Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Μια διχαστική κυβέρνηση στην κατηφόρα του λαϊκισμού


Γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής


Έχουμε ξαναπεί πως η σημερινή είναι η χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης, ωστόσο έχουν ειπωθεί και γραφτεί επιχειρήματα περί του αντιθέτου, κυρίως στο πλαίσιο της υποτιθέμενης σταδιακής μεταμόρφωσης του ΣΥΡΙΖΑ σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, κατά τα οποία δεν μπορεί να λογίζεται ως χειρότερη η τωρινή κυβέρνηση όταν και το ΠΑΣΟΚ του ‘80 λαΐκιζε ασύστολα, όταν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μαζί έχουν διορίσει περίπου τη μισή Ελλάδα, όταν με λίγα λόγια οι «προηγούμενοι» είναι υπεύθυνοι για την ελληνική κρίση.
Αν και υπάρχουν ουκ ολίγες απαντήσεις στον
συγκεκριμένο αντίλογο, κάποιες από τις οποίες έχουμε δώσει και αναλύσει κι εμείς στο παρελθόν από αυτήν εδώ τη στήλη, αρκεί να αναφέρουμε τη μία και κυριότερη, που μας τη θύμισε η αντίδραση του πρωθυπουργού μας στην επίθεση που δέχθηκε τις προάλλες ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, και δεν είναι άλλη από το διχασμό που προσπαθεί να επιβάλλει σχεδόν με το ζόρι στην ελληνική κοινωνία ο συνασπισμός Συριζανέλ.
Η μεγάλη διαφορά λοιπόν της σημερινής κυβέρνησης με τις προηγούμενες είναι πως πρόκειται για τη μόνη πραγματικά διχαστική κυβέρνηση που έχει δει ο τόπος. Δεν υπάρχει άλλη τέτοια μεταπολιτευτικά. Προφανώς το ότι μας προέκυψε τώρα έχει να κάνει με τη δυσμενή συγκυρία της κρίσης, αλλά αυτό δεν ακυρώνει το γεγονός πως εδώ και τρία χρόνια στην εξουσία «παράγει» διχασμό.
Οι «προηγούμενοι» μπορεί να πει κανείς ότι ήταν επίσης διχαστικοί (δεν ήταν σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έστω…), ότι ενέδωσαν κι εκείνοι στο λαϊκισμό ως αντιπολίτευση, αλλά όταν έγιναν κυβέρνηση, καλούσαν σε συναίνεση. Υποκριτές ή όχι , τουλάχιστον επί κρίσης, όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις καλούσαν σε ευρεία συναίνεση υπό το μνημόνιο.
Η τωρινή έβγαλε ανακοίνωση για «τρόικα εσωτερικού» λίγες μέρες μετά την ψήφιση του δικού της μνημονίου από τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα και από τότε ο διχαστικός της λόγος συνεχίζει ακάθεκτος στην κατηφόρα.
Μία κατηφόρα που είναι τόσο απότομη, που ο αρχηγός της, μετά από τρία χρόνια εντατικών μαθημάτων πρωθυπουργίας στις πλάτες όλων μας, δεν μπορεί να πει το αυτονόητο των αυτονόητων, όταν ένας δήμαρχος χτυπήθηκε επειδή δεν είναι δημοφιλείς οι απόψεις του:
«Αυτοί που επιτέθηκαν στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη, δεν είναι ούτε αγανακτισμένοι πολίτες, ούτε συγκεντρωμένο πλήθος. Είναι απλά ακροδεξιοί τραμπούκοι που πρέπει να βρεθούν άμεσα αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους.»
Εδώ έχουμε μία κλασική, αριστερού τύπου διάκριση βίας σε καλή και κακή. 
Σημασία δεν έχει η πράξη, έχει το ποιοι προέβησαν στην πράξη. 
Ήταν οι «δικοί μας»; Οι αγανακτισμένοι που μας έφεραν στην εξουσία;
Ή οι άλλοι;
Η ειρωνεία βεβαίως εδώ είναι ότι οι «άλλοι» ήταν επίσης μέσα στους αγανακτισμένους που έφεραν στα πράγματα τη συγκεκριμένη κυβέρνηση. Και αν σκεφτούμε ότι οι «χθεσινοί» αγανακτισμένοι σήμερα έχουν χωριστεί σε απογοητευμένους, που γύρισαν σπίτια τους, και σε πιο αγανακτισμένους και οι τελευταίοι έχουν χωριστεί σε ακροδεξιούς «υπερπατριώτες» και σε «Ρουβίκωνες», γίνεται σαφές πού ακριβώς απευθύνεται ο πρωθυπουργός…
Και καθώς τα «παιδιά» δεν είναι αχάριστα, μόλις χθες απείλησαν τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Για να το καταλάβουμε λίγο αυτό το παγκόσμιας πρωτοτυπίας φαινόμενο:
Τα πράγματα στη χώρα είναι τόσο άσχημα, που οι αναρχικοί θεωρούν εχθρό τους την αντιπολίτευση!
Για να επανέλθουμε όμως στους υπεύθυνους, με τη διχαστική λογική που σκέφτονται, είναι αστείο να περιμένει κανείς ότι θα «σοβαρέψουν» ποτέ ως κόμμα. Δεν πρόκειται. Όχι εντός μίας δημοκρατικής χώρας τουλάχιστον.
Για να είμαστε ξεκάθαροι, δεν μιλάμε απλά για μία κυβέρνηση που επιτίθεται στη δημοκρατία. Μιλάμε για μία κυβέρνηση που δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιτίθεται στη δημοκρατία, γιατί έχει μία συγκεκριμένη άποψη για την πολιτική.
Ακριβώς επειδή δεν βλέπει τον εαυτό της σαν κυβέρνηση όλων των Ελλήνων σε μία περίοδο που δεν υπάρχουν χρήματα, αντιλαμβάνεται τους δημοκρατικούς θεσμούς – τα εργαλεία εκείνα δηλαδή που δεν ξεχωρίζουν τους Έλληνες σε κατηγορίες και παράλληλα εξασφαλίζουν ότι αυτός ο τόπος δεν χρειάζεται οπωσδήποτε δανεικά για να κυβερνηθεί – ως εξ ορισμού εμπόδια.
Μπορεί κάποιος τα παραπάνω, επειδή η δημοκρατία μας φαίνεται να αντέχει ακόμα, να τα θεωρεί υπερβολικά. Δεν είναι. 
Μπορεί να μην έχουμε γίνει ακόμα Βενεζουέλα ή να μην έχουμε αλλάξει πολίτευμα, αλλά όταν απειλείται η ελευθερία του λόγου, το πιο θεμελιώδες των δημοκρατικών χαρακτηριστικών μίας κοινωνίας, και ο πρωθυπουργός μας αντιμετωπίζει (και αυτό) το γεγονός εργαλειακά, τότε είναι ξεκάθαρο ότι η «πελατεία» του είναι πιο σημαντική από την δημοκρατία.
Για να το πούμε πιο απλά, όταν ένας άνθρωπος τρώει ξύλο επειδή η άποψή του δεν είναι δημοφιλής και ο αρχηγός τού κράτους μας απλά αδυνατεί να το καταδικάσει χωρίς να κάνει μικροπολιτική, τότε δεν μπορούμε να είμαστε ήσυχοι. 
Όχι αυτή την εποχή που ο λαός περνάει δύσκολα και ο λαϊκισμός θεριεύει. 
Δεν γίνεται…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου