Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

ΕΥΑερα: «Της ψυχής μου οι γρατζουνιές…»



Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου

Ήταν στο 21ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών, στην οδό Τελέστου, αριθμός 4, που βρέθηκα εγώ, την πρώτη μέρα της Γ’ Δημοτικού, να κάνω γνωριμιά με ένα απ’ τα χειρότερα «τραύματα» της ζωής μου: Την κυρία Δήμητρα, τη δασκάλα μου…

Δεν λέω το επίθετό της, για λόγους ηθικής συνέπειας, ωστόσο, ας μην ξεγελαστεί: Δεν έχω ξεχάσει τίποτα απ’ αυτήν! 
Ήταν μία κυρία κοντούλα, ευτραφούλα, με ξανθά, μάλλον βαμμένα μαλλιά –πού να ξέρω από
τέτοια τότε- που τα είχε μαζεμένα σε κότσο συνήθως και φορούσε κάτι γυαλιά «στριμμένα», σαν κι εκείνη. Λευκή επιδερμίδα, ροζ μάγουλα και μόνιμα πολύ κακή διάθεση. Αν υπάρχει «μίσος με την πρώτη ματιά», νομίζω ότι αυτό ήταν το βαθύ συναίσθημα που μας ένωσε, κείνη τη μέρα του Σεπτέμβρη.

Όσο οι σχολικές εβδομάδες κυλούσαν, τόσο εγώ ένιωθα την αδικία να φουντώνει μέσα μου, καθώς η δασκάλα μου δεν έχανε ευκαιρία να με προσβάλει μέσα στην τάξη. Η αιτία; Έγραφα πολύ καλές εκθέσεις! Βλέπεις τότε, αντίθετα με το πώς εξελίχτηκα αργότερα, ήμουν ένα πολύ κλειστό και μοναχικό παιδί και πάντα έγραφα τα «δικά μου», σε ένα τετράδιο. Ήταν το ίρτζι μου, που λένε.

Μας έβαζε, λοιπόν, η καλή σου να γράψουμε έκθεση μέσα στην τάξη και η δική μου ήταν πάντα πολύ πιο καλή απ’ όσο ενός παιδιού στην ηλικία μου. Όμως, αντί να με επαινέσει γι’ αυτό ή να με ενθαρρύνει με κάποιο τρόπο, εκείνη με σήκωνε όρθια και έλεγε στα άλλα παιδιά: «Τη βλέπετε; Μας κοροϊδεύει! Πάλι της έγραψε την έκθεση η μάνα της!»

Μια έκθεση που είχε γραφτεί εντός της τάξης, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα (αν υποτεθεί ότι η μάνα μου θα ήξερε και να τα χρησιμοποιεί).
Με ένα θέμα που μας έδινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή και μεταξύ του χρόνου που ξεκινούσε το γράψιμο και αυτού που τελείωνε, δεν είχα ποτέ σηκωθεί απ’ το κάθισμά μου για να βγω έξω ή για να κάνω οτιδήποτε νοσηρό θα μπορούσε να υποθέσει ότι έκανα, ώστε να καταφέρει να μου γράψει η μάνα μου την έκθεση!
Παράλογο μόνο και να σκεφτεί κάτι τέτοιο!

Γινόμουν έξαλλη λοιπόν!
Κοκκίνιζα, φούντωνα, με έπνιγε το δίκιο, αλλά κάθε φορά που της έλεγα: «Σας παρακαλώ, κυρία, πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, αφού τώρα γράψαμε την έκθεση!», με έβαζε τιμωρία επειδή της αντιμίλησα! 

Μέχρι που σταμάτησα πια να διαμαρτύρομαι και απλώς άφηνα τη δασκάλα να επαναλαμβάνει τη διαδικασία: Να με ντροπιάζει μέσα στην τάξη, να μου προκαλεί θυμό και απόγνωση και να τα καταπνίγω, με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά μου, αλλά χωρίς να διαμαρτύρομαι πια.

Θα μου πεις, γιατί δεν το έλεγες στη μάνα σου; Διότι εγώ ήμουν ένα πολύ κλειστό παιδί, όπως ήδη ανέφερα και η μάνα μου δούλευε στο μαγαζί απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ.
Μέσα στο μυαλό μου, λοιπόν, ήταν πάρα πολύ να της φορτώσω ένα ακόμη πρόβλημα, το οποίο προφανώς δεν θα είχε το χρόνο να καταλάβει. 
Ξέρουμε καλά, άλλωστε τι συμβαίνει όταν ένα παιδί αποφασίζει να σκεφτεί σαν μεγάλος, χωρίς να το μπορεί…

Η απέχθειά μου για την κυρία Δήμητρα μεγάλωνε συνεχώς και, μην έχοντας άλλο τρόπο να αντιδράσω, έκανα το μόνο πράγμα που ξέρω να κάνω καλά όταν ζορίζομαι: Απείχα! 

Με άλλα λόγια «έφυγα»· απλώς για ένα παιδί της Γ’ Δημοτικού το «φεύγω» ορίζεται με το μόνο τρόπο που μπορεί να λειτουργήσει: Αποχή απ’ το διάβασμα, απ’ τα μαθήματα. Σταμάτησα να διαβάζω λοιπόν, εγώ, μία πολύ «συνεπής» μαθήτρια.
Όχι θεωρώντας ότι θα βλάψω έτσι την κυρία Δήμητρα, ήξερα από πολύ μικρή ότι το αυτί των ανθρώπων που δεν ενδιαφέρονται, δεν ιδρώνει με το δικό σου το φευγιό, απλώς δεν με αφορούσε πια η όλη κατάσταση. 
Με αδικούσε προφανώς, δεν με καταλάβαινε όσες φορές κι αν το είπα, ήταν παράλογη, στον παραλογισμό δεν έχει νόημα να απαντήσουμε, σταματώ να ασχολούμαι μαζί της, αυτή ήταν η νοητική διαδρομή που έκανα.

Ομολογώ πως, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, όσες εμπειρίες κι αν είχα στη ζωή μου, όσο «καλύτερα κι αν έμαθα», σε αυτό δεν έχω αλλάξει καθόλου: Παλεύω πάντα πολύ τις καταστάσεις μέχρι του σημείου εκείνου που νιώθω ότι δεν έχω τίποτα πια να κάνω γι’ αυτές. Μια μέρα, όμως, όταν αντιλαμβάνομαι ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει καλύτερο, φεύγω, απροειδοποίητα εντελώς… «Παραίτηση» το λένε, στ’ αλήθεια και δεν το κάνω καλά, ωστόσο, μπορώ τουλάχιστον στα χρόνια μου, να αποδεχτώ το ποια είμαι, με τα καλά και τα άσχημά μου…
Κι αποδεικνύεται, με κάτι τέτοια «τραύματα», πως δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι έφτασα ως εδώ…

Τελείωσα την Γ’ Δημοτικού με «επτά» (7) -τότε παίρναμε βαθμούς ακόμα- κι ήρθε η Δ’ Δημοτικού, που δεν άλλαξε τίποτα στη ζωή μου αφού, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, είχα την κυρία Δήμητρα δασκάλα…
Συνέχισα να απέχω, λοιπόν και, ω, χαρά για εκείνη, η οποία είχε αυτή τη φορά έναν καλό λόγο να με εξευτελίζει στην τάξη. Μια μέρα, στη Φυσική Ιστορία, είχαμε να διαβάσουμε για το κυκλάμινο. Ακούω την κυρία Δήμητρα να λέει: «Να σηκωθεί η Τσαροπούλου να πει μάθημα».
Σηκώνομαι λοιπόν στον πίνακα, αδιάβαστη εντελώς.
Το μόνο που ήξερα ήταν ότι το κυκλάμινο είναι αγριολούλουδο και έχει λευκά και μωβ πέταλα. Τίποτα άλλο. Τα είπα και ετέλεψα.
Εκεί να δεις πανηγύρι η κυρία Δήμητρα: «Κοιτάξτε την, την ψεύτρα! Δεν φτάνει που της γράφει η μάνα της τις εκθέσεις, έρχεται κι αδιάβαστη στο σχολείο! Αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου!». 
Ωσάν να ήταν πολύ σχετικά όλα αυτά: Δεν είχα διαβάσει το μάθημα, αλλά επιπροσθέτως ήμουν και ψεύτρα, αφού η μάνα μου έγραφε τις δικές μου εκθέσεις, μέσα στο μάθημα! Νοητικό γλέντι, γελούσαν όλα τα εγκεφαλικά μου κύτταρα μαζί!

Κάπως έτσι όμως, η ιστορία πήρε το δρόμο της.
Δεν έφταιγα εγώ, εκείνη ήθελε να βάλει τη μάνα μου στο παιχνίδι!
Ξέρεις πώς γίνεται: Είπα στη μάνα μου ότι έπρεπε να έρθει στο σχολείο διότι ήμουν αδιάβαστη. Εκείνη με ρώτησε γιατί πήγα αδιάβαστη (δεν είχε χωνέψει, βλέπεις, το επτάρι της Γ’ Δημοτικού ποτέ, αλλά δεν το είπε).
Της  εξήγησα ότι είχα αποφασίσει να είμαι μονίμωςαδιάβαστη, ως αντίδραση για το τι έκανε η κυρία Δήμητρα δύο χρονιές συνέχεια. Η μάνα μου εξήγησε ότι κακώς δεν της είχα μιλήσει για αυτό που γινόταν με την έκθεση και ότι το να μην διαβάζω δεν βλάπτει κανέναν άλλον, παρά μόνο εμένα και πάντως, δεν είναι αυτός καλός τρόπος αντίδρασης σε τίποτα, αφού κανένα πρόβλημα δεν μου λύνει το να μένω αγράμματη. 
Ομολογώ με κακεντρέχεια: Στη μετέπειτα ζωή μου, πολλές φορές μου έλειψε αυτή η βασική γνώση του για το πού ακριβώς φύεται το κυκλάμινο, ωστόσο, ευτυχώς, ο Γιαραμπής έβαλε το χέρι του και τα έχω κουτσοκαταφέρει έστω και με αυτή την έλλειψη…

Να μην τα πολυλέω, ήρθε η μάνα στο σχολειό μου.
Παρά το γεγονός ότι εξήγησε στο διευθυντή του σχολείου, παρουσία της δασκάλας, ότι ουδέποτε έχει γράψει εκείνη καμία έκθεσή μου σπίτι, διότι απλούστατα εργάζεται όλη μέρα κι εγώ διαβάζω μοναχή μου και –ακόμα κι αν ήθελε να το κάνει- οι εκθέσεις γράφονται εντός της διδακτικής ώρας και δεν θα μπορούσε, η κυρία Δήμητρα δεν πείστηκε και συνέχισε να λέει τα παράλογά της.
Η μάνα, λοιπόν, μην βρίσκοντας άκρη μαζί της, απευθυνόμενη στο διευθυντή, είπε πως μάλλον κάτι δεν γίνεται σωστά παιδαγωγικά, όταν η κυρία Δήμητρα με σηκώνει στον πίνακα και παραλογιζόμενη, με ξεφτιλίζει έτσι μπροστά στα άλλα παιδιά και πως παρακαλεί πολύ αυτό να σταματήσει...

Έφυγε από το σχολείο έξαλλη (την εξαλλοσύνη δεν την έχω τυχαία, κάποιο γονίδιο παίζει), αλλά ποτέ δεν παραδέχτηκε δίκιο σε εμένα, διότι βλέπεις η δική της παιδαγωγική μέθοδος έλεγε πως δεν έπρεπε να μου μειώσει τη δασκάλα στα μάτια μου.

Να, κάτι τέτοιες μέθοδοι μπορούν να δημιουργήσουν αντιδραστικά άτομα.
Εγώ, ένα παιδί φύση και θέση ήρεμο και εσωστρεφές, δεν θα αγανακτούσα τραυματικά κάθε μέρα, αν ήξερα ότι είχα την υποστήριξη της μάνας μου στην πασιφανή αδικία που μου συνέβαινε. Η μάνα μου πάλι, με υποστήριξε εκεί που έπρεπε, αλλά χωρίς εγώ να το μάθω, για να μην «πάρω αέρα». Και να που, μέχρι σήμερα που γράφω, φέρω ακέραιο το τραύμα της αδικίας και τίποτα ουσιαστικά δεν με έχει πείσει πως η δική μου αδιάφορη στάση μέσα στην τάξη ήταν κακή πρακτική!

Μετά απ’ αυτό, η κυρία Δήμητρα σταμάτησε να με σηκώνει στην τάξη να πω μάθημα.
Ούτε σχολίαζε πια όταν έγραφα έκθεση στην τάξη.
Έκανε απλώς σαν να μην υπήρχα. Τελείωσα την Δ’ Δημοτικού με οκτώ (8) στον έλεγχό μου. Και με διαγωγή «κοσμία», κάτι που δεν κατάλαβα και δεν μπόρεσα να συγχωρέσω ποτέ μου! Εγώ, το πιο αθόρυβο και σεβαστικό παιδί που υπήρξε ποτέ.
Δεν μπορώ να πω, έκανε ό,τι μπόρεσε για να με σημαδέψει.

Αυτή ήταν η δασκάλα μου. Μια δασκάλα που, όπως αποδείχτηκε κι από άλλα, που κάποτε θα αποτελέσουν έμπνευση για κανένα άλλο άρθρο, έκανε σαφείς διακρίσεις μεταξύ των παιδιών, ανάλογα με το ποιοι ήταν οι γονείς τους και πόσα δώρα της έφερναν σε κάθε γιορτή. Μια δασκάλα που κατάφερε να κάνει ένα παιδί να μισήσει τα μαθήματα, το σχολείο, αλλά και τους ανθρώπους και μάλιστα, χωρίς κανέναν λόγο, απλώς επειδή στα παιδικά του μάτια, ο μικρούλης εαυτός της είχε μία τεράστια διάσταση, σαν ένα τεράστιο δρεπάνι όταν ετοιμάζεται να κόψει τα μικρά χορταράκια.

Αν, όπως έλεγε ο Μέγας Αλέξανδρος «στους γονείς οφείλομεν το ζην, στους δε διδασκάλους το ευ ζην», τότε η κυρία Δήμητρα τα κατάφερε πολύ καλά να μετατραπώ σε μία άλλη απ’ αυτήν που θα μπορούσα να είμαι. Γέμισε την ψυχή μου γρατζουνιές, πολύ μακριά απ’ οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει το «ευ ζην»….

Μετράω αυτά τα δύο χρόνια, ως εκπαιδευτικά χαμένα.
Ευτυχώς για μένα, στην Ε’ Δημοτικού ήρθε ο κύριος Ζώης, που μου άλλαξε θεώρηση για τη γνώση, για την παιδεία, για το ποιος μπορεί να είναι ο δάσκαλος γενικώς.
Δεν είναι τυχαίο που «ξαφνικά» έγινα καλύτερη μαθήτρια και ο έλεγχός μου γέμισε με δεκάρια.
«Ξαφνικά» διάβαζα, «ξαφνικά» άλλαξα διαγωγή, «ξαφνικά» ήμουν ένα άλλο παιδί…

«Μαθημάτων αναγκαιότατον, τα κακά απομαθείν» και σε αυτό ήταν εξαιρετικός ο κ. Ζώης, να είναι καλά όπου κι αν βρίσκεται, με ξέμαθε τα κακά, με έκανε να δω ότι μπορεί να υπάρχει κι άλλη διάσταση σε αυτό που λέμε εκπαίδευση. Με μέτρησε, με υπολόγισε, είδε αυτά που μπορούσε να καλλιεργήσει σε μένα κι άνθισα, έγινα ένας άλλος, πολύ καλύτερος άνθρωπος.

Κάποιος είπε πως οι άνθρωποι γεννιούνται αμόρφωτοι, όχι ηλίθιοι!
Αλλά μπορούν να γίνουν ηλίθιοι με την κακή εκπαίδευση.
Ευτυχώς, χάρη στον κύριο Ζώη, αυτόν τον κίνδυνο νομίζω τον απέφυγα.  

Επειδή πλέον το «όταν πήγαινα σχολείο…» σημαίνει, δυστυχώς, «πολλά πολλά χρόνια πριν από σήμερα…», μετρώ στη ζωή μου «τύχη» που έλαχα στον κύριο Ζώη. 
Μετρώ ως μεγαλύτερη τύχη, όμως, που έλαχα στην κυρία Δήμητρα, διότι στάθηκε η αιτία να διδαχθώ όλα όσα δεν θέλω να γίνω στη ζωή μου. Και τούτο είναι μια πολύ σοβαρή μορφή εκπαίδευσης. Οπότε, έστω κι έτσι, την κατατάσσω στους «μεγάλους» δασκάλους, αφού δεν με έσπρωξε σε καμιά σοβαρή επιστήμη, αλλά με οδήγησε βαθιά μέσα στην ψυχή και στο μυαλό μου, υποδεικνύοντάς μου εκείνα που πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγω. 
Η εκπαίδευση είναι όντως ένα όπλο, που μπορεί να έχει δραματικές συνέπειες ανάλογα με το ποιος το κρατάει στο χέρι του.

Εγώ δεν έγινα δασκάλα, ευτυχώς· είναι πολύ βαριά η ευθύνη να είσαι εσύ το πρότυπο για όλους αυτούς τους «άγραφους» πίνακες που πέφτουν κάθε φορά στα χέρια σου.

Έγινα όμως μάνα, σε μία εποχή πολύ καλύτερη απ’ αυτήν στην οποία έγινε μάνα η δική μου. Κι ως μάνα, δεν περίμενα απ’ το δάσκαλο να μάθει στο παιδί μου εκείνα που πρώτη εγώ έπρεπε να του μάθω, στο σπίτι μας, πριν καν φτάσει να πάει στο σχολειό.

Όχι πως γλίτωσα τα λάθη, αλλά νομίζω πως είμαι ένα τσικ «καλύτερη» από τη μάνα μου, ως προς τούτο:

Έμαθα την κόρη μου να επιδιώκει με την αξία της το σεβασμό των άλλων, αλλά ταυτόχρονα να σέβεται μόνο αυτούς που αξίζουν πραγματικά το δικό της, συμπεριλαμβανομένης κι εμού της ιδίας.

Την έμαθα να υπακούει στις κοινωνικές νόρμες, αλλά να μην παίρνει καμία «εξουσία» ως αναγκαστικά δεδομένη και να μην υποκύπτει στους παραλογισμούς της.

Την έμαθα να αφουγκράζεται τη γνώση και να τη ρουφάει όπου τη βρίσκει, αλλά να την περνάει απ’ την κρισάρα του νου της, να την αμφισβητεί, να ρωτάει, να ψάχνει.

Την έμαθα να προσπαθεί να γίνεται διαρκώς καλύτερη, όχι προσδοκώντας στείρες βαθμοθηρικές επιβραβεύσεις, αλλά για να μπορεί να στέκεται περήφανα μπροστά στον προσωπικό της καθρέφτη.

Την έμαθα να πιστεύει στον εαυτό της και στις δεξιότητές της, αλλά ταυτόχρονα να παραδέχεται τα λάθη της και να αποδέχεται την αυθεντία, όταν την συναντά.

Η γνώση πολύ απέχει από το να είναι μια τροφή μασημένη.
Σίγουρα δεν έχει καμία αξία, αν δεν μπορεί να μετατραπεί σε ενέργεια και για να γίνει αυτό, δεν αρκεί από μόνη της.
Δεν φτάνει να αποστηθίζουμε δεδομένα, χωρίς να μπορούμε να κατανοήσουμε πώς προκύπτουν.
Χρειάζεται να εμπνεόμαστε να αλλάξουμε αυτά τα δεδομένα, διότι ο στόχος είναι πάντα το καλύτερο κι όχι απλώς, «το καλύτερο που μπορούμε να έχουμε»· αυτό είναι συμβιβασμός.
Γιατί το πιο βασικό πράγμα στο οποίο μπορούμε να εκπαιδευτούμε είναι να ανοίγουμε το παράθυρο…

Ελπίζω λοιπόν αυτό το παράθυρο να έχει ανοίξει για την κόρη μου. 

Δεν ξέρω αν προστάτευσα εγώ τη δική της ψυχή απ' τις γρατζουνιές, εύχομαι μόνο εκείνη αύριο, ως μάνα, να γίνει ένα τσικ καλύτερη απ' ότι ήταν η δική της...


PINK FLOYD - THE WALL


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου