Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

«Ολιστική» ανεπάρκεια



Γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής


Γράφουμε τρία χρόνια τώρα ότι με αυτή την κυβέρνηση η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει από την κρίση. Δεν πρόκειται, γιατί είναι φανερό πως οι έχοντες την εξουσία και δεν μπορούν και δεν θέλουν…
Ανάλογα με την περίπτωση, άλλοτε υπερισχύει το «δεν θέλουν», η ιδεολογία δηλαδή, και άλλοτε το «δεν μπορούν».
Αν ήθελαν, ακόμα κι αν δεν μπορούσαν, θα έβρισκαν τρόπο· με έξωθεν βοήθεια, με συναίνεση προς την αντιπολίτευση… 
Πάντως θα έβρισκαν.
Αν μπορούσαν, ακόμα κι αν
δεν ήθελαν, θα το καταλαβαίναμε από περιπτώσεις όπως το «ολιστικό» σχέδιο ανάπτυξης.
 Οι ικανότητές τους, για την ακρίβεια, φαίνονται όχι από αυτά που προκρίνει το σχέδιο ως αναπτυξιακές πολιτικές, αλλά από το πώς τα προκρίνει.
Παρακολουθώντας λοιπόν τις δηλώσεις και τις πληροφορίες επ’ αυτού, είναι ξεκάθαρο ότι η ελληνική ομάδα διαπραγμάτευσης και κυρίως το υπουργείο των Οικονομικών, δεν έχει την ικανότητα να συνδιαλεχθεί με τους θεσμούς. Για να γίνουμε σαφέστεροι, το ζήτημα εδώ δεν είναι ότι τους λέει ψέματα, αλλά ότι δεν ξέρει πώς να τα πει.
Εν προκειμένω, το να ισχυρίζεσαι ότι θα βγούμε από την κρίση με ναυαρχίδες την κάνναβη και τα δασικά προϊόντα, όσο αμφισβητήσιμο κι αν είναι, δεν είναι απορριπτέο εξ ορισμού. Το να λες, ωστόσο, ότι θα αποδώσουν 1,5 και 1,7 δισ. αντίστοιχα, τη στιγμή που το ελαιόλαδο αποδίδει περί τα 700 εκατ. ευρώ, είναι καταγέλαστο.
Και αν η κυβέρνηση αυτά τα ισχυριζόταν δημοσίως εδώ, στην Ελλάδα, θα λέγαμε ότι κυνηγάει εντυπώσεις με υπερβολικά μεγάλα ποσά, μήπως και αποκομίσει κάποιες ψήφους. (Έχει δείξει άλλωστε ότι δεν έχει ηθικό πρόβλημα να κάνει κάτι τέτοιο.)
Το ότι όμως κράτησε το σχέδιο αρχικά κρυφό από τον ελληνικό λαό για να το δείξει απευθείας στους Ευρωπαίους εταίρους, άφηνε περιθώρια να πιστέψουμε ότι παραήταν τεχνοκρατικό και «καπιταλιστικό» για το κοινό της.
Το πόσο τεχνοκρατικό ήταν τελικά, φάνηκε από τις διαρροές στον τύπο από πλευράς Βρυξελλών, που ξεκίνησαν ένα μήνα πριν λέγοντας ότι το ελληνικό κείμενο είναι πολύ γενικόλογο, μετά δημοσιοποιήθηκαν τα γελοία νούμερα που προσδοκά η κυβέρνηση
και στο τέλος ειπώθηκε το σκληρό «η πρόταση της Αθήνας δεν αξίζει ούτε το χαρτί στο οποίο γράφτηκε».
Μιας και γίνεται πολύς λόγος τελευταία λοιπόν για το πόσο σοβάρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ και για το ότι μοιραία θα γίνει ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, είναι σκόπιμο να δούμε όλα τα παραπάνω και να εξετάσουμε το πόσο βελτιώθηκε από τα χρόνια που ήταν «μη σοβαρός», στο πιο βασικό των βασικών για μία κυβέρνηση: Στον σχεδιασμό.
Όσοι παρακολουθούσαμε στενά το εξάμηνο της «περήφανης» διαπραγμάτευσης θυμόμαστε τους εταίρους να απευθύνονται στην ελληνική κυβέρνηση και να της λένε
«κάντε προτάσεις». Λίγες εβδομάδες πριν τη δραματική Σύνοδο Κορυφής, το Μαξίμου εδέησε να απαντήσει, «κάναμε ήδη». Οι εταίροι επανήλθαν, «δεν έχουμε στα χέρια μας προτάσεις, κάντε προτάσεις» . Το Μαξίμου επέμενε «κάναμε», οι εταίροι «περιμένουμε τις προτάσεις σας…» κ.ο.κ.
Στο μεταξύ, η μόνη πρόταση από ελληνικής πλευράς που δεν προοιωνιζόταν ρήξη ήταν η υπόσχεση για πάταξη της φοροδιαφυγής και αυτή ετίθετο προφορικά. Το υπουργείο μας των Οικονομικών δεν μπήκε καν στον κόπο να κάνει πρόσθεση και πολλαπλασιασμό για να στείλει επισήμως ένα νούμερο στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης, τη στιγμή που υπήρχε εν ισχύ ένα μνημόνιο με μέτρα απολύτως συγκεκριμένα, ποσοτικοποιημένα, με προθεσμίες, πίνακες, οικονομικά μεγέθη που αυξάνονται προοδευτικά κ.α.
Τελικά, όταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι, ο Φ. Ολάντ έστειλε Γάλλους συμβούλους στη χώρα μας ώστε να καταρτίσουν την ελληνική πρόταση για τη διαπραγμάτευση του τρίτου μνημονίου. Στο Μαξίμου προφανώς ή δεν ήξεραν τι να κάνουν ή ήταν πολύ απασχολημένοι με τη δημιουργία του Παράλληλου Προγράμματος που θα ακολουθούσε, κάτι που είναι ακόμα χειρότερο.
Όλα αυτά συνέβησαν για να αποφύγουμε την ονειρική (χωρίς υπερβολή πλέον) πρόταση Γιουνκέρ και να υιοθετήσουμε ένα πρόγραμμα γεμάτο φόρους.
Τρία χρόνια και μείον δύο εκατοντάδες δισ. αργότερα, η μπαρουτοκαπνισμένη πια κυβέρνηση Συριζανέλ μπορεί να καταρτίσει μία πρόταση ολομόναχη και μπράβο της, αλλά με αυτούς τους ρυθμούς, μέχρι να μπορεί να συντάξει κανονικό πρόγραμμα ανάπτυξης θα χρειαστούν άλλα τέσσερα χρόνια και μερικά ακόμα δισεκατομμύρια ευρώ δίδακτρα.
Στο μεταξύ, ο ελληνικός λαός θυσιάζεται για να μεγαλώνει ένα κράτος που πολύ απλά δεν είναι βιώσιμο. Ακόμα και οι προτάσεις στο εν λόγω σχέδιο που είναι όντως αναπτυξιακές, «καίγονται» στην πλειοψηφία τους από τη συγκεντρωτική θεώρηση που το διέπει, η οποία ανήκει σε μία άλλη εποχή, τότε που ό,τι γινόταν στην αγορά έπρεπε να περάσει από την κεντρική διοίκηση.
Γίνεται, εν προκειμένω, αναφορά για τη δημιουργία ενός ελληνικού ιδρύματος έρευνας και ανάπτυξης, για σύγχρονο σύστημα προσέλκυσης στελεχών στη δημόσια διοίκηση, για συστήματα επίβλεψης και ελέγχου της αγοράς και της κινητικότητας στα υπουργεία, για αποκέντρωση της δικαιοσύνης, για βελτίωση υποδομών και άλλα, που είναι μεν χρήσιμα ως μία καλή βάση, αλλά, όντας άμεσα εξαρτώμενα ως προς την υλοποίησή τους από το κράτος, θα μπορούσαν να είχαν γίνει ή έστω ξεκινήσει ήδη.
Επειδή όμως, όπου δεν είναι ανεπαρκής στα λόγια, είναι στα έργα, η κυβέρνησή μας γέμισε το προτεινόμενο πρόγραμμα με προθέσεις όπως οι παραπάνω και όχι με τα επόμενα, συγκεκριμένα βήματα που θα μεταφράζονταν σε κανονική ανάπτυξη, καθώς θα είχαν άμεση επίδραση στην πραγματική οικονομία (π.χ. άρση περιορισμών, κίνητρα για καινοτομία, διαδικασίες καλύτερης λειτουργίας των αγορών κεφαλαίου και προϊόντων).
Αυτά, σε ένα σχέδιο ανάπτυξης που η κυβέρνηση Συριζανέλ ονόμασε «ολιστικό».
Γιατί, αν δεν έχεις την ικανότητα να ηγηθείς, για να παραμείνεις στη θέση σου πρέπει να έχεις τουλάχιστον θράσος…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου