Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Μεταξύ μας με καφέ και με τσιγάρο (Νο 148)


Το εβδομαδιαίο χρονογράφημα του grpost
δια χειρός Πέμης Γκανά


Θυμός, οργή, απογοήτευση!


Το να γράψεις χρονογράφημα και να κάνεις πλάκα εν μέσω εθνικού πένθους, δεν είναι απλά το πιο άκομψο πράγμα στον κόσμο, είναι, απαράδεκτο (για μένα).
Αντί χρονογραφήματος λοιπόν,  θα σας γράψω, λοιπόν, γιατί νιώθω τόσο θυμωμένη, οργισμένη αλλά και βαθύτατα απογοητευμένη απ΄ τους κατοίκους της χώρας μας.
Μεγάλωσα σε μια μεσοαστική οικογένεια, με αριστερές καταβολές.
Τις αριστερές καταβολές τις αποκτάς, συνήθως, ανάλογα σε
ποια πλευρά βρέθηκαν οι πρόγονοί σου (γνωρίζοντας τον λόγο ή και όχι, τυχαία ή και όχι) στον εμφύλιο.
Ναι, ναι εκείνον το αδελφοκτόνο πόλεμο πριν εβδομήντα και πλέον χρόνια, όπου για κάποιους είναι ακόμα ταμπού, για κάποιους άλλους η ευκαιρία να ρίξουν το φταίξιμο σε ξένους δακτυλους (φαντασιωνόμαστε πάντα ξένες δυνάμεις που μας επιβουλεύονται), και σε κάποιους άλλους (γραφικούς) μοναδική ευκαιρία να εκτοξεύσουν την αγαπημένη λέξη της εποχής, «φασίστας», σε όποιον δεν συμφωνεί με τις (όποιες) αλήθειες τους ...
 Ένιγουέι, έζησα τα παιδικά μου χρόνια σε προάστιο της Αθήνας, στον Χολαργό, ακριβώς στα σύνορά με του Παπάγου.
Έβλεπα το πρωί τους στρατιωτικούς και ορκιζόμουν, «στην Αυγή μα τον Τουτάτη», πως σε πείσμα όλων των αστών θα ανάψω παγκόσμια φωτιά(!).
Ήταν, βλέπετε, τα χρόνια του Ρήγα και τις επιμόρφωσης, τα χρόνια όπου θαύμαζα όλους εκείνους που μιλούσαν ακαταλαβίστικα έχοντας μάθει παπαγαλία τον οδηγό του κόμματος.
Πολύ αργότερα αντελήφθην πως οι περισσότεροι,  πέραν της λατρείας στο φάντασμα του κομμουνισμού και του φανατισμού, ήταν τα απολύτως αναλώσιμα πιόνια του κόμματός τους.
Αν σαν νέος είχες απορίες ρωτούσες δε, κατιτίς περισσότερο, κάτι τέλος πάντων που υποδήλωνε πως το ψάχνεις σαν άτομο κάπως περισσότερο, το μπρέινγουός του κόμματος έπιανε, σε αποτελέσματα, αυτά της λοβοτομής.
Ξέμπλεξα από δαύτους, αρχικά, λόγω χαρακτήρα, όσο και αν προσπαθούσαν να με φανατίσουν δεν τα κατάφερα να φωνάξω, να τσακωθώ ή να προσηλυτίσω κανέναν, πόσο μάλλον να κραυγάσω ένα σύνθημα, μάλλον δύσκολο, που απ όσο θυμάμαι προκαλούσε τους Αμερικανούς να ξεκουμπιστούν από την Ελλάδα υπενθυμίζοντάς τους πως, εδώ, δεν είναι προτεκτοράτο...
Δεν ξέρω, ίσως να βοήθησε και η φίλη μου η Ελένη, διπλανή μου από την Α’ δημοτικού έως και την Γ’ λυκείου καθώς σε μια κοπάνα που κάναμε μαζί, μου διηγήθηκε ιστορίες του παππού της και τον δραματικά απάνθρωπο, και βάναυσα θάνατο του, όχι από τους μισητούς «χίτες», αλλά από τους όμορφους, αγνούς, ιδεολόγους αριστερούς...
Εκείνους, που στην φαντασία μου, φορούσαν μικρά στρογγυλά γυαλιά και ήταν δάσκαλοι.
Όταν επέστρεψα στον Ρήγα με ερωτήσεις με έκαναν να νιώσω σαν την εθνική προδότρια και τον γερο λαδά, τον μαυραγορίτη...
Λόγω χαρακτήρα λοιπόν έφυγα από την συντροφιά των συντρόφων, και έφυγα τρέχοντας, καθώς έβλεπα καθαρά πια πως η φάβα είχε σίγουρα κάποιον λάκκο.
Ο πατέρας μου -μέχρι προσφάτως- διατηρούσε μια απολύτως επιτυχημένη επιχείρηση, πράγμα που με έφερνε σε δύσκολη θέση (και μου χαλούσε το προφίλ) καθώς θα επιθυμούσα να ήταν υπάλληλος, δημόσιος κατά τα πρότυπα της μητέρας Σοβιετίας, ή έστω ιδιωτικός, άντε, λογιστής στο τσακίρ κέφι.
Παρόλα αυτά επέλεξα, αντί να «ξενιτευτώ» και να χάσω φίλους και βολή και να πάω στην σχολή που πέρασα, να ακολουθήσω Αμερικάνικο εντσουκέισον...
(Το λες και σχιζοφρένεια.)
Το καθεστώς της Σοβιετικής ένωσης είχε πια καταρρεύσει με εκκωφαντικό θόρυβο και εγώ άρχισα να αλλάζω οπτική.
Αποτελείωσα σπουδές και μεταπτυχιακά σε χώρες καπιταλιστικές, ιμπεριαλιστικές και ίσως σιωνιστικές.
Μια χαρά όλα.
Και καθώς πάντα ήθελα να είμαι πολίτικαλ κορέκτ, δεν δέχτηκα κανέναν διορισμό από το παράθυρο, αν και μου έτυχαν ουκ ολίγες ευκαιρίες, και πολλές τρούπες να τρουπώσω στο δημόσιο με όλες τις παροχές και τα κομφόρ του (ξέρετε, στάνταρ ωράριο, μισθός βρέξει χιονίσει, καλά δεν βαριέστε; εκατό χρόνια η ίδια έκφραση, γκώσαμε πια) δεν δέχτηκα μα ούτε και παρακάλεσα κανέναν πολιτικό, και ποτέ δεν πήγα στο παραβάν με σταυρωμένο ψηφοδέλτιο στο χέρι.
Δούλεψα επί 23 συναπτά έτη στην οικογενειακή μας επιχείρηση όπου και διδάχτηκα πως αν δεν κοπιάσεις δεν πετυχαίνεις, δεν περιμένεις τίποτα από το κράτος (παρά μόνο τα χειρότερα), δεν πατάς πάνω στην ανάγκη του άλλου, δεν εκμεταλλεύεσαι υπαλλήλους, καταναλωτές, συνεργάτες.
Τα βιβλία μας ήταν ολοκάθαρα, ήμασταν πάντοτε ασφαλιστικά και φορολογικά ενήμεροι.
Όταν κλείσαμε δεν χρωστούσαμε πουθενά ούτε ένα ευρώ.
Πουθενά.
Αντίθετα, παρόλο που 23 χρόνια πλήρωνα το ΤΕΒΕ μου δεν είδα καμία απολαβή.
Εάν και εφόσον αρρώσταινα πήγαινα σε γιατρό εκτός ταμείου και πλήρωνα κανονικά τις αντιβιώσεις που τυχόν χρειάστηκα.
Όχι, ποτέ δεν έκανα ότι κάνανε φίλες, του δημοσίου, όπου γιατροί του ταμείου τους συνταγογραφούσαν αβέρτα κουβέρτα φάρμακα, και μετά πήγαιναν εκείνες στα φαρμακεία και αγόραζαν καλλυντικά και κραγιόν.
Α ναι, ξέχασα, μην είμαι άδικη, πήρα ένα επίδομα 800 ευρώ στην πρώτη μου γέννα, και στην δεύτερη όταν κατέθεσα τα χαρτιά μου να πάρω ξανά το επίδομα, που εγώ είχα ήδη χιλιοπληρώσει, και έχοντας μάθει πως δικαιούμουν για 12 μήνες μειωμένη εισφορά, συνάντησα το μένος των υπαλλήλων του οργανισμού, «που το μάθατε μαντάμ» (πραγματική ερώτηση υπαλλήλου του ΤΕΒΕ στην οδό Σατωβριάνδου) ...
Ούτε φυσικά πήρα σύνταξη στα δεκαπέντε χρόνια με ανήλικο, ούτε και εφ άπαξ, ούτε επίδομα «έγκαιρης προσέλευσης», ούτε επίδομα υπολογιστή, ούτε άδεια σε ονομαστική εορτή, γενέθλια ή και επέτειο γάμου...

Πριν πέντε χρόνια πήρα την απόφαση να μην ξαναοδηγήσω, γιατί στους δρόμους κυκλοφορούν ανεύθυνοι πιτσιρικάδες οδηγοί, ξεμωραμένοι μπαρμπάδες, νευρικές γυναίκες σε μόνιμη υστερία, εξυπνάκηδες σαραντάρηδες, όλοι τους, εν δυνάμει δολοφόνοι.
Οδηγούν πατώντας πάντα την διαχωριστική λωρίδα, κορνάρουν δίχως λόγο, παραβιάζουν τους σηματοδότες, και παρκάρουν κλείνοντας τουλάχιστον μισή λωρίδα και ένα πεζοδρόμιο για να πάρουν φρέντο καπουτσίνο απ το Μικέλ... τα φλας και τα αλάρμ τα έχουν σε περίοπτη πλην διακοσμητική θέση στο αυτοκίνητό τους, ενώ μιλούν διαρκώς στο κινητό, ή ακόμα χειρότερα στέλνουν μηνύματα την ώρα που οδηγούν, δεν θα μιλήσω για το αλκοόλ, ούτε και για τους μηχανόβιους- τους αετούς των δρόμων...

Από την άλλη, στα παιδιά μου μαθαίνω να είναι ευγενικά, να ακούνε τους φίλους τους με σεβασμό να δέχονται τις απόψεις και τις γνώμες των άλλων- ακόμα και αν δεν συμφωνούν, να πηγαίνουν στο σχολείο δέκα λεπτά νωρίτερα, να χωρίζουν τα σκουπίδια - άλλα για ανακύκλωση, άλλα για κομποστοποίηση- να μην πετούν τίποτα στον δρόμο, να μην βρωμίζουν θάλασσες και ακτές.
Του μιλώ συχνά για το παρελθόν της χώρας τους, όχι μόνο για το αρχαίο, το ένδοξο, δεν φορτώνω όμως στους, ακόμα αδύναμους ώμους τους, βάρη και ενοχές που δεν τους αναλογούν.
Θέλω να έχουν άποψη και να αποκτήσουν συνείδηση καθώς αναγνωρίζω στα πρόσωπα των παιδιών την σωτηρία της Ελλάδας...

Πνίγηκαν άνθρωποι στην Αττική, καταστράφηκαν νοικοκυριά, χάθηκαν περιουσίες.
Παντού, όπου και να στρέψεις το βλέμμα, κακοτεχνίες, ασυδοσία, παράνομα χτίσματα, έκθετη η δημόσια αρχή, οι πολίτες μεγαλωμένοι μες τον ωχαδερφισμό, την ασυνέπεια, την ατιμωρησία αυθαιρετούν, και το κράτος κάνει πως κυβερνά (τυχάρπαστοι πολιτικοί, που νομοθετούν έχοντας στο νου την εκλογική περιφέρειά τους, και την πελατειακή σχέση με τους κομματάρχες και τους πολίτες)  κι εμείς απαρτίζουμε τους κομματικούς στρατούς που χρειάζονται, είμαστε πάντοτε οι χρήσιμοι ηλίθιοι...

Ώρες ώρες, λέω, δεν μου αξίζει, αυτό που ζω.
Λέω, δεν θέλω να ζήσω εδώ.
Λέω, αυτή η νοοτροπία δεν αρμόζει σε Ευρωπαίους.
Μα η φωνή μου δεν ακούγεται, ίσως λόγω χαρακτήρα, ποτέ δεν κραύγασα, ποτέ δεν ούρλιαξα, δεν έκαψα την Αθήνα, δεν έσπασα την περιουσία καθενός, δεν έβγαλα μανιφέστα ταξικού μίσους, προφανώς γιατί δεν φθονώ τον πλούτο...

Είμαι εξοργισμένη, με τους μπαχαλάκηδες, τους Ρουβίκωνες (που μπουκάρουν όποτε τους καπνίσει στην Βουλή και στο Εθνικής Αμύνης), τους πυρήνες της φωτιάς, την στάση του Υπουργείου δημόσιας τάξης, την υπεροψία της κυβέρνησης, την ανεργία, το fake της αριστεράς και το τάχαμου ηθικό της πλεονέκτημα, μα πάνω από όλα με την ξερολίαση που μας διέπει, και αυτόν τον διχασμό που τρώγει τις σάρκες μας...

Πολύ φοβάμαι πως σε είκοσι χρόνια από τώρα θα γράφω τα ίδια...
Εύχομαι να είναι η τελευταία φυσική τραγωδία που μας βρίσκει, και λέω φυσική διότι, σίγουρα εμείς θα προκαλέσουμε την καταστροφή της χώρας...


Καληνύχτα γκάις... 

1 σχόλιο:

  1. Πόσο συμφωνώ. Φοβάμαι πως και σε τριάντα χρόνια το κείμενό σου θα είναι επίκαιρο.αγανακτώ.
    Δε δέχομαι τη βία, ούτε την δειλία Οργίζομαι, όταν χτυπούν.
    τους αθώους Δε μου αρέσει, όταν κομματιάζουν το ακέραιο,
    όταν την κουβέντα μου διακόπτουν ξαφνικά, όταν προσπαθουν να με συμβουλέσουν άμυαλοι
    Μισώ τα ύπουλα χτυπήματα στην πλάτη Και τους βρωμόψυχους όταν φορούν παστρικά...


    ΑπάντησηΔιαγραφή