Γράφει
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Είναι σαφές, το λέμε και το γράφουμε από την πρώτη ημέρα που ενέσκηψαν τα προβλήματα στην ελληνική οικονομία.
Η πιστωτική ασφυξία που έχουν δημιουργήσει οι τράπεζες, πνίγει ως θανατηφόρος βρόγχος τις ελληνικές επιχειρήσεις, ακόμη και τις πλέον υγιείς.
Ακόμη κι αν κάποιες φορές οι επιχειρήσεις καταφέρουν να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση, τα επιτόκια είναι τόσο υψηλά, σχεδόν απαγορευτικά, που τους στερούν οποιοδήποτε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Αν σ’ αυτά προσθέσει κάποιος και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πέριξ των επιχειρήσεων, την εναντίωση στο κέρδος που διακατέχει μεγάλο μέρος της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος, αλλά και το υψηλότατο κόστος του δημοσίου τομέα για την συντήρηση του οποίου αναγκαστικά καταφεύγουμε στην υπέρμετρη φορολογία και λοιπά παρελκόμενα αυτής, εύκολα αντιλαμβάνεται για ποιον λόγο δεν πρέπει ν’ αποτελεί έκπληξη η απόφαση της Βιοχάλκο να μεταφέρει την έδρα της στο εξωτερικό.
Άλλωστε πριν τη Βιοχάλκο είχαν προηγηθεί κι άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά κυρίως μικρομεσαίες που μεταφέρθηκαν σε γειτονικές χώρες, όπου τόσο το τραπεζικό σύστημα είναι πιο ευέλικτο, όσο και τα φορολογικά δεδομένα πιο ελκυστικά.
Το έχουμε ξαναπεί, το λέμε και θα το λέμε συνεχώς.
Το πολιτικό σύστημα, τόσο η κυβέρνηση όσο κι η αντιπολίτευση, στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τον δημόσιο τομέα και το αδηφάγο Κράτος, έχουν διαλύσει κάθε παραγωγική προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα.
Η φορολογική αφαίμαξη επιχειρήσεων και πολιτών, δεν μπορεί επ’ ουδενί να θέσει την οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά, πολύ περισσότερο όταν το τραπεζικό σύστημα παραμένει αθέατο και ασχολείται μόνο με τα του οίκου του.
Αν αναλογιστούμε ότι ακόμη κι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους κεφάλαια χρηματοδότησης της παραγωγής τους κι είναι αναγκασμένες να πληρώνουν με «ζεστό» χρήμα παραγωγή και ΦΠΑ –που για να τον λάβουν πίσω πρέπει να περάσουν σχεδόν δυο χρόνια- τότε δεν μπορεί να μιλάμε γι’ ανάπτυξη.
Είναι σαφές ότι οι επιχειρήσεις αυτές όχι μόνο φυτοζωούν, αλλά βρίσκονται ήδη στην εντατική για την παροχή οξυγόνου επιβίωσης.
Μαζί τους υποφέρουν κι οι εργαζόμενοί τους, είτε απολυόμενοι, είτε υφιστάμενοι συνεχείς μειώσεις μισθών, είτε ακόμη ακόμη παραμένοντας απλήρωτοι επί μήνες.
Την ώρα που συμβαίνουν αυτά, η κυβέρνηση πανηγυρίζει για το διαφαινόμενο πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο όμως είναι αποτέλεσμα συνεχών κι υπέρμετρων φορολογικών επιδρομών. Χωρίς καν να έχει αγγίξει ουσιαστικά τη μεγάλη πληγή του τόπου. Χωρίς να έχει μεταρρυθμίσει, αναδιοργανώσει ή κοντύνει τα πόδια του μεγάλου ασθενούς, του δημοσίου τομέα.
Μπορεί να θέτει σε κινητικότητα, διαθεσιμότητα ή όπως αλλιώς βαφτίζουν τα ημίμετρα, αλλά οι δομές παραμένουν ίδιες, η γραφειοκρατία το ίδιο.
Το πύον ρέει αγιάτρευτο.
Η δε αντιπολίτευση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
Υπόσχεται στους πάντες τα πάντα σε μια επίδειξη πρωτοφανούς λαϊκισμού, στην οποία δεν είχε καταφύγει ούτε ο μέγιστος του είδους Ανδρέας Παπανδρέου.
Ποιος, λοιπόν, θα επενδύσει σ’ αυτό το πνιγηρά ασφυκτικό περιβάλλον;
Ποιος επιχειρηματίας θα πάει παρακάτω, όταν δεν έχει τη δυνατότητα να δώσει το φιλί της ζωής στην επιχείρησή του;
Ποιος ανέχεται την απεμπόληση του ρόλου του τραπεζικού συστήματος στην οποία αυτό έχει καταφύγει. Πολύ περισσότερο όταν η ελληνική κοινωνία τα «έχωσε» χοντρά με θυσίες και αίμα για την ανακεφαλαιοποίσή του;
Ποιος θα μιλήσει επιτέλους με ευθύνη; Ποιος θα σχεδιάσει και πότε το μέλλον;
Την απάντηση την ξέρουμε. Ουδείς!
Προέχει η μη απόλυση των διαμαρτυρομένων σχολικών τροχονόμων, που ήταν εθελοντές και μετά έγιναν ως δια μαγείας δημόσιοι υπάλληλοι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου