμόσφαιρα των επειγόντων του Παθολογικού…

Όχι, δεν έχω παράπονο! Στο χειρουργικό είδαν τα μάτια μας γιορτές!
Οι γιατροί πρόθυμοι, γρήγοροι και προπαντός «ευειδείς» (ε, να βγει και κάτι απ’ όλη την ταλαιπώρια). Φοβούμαι όχι και τόσο έξυπνοι όμως, αφού ουδείς απόρησε για το τι κάνει ένα φορείο εκεί, μέσα στη μέση, με μία συνοδό που καταρρέει από την κούραση και μία ασθενή που τη φωνάζει συνεχώς «Μαυρούλη»!

Επιστροφή στο Παθολογικό, όπου και πάλι αναζητείται η γνωστή «γιατρός μας».
Τόσες ώρες μετά, προφανώς έχει σχολάσει (αν υποτεθεί ότι έκανε και κάτι σε εκείνη τη μαύρη εφημερία).
Σημειωτέον ότι δεν είχαμε πάνω μας ούτε φάκελο, ούτε σημείωμα, ούτε χαρτί, τίποτα!
Διότι ο επίσης γνωστός τραυματιοφορέας, κάπου πήρε πάλι την πρωτοβουλία να αφήσει το φάκελό μας! Άγνωστο πού!
Το Παθολογικό λοιπόν, με ανανεωμένο προσωπικό, δεν μας γνώριζε στις πέντε το πρωί, οπότε μου είπαν ότι ποτέ δεν ήμουν εκεί (όπου είχα περάσει μόνο εννέα ώρες, είχα μετρήσει μέχρι και το τελευταίο απ’ τα εκατοντάδες σκουπιδάκια που φιλοξενούσε το πάτωμά τους κι είχα εισπνεύσει ό,τι υπήρχε σε ενδονοσοκομειακή λοίμωξη).
Αυτό επέφερε, όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, μερικές πολύ ενδιαφέρουσες αντιδράσεις: Εγώ, που τόση ώρα απαντούσα ευγενικά στο όνομα «Μαυρούλης», άρχισα να φυτρώνω ξαφνικά –και- τους κυνόδοντές του και γάβγισα στον εξαιρετικό, ασκεπή ιατρό, που θα με θυμάται για καιρό, πως είμαι από τις έξι το απόγευμα εκεί, πως η γιατρός «μας» δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να ασχοληθεί μαζί μας, πως εάν δεν μου έδινε αμέσως το αποτέλεσμα της αξονικής και δεν μετέφερε τη θεία μου σε δωμάτιο (αφού είχαν αποφασίσει από νωρίς ότι θα της κάνουν εισαγωγή), θα του δάγκωνα τον καρύτσαφλο και δεν θα έβρισκε παπάς να θάψει!

Από κάπου μακριά, μία νοσοκόμα εμφανίστηκε, λέγοντάς μου ότι η γιατρός «μας» της άφησε σημείωμα για την περίπτωση, αλλά μας περίμενε τόσες ώρες και πού ήμασταν, βρε παιδί μου, τόσες ώρες! (Τον τραυματιοφορέα να ξέρετε, τον έχω θάψει στο προαύλιο του Ευαγγελισμού, εκεί θα τον βρει το CSI Κολωνάκι).

«Επομένως, τώρα τι θα κάνουμε;», ρωτάω τόσο έξαλλη, που μέχρι και η θεία σταμάτησε έντρομη να διαμαρτύρεται και προτίμησε να βυθιστεί σε κώμα…

Τώρα, μία άλλη τραυματιοφορέας, χαρωπή κι ευγενέστατη μας βούτηξε, μας πήγε για ακτινογραφία θώρακος και τρίπλεξ καρωτίδων και όσο μας πήγαινε, μοιράστηκε μαζί μας την πονεμένη της ζωή. 
«Κρητικιά κι αυτή, χωρισμένη με τρία παιδιά, 19, 15 και 12 ετών, αντίστοιχα, με το μεγάλο της παιδί να έχει περάσει πολύ δύσκολη αρρώστια, με το σύζυγο εξαφανισμένο κι εκείνη να τα φροντίζει όλα μόνη της και σιγά, τι να την κάνει την καινούργια σχέση; Μια χαρά ζει μόνη της! Και σήμερα; Α, μπα! Σήμερα ήταν καλά η εφημερία, άλλες μέρες δεν βρίσκεις πλακάκι να σταθείς απ’ τα φορεία!»

Με τούτα και με κείνα, κατά τις επτά παρά το πρωί οδεύαμε προς το δωμάτιο!
Ήμασταν από τις έξι το απόγευμα στα επείγοντα και στις επτά παρά το ξημέρωμα ακόμα οδεύαμε προς το δωμάτιο.
Για να μην φτάσουμε ποτέ βεβαίως, αφού δεν υπήρχε ούτε δωμάτιο, ούτε κρεβάτι.
Μείναμε με το ραντσάκι μας, εκιά, στο διάδρομο του πέμπτου ορόφου, της Γ’ Παθολογικής Πτέρυγας του Ευαγγελισμού, μέχρι να σβήσει η ζωή απ’ τα μάτια μας… 
Εγώ όρθια, η θεία εντελώς εξαντλημένη, αλλά ευτυχώς σε έναν δικό της κόσμο κι η τόσο πολυπόθητη ακτινογραφία… απλώς εξαφανισμένη! Την είχαν χάσει! Εννιά ώρες αναμονή, για να χαθεί η ρημαδιασμένη η ακτινογραφία! 
Δύο εβδομάδες αναμονή για να την ξανακάνει, λέει, αφού έγινε εισαγωγή!
Ευτυχώς, κάπου πρέπει να υπάρχει ένας άγγελος που παλεύει με τούτα τα δαιμόνια που μας κάνουν φάρσες κι έτσι κάποιες ώρες μετά, τη βρήκανε.
Σώθηκα κι εγώ απ’ την τρέλα, σώθηκαν κι αυτοί απ’ το μπουρλότο που τους ετοίμαζα…

Ζητήσαμε να πληρώσουμε δωμάτιο κανονικά, ως ιδιώτες, αλλά και πάλι συναντήσαμε άρνηση: «Δεν υπάρχει κρεβάτι, δεν υπάρχει δωμάτιο, όσο και να πληρώσετε, απλώς δεν υπάρχει.» 
Λογικό, με τον χαμό που γινόταν μέσα εκεί, πού να βρεθεί;
Αργά το βράδυ της επόμενης μέρας μεταφέρθηκε σε κρεβάτι (και γρήγορα ήταν, μην σου πω, την προηγούμενη φορά είχαμε κάτσει τρεις εβδομάδες μέσα στο ίδιο ευαγές ίδρυμα, σε ράντσο στο διάδρομο) και την τρίτη μέρα πια, μας άφησαν να φύγουμε, διότι δεν υπήρχε λόγος να μένουμε εκεί. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για την περίπτωσή της, επιπλέον χρειάζονταν το κρεβάτι.
Και είχαν δίκιο… μαθαίνει κανείς να ζει με το εγκεφαλικό, αν δεν πεθάνει με τη μία που θα τον εύρει ή με την άλλη με τούτα που θα συναντήσει μέσα εκεί.

Θα μας μετέφεραν με ασθενοφόρο στο σπίτι, το οποίο θα ήταν διαθέσιμο κάποια στιγμή από τις τρεις το μεσημέρι έως τις έντεκα το βράδυ. Μας απαγόρευσαν να την πάρουμε με Ι.Χ., απλώς στις οκτώ το βράδυ πια κι αφού είχαμε ταλαιπωρηθεί άσκοπα μία ολόκληρη μέρα επιπλέον, μας ανακοίνωσαν ότι ασθενοφόρο δεν υπήρχε διαθέσιμο και τελικά φύγαμε με ταξί…

Σε τούτη την περιπέτεια, επιλέγω να σας κρατήσω μακριά απ’ τα σοβαρά.
Όσα φαίνονται ή όσα θα προκύψουν στο μέλλον.
Η αρρώστια είναι μία πραγματικότητα, την οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε.
Όπως τόσα άλλα. Είμαι απ’ τους τυχερούς, που έχω μία μεγάλη οικογένεια, στην οποία έχουμε μάθει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Πολύ.
Αυτό είναι η μοναδική κληρονομιά μας απ’ όσους μας έφεραν ως εδώ και προσωπικά, το θεωρώ μεγάλη τύχη. Σπουδαία προίκα. 

Έχω αποφασίσει εδώ και πολλά χρόνια πως η ζωή μας κάνει τεράστιες πλάκες και πως αν αυτή μπορεί να το κάνει μία, εμείς πρέπει να της το ανταποδίδουμε δέκα.
Έχω επίσης, αποφασίσει εδώ και πολλά χρόνια να βρίσκω πάντα κάτι θετικό στο κάθε τι, γιατί αυτό κάνει καλό στην υγεία μου!

Ωστόσο, αν πρέπει να σταθούμε σε κάτι, στα σοβαρά, σε τούτο εδώ το μικρό οδοιπορικό της Πολυάννας, είναι ετούτο:

Σε ένα μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο της Αθήνας, μια μέρα εφημερίας, υπήρχαν άνθρωποι που σκοτώνονταν στη δουλειά, μια πολύ δύσκολη δουλειά, συντρέχοντας στον πόνο του άλλου, αδιακρίτως. Κανείς τους δεν κοίταξε αν ήταν λευκός ή μαύρος ο άρρωστος, αν ήταν άνδρας ή γυναίκα, γέρος ή νέος, αν ήταν εγκληματίας ή όχι. Ήταν απλώς άνθρωποι που υπέφεραν κι όλοι όσοι έτρεχαν πάνω κάτω, έτρεχαν να ανακουφίσουν τον πόνο τους. Έτσι ακριβώς όπως το έχουν ορκιστεί. Με γέλιο, με τραγούδι, ήταν μια ακόμα δύσκολη μέρα δουλειάς γι’ αυτούς, αλλά έπρεπε να τη φέρουν εις πέρας. Ενωμένοι με τους συναδέλφους τους, σε αρμονική συνύπαρξη και ανεξαρτήτως αμοιβής τους. 
Πέρα απ’ τη δικαιολογημένη –λόγω κούρασης- αγανάκτησή μου, τους θαύμασα και τους ζήλεψα, γιατί έκαναν στ’ αλήθεια αυτό που έπρεπε να κάνουν και ίσως και πάνω απ’ αυτό, χωρίς κανένας τους να βαρυγκομάει που μια τέτοια βραδιά καρναβαλιού, έπρεπε να την περνάει αγκαλιά με γέρους που ουρούσαν ανεξέλεγκτα. 
Κι αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να το κάνει ο καθένας, φίλε μου… 

Ανάμεσά τους υπήρχαν και τα καλοβολεμένα καλόπαιδα:
Η «γιατρός μας», που λούφαρε όταν οι συνάδελφοί της δεν πρόφταιναν να πιουν νερό.
Ο τραυματιοφορέας, που βαριόταν να σύρει τα καρότσια και προτιμούσε να τα αφήσει όπου να ’ναι, χάνοντας πολύτιμα για μας χαρτιά και οδηγώντας μας σε επιπλέον ταλαιπωρία.
Οι άλλοι που μας κοίταζαν και δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να μας ρωτήσουν ποιος δρόμος μας έφερε ως το Χειρουργικό…
Η κυρία, που είχε ως μόνη της δουλειά να βάλει μια σφραγίδα και καθυστερούσε με τις ώρες τις ουρές, μέχρι να τελειώσει τον καφέ της…

Κι αν αντιπαρέλθεις όλα αυτά, θα βρεθείς αντιμέτωπος με το ότι πρέπει να έχεις δικό «σου» το διοικητή, για να καταφέρεις να προσεγγίσεις τον τομογράφο...

Θα μου πεις, αυτά τα συναντάς παντού. Έτσι γίνεται και στη δική μου τη δουλειά, κάποιοι λουφάρουν, ενώ κάποιοι σκοτώνονται. Αλλά πληρώνονται όλοι!

Υπάρχει όμως και μία πολύ βασική διαφορά:

Πουθενά δεν έπρεπε να συμβαίνουν αυτά!
Στη δική μου τη δουλειά, ωστόσο, αν συμβούν, ο θιγμένος κοσμάκης πονάει στην τσέπη του. Σε τούτη τη δουλειά, πληρώνει με τη ζωή του…

Οι υπηρεσίες Υγείας δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε, για να είμαστε αξιοπρεπείς, έστω στο θάνατό μας. Αν δεν έχουμε λεφτά, δεν μπορούμε να αγοράσουμε αξιοπρέπεια, αν έχουμε, ίσως και πάλι δεν μπορούμε, αλλά η αξιοπρέπεια κανονικά – δεν-  πρέπει να αγοράζεται!

Έχοντας αποφασίσει ότι το «Στην Υγειά μας» δεν θα είναι ποτέ πλέον μια απλή ευχή που θα συνοδεύει το τσούγκρισμα των ποτηριών μας, αφήνω ετούτο το άρθρο και την κακοδαιμονία που κρύβει από πίσω του, με μια ματιά αισιοδοξίας, όπως εξάλλου αρμόζει σε μία Πολυάννα:

Το νοσοκομείο είναι το τελευταίο μέρος που πρέπει να πηγαίνει κανείς όταν είναι άρρωστος! Τα καλύτερα φάρμακα για μια καλή υγεία είναι η σωστή διατροφή, ο αρκετός ύπνος, η εσωτερική γαλήνη, αλλά κυρίως το γέλιο!

Αλλά, αν πρέπει οπωσδήποτε να είσαι άρρωστος, τουλάχιστον ας είσαι τόσο, ώστε να δώσουν το όνομά σου σε μία αρρώστια, βρε αδελφέ! 



System of a down - Lonely day 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου