Γράφει
ο Πέτρος Τατσόπουλος
Την άνοιξη του 1986 είχα πατήσει τα είκοσι επτά.
Η συνομήλική μου Αναστασία, η μικρότερη από τις δύο
κόρες του Παναγιώτη Λαμπρία, εργαζόταν στις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της
Εστίας ως υπεύθυνη της σειράς "Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία".
Αυτήν τη σειρά είχε θέσει σε τροχιά, πέντε χρόνια
νωρίτερα, ο φιλόλογος Γιώργος Θαλάσσης, με την προτροπή του οποίου είχα
μετακομίσει κι εγώ στην Εστία.
Δίχως την προτροπή του Θαλάσση δεν θα είχα γνωρίσει
την Αναστασία και δίχως τη μεσολάβηση της Αναστασίας δεν
θα είχα συναντηθεί με
τον πατέρα της.
Δύο απροσδόκητες διασταυρώσεις με είχαν φέρει κοντά
σ' εκείνον τον ξεχωριστό άνθρωπο.
Τον ίδιο καιρό ασκούσα ως πάρεργο τη δημοσιογραφία.
Συνεργαζόμουν μ' ένα θνησιγενές μηνιαίο περιοδικό,
τα Πρόσωπα, που
διηύθυνε ο Άρης Δαβαράκης.
Μαζί με το μακροβιότερο ταυτολογικό Περιοδικό του
Θανάση Λάλα, τα Πρόσωπα είχαν
μεταλαμπαδεύσει -κυρίως από έντυπα όπως το Face, το People και η Village
Voice- ένα εξομολογητικό κι ενίοτε επιθετικό ύφος
συνεντεύξεων, περισσότερο ίσως αδιάκριτο μα και λιγότερο ξύλινο, λιγότερο
στημένο από το παραδοσιακό ύφος, πιο χαλαρό και πιο εύκαμπτο. Αυτό το ύφος
σήμερα θεωρείται αυτονόητο, αν όχι επιβεβλημένο.
Σε μια εποχή όμως που τόσο οι πολιτικοί όσο και οι
καλλιτέχνες, ακόμα και μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, δεν διστάζουν να
φορέσουν τα πρεσβυωπικά γυαλιά τους και να διαβάσουν γραπτές απαντήσεις σε
γραπτές ερωτήσεις, το Περιοδικό και
τα Πρόσωπα φέρνουν
ένα δροσερό αεράκι, αμόλυντο από τις κατοπινές ακρότητες και σαχλαμάρες.
Όχι πως χρειάζεται να τα εξιδανικεύσουμε κιόλας.
Ελάχιστα έντυπα αγνοούν πλήρως τις υποδόριες
δεσμεύσεις, τις συμβάσεις και τις αναστολές -τα συμπλέγματα, αν προτιμάτε- μιας
δεδομένης περιόδου.
Ασφαλώς ούτε το Περιοδικό ούτε τα Πρόσωπα περιλαμβάνονται ανάμεσά τους.
Στα 1986, ένα από τα ισχυρότερα συμπλέγματα,
τουλάχιστον εκεί όπου εγώ κινούμαι, είναι και το αντιδεξιό σύμπλεγμα.
Εάν δεν δηλώσεις αριστερός -οπότε και δικαιούσαι
προκαταβολικά να λάβεις άφεση αμαρτιών-, οφείλεις να αποδείξεις την αθωότητα
και τις αγαθές σου προθέσεις.
Ας μην ξεχνάμε πως η σοσιαλιστική παράταξη
μεσουρανεί, με νωπή την ανανέωση της λαϊκής εντολής, παρότι έχει ήδη εκδηλώσει
τα πρώτα ύποπτα συμπτώματα.
Το εκλογικό σώμα χωνεύει δύσκολα την μπαγαποντιά
εις βάρος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ένα χρόνο νωρίτερα, αλλά ο Ανδρέας
Παπανδρέου εξακολουθεί ν' απολαμβάνει την περίοδο χάριτος (ως εκ τούτου,
εξακολουθεί και να παχαίνει) και να συγκυβερνάει πλάι στον ισχυρό άνδρα, τον
αρχιμάγειρο Μένιο Κουτσόγιωργα.
Τίποτε δεν προμηνύει το Χέρφιλντ και το Ειδικό
Δικαστήριο.
Το μούδιασμα απέναντι σε οτιδήποτε ή οποιονδήποτε
"συντηρητικό" διατηρεί την αποτρεπτική του επενέργεια.
Πρέπει να είσαι προσωπικότητα μεγάλου βεληνεκούς,
κατά προτίμηση καλλιτεχνική -ένας Μάνος Χατζιδάκις, λόγου χάριν, ένας Αλέξης
Μινωτής ή ένας Δημήτρης Χορν-, για να καταπιούμε την αντιδεξιά μας αποστροφή,
να παραβλέψουμε το κουσούρι σου και να σου παραχωρήσουμε το μικρόφωνο.
Προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι ο
ευρωβουλευτής Παναγιώτης Λαμπρίας, μολονότι απείχε των καλλιτεχνικών του
δραστηριοτήτων την τελευταία τεσσαρακονταετία, έχαιρε αυτής της ιδιότυπης, όσο
και φειδωλής ασυλίας.
Όταν έριξα
στα Πρόσωπα την
ιδέα για μια συνέντευξη, σύσσωμη η συντακτική ομάδα την αποδέχτηκε, καίτοι
προεξόφλησε πως δεν θα παρουσίαζε κανένα επικαιρικό ενδιαφέρον.
Ο Λαμπρίας -μου έδωσαν όλοι να καταλάβω- δεν είχε
ανάγκη την επικουρία της επικαιρότητας. Εκτός από πεφωτισμένος συντηρητικός,
ανήκε και σε μιαν άλλη, εξίσου ολιγάριθμη, συνομοταξία. Παρέμενε απολαυστικός
αφηγητής, είτε βρισκόταν ο ίδιος στο προσκήνιο είτε όχι.
"Θα περάσεις καλά μαζί του", με
διαβεβαίωσαν όσοι τον είχαν ήδη γνωρίσει.
Πέρασα
πράγματι καλά μαζί του αν κρίνω από τις πέντε ώρες που διήρκεσε η συνέντευξη.
Ήταν και μια σπάνια ευκαιρία για να βάλω σε δοκιμασία -και ν’ αναθεωρήσω-
ορισμένες από τις δικές μου προκαταλήψεις.
Απόρροια της πενιχρής μου συνάφειας με πολιτικούς
ήταν και η πεποίθησή μου ότι όλοι τους, λίγο πολύ, διχάζονται ανάμεσα στην
ωμότητα του Καραμανλή και στην κολακεία του Παπανδρέου -όποτε διαβλέπουν
ατελέσφορη την πρώτη τακτική, προσφεύγουν στη δεύτερη. Πώς να συμπεριφέρεσαι με
ανεπιτήδευτη ευγένεια δίχως ν' απομακρύνεσαι σπιθαμή από τις απόψεις σου ήταν
ένα μάθημα -ένα υπόδειγμα, θα έλεγα, συνομιλίας- που έλαβα εκείνο το
ανοιξιάτικο απόγευμα, διανθισμένο με σπαρταριστά στιγμιότυπα τα οποία, ελλείψει
χώρου, δεν μπόρεσα ν' αποτυπώσω ακέραια στις σελίδες των Προσώπων.
Από τα χείλη του ίδιου αυτόπτη μάρτυρα άκουσα και
την πιο συναρπαστική περιγραφή της δραματικής (ιλαροτραγικής, κατά τα λεγόμενα
του Λαμπρία) 23ης προς 24η Ιουλίου του 1974.
Παρασυρμένος από την αφηγηματική του δεινότητα,
σχεδόν λησμόνησα να τον τσιγκλίσω με δυσάρεστες ερωτήσεις.
Μόλις το θυμήθηκα, βρέθηκα αντιμέτωπος με την
ευθυκρισία του, το βιτριολικό του χιούμορ, ακόμα και την αθυροστομία του
-καθόλου συνηθισμένη, εκείνον τον καιρό, τουλάχιστον στη γραπτή απόδοσή της.
Η τελευταία στάθηκε αφορμή και για ένα ευτράπελο
περιστατικό, λίγες ημέρες αργότερα. Για την ακρίβεια, λίγες νύχτες.
Πρέπει να ήταν δύο με δύομισι μετά τα μεσάνυχτα,
όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου στην Κυψέλη. Αναγνώρισα αμέσως τη χαρακτηριστική
του φωνή -βραχνή, ασθματική, μ' ένα ελαφρύ τσέβδισμα.
Με καλούσε από τις Βρυξέλλες.
Είχε διαβάσει προ ολίγου το απομαγνητοφωνημένο
δακτυλόγραφο.
Ελπίζω να μην ξύπνησε μέσα του -πρόλαβα μονάχα να
σκεφτώ- ο καραμανλικός υφυπουργός Τύπου.
"Όχι, το κείμενο είναι εντάξει",
διασκέδασε την ανησυχία μου.
"Μόνο για ένα σημείο έχω ενδοιασμούς. Εκεί που
λέω: «Δεν θα μάθουμε το τσιμπούκι στα παιδιά μας από το κρατικό ραδιόφωνο!
Φοβάμαι πως θα σοκάρει τον αναγνώστη. Μήπως θα μπορούσαμε να το διατυπώσουμε
στα λατινικά; Fellatio;».
Η χάρη που μου ζητούσε ήταν ανώδυνη.
Αν επέμενε, θα την ικανοποιούσα δίχως τύψεις.
Φαίνεται όμως πως αισθανόμουν εξαιρετικά υπερήφανος που είχα κατορθώσει να
αποσπάσω αυτή τη διατύπωση από τον πάλαι ποτέ κυβερνητικό εκπρόσωπο. Αποφάσισα
να δώσω τη μικρή μου μάχη.
"Δεν έχω αντίρρηση", συγκατένευσα
υποκριτικά. "Η μοναδική μου ένσταση είναι πως σ' εκείνο το σημείο
εκφράζετε την οργή σας. Ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να πιστέψει πως εκφράζετε
την οργή σας στα λατινικά".
Περίμενα τώρα να εκφράσει την οργή του -στα
λατινικά, στα σανσκριτικά, ακόμα και στην εσπεράντο. Αντ’ αυτής ακούστηκε ένας
βαθύς αναστεναγμός. Η στωική παραδοχή του σκεπτικιστή -κάποιου μαθημένου να μην
φέρνει ποτέ αντίσταση μπροστά σ' ένα λογικό επιχείρημα.
"Έχετε δίκιο", είπε. "Κανένας δεν
οργίζεται σήμερα στα λατινικά. Αφήστε το ¨τσιμπούκι¨".
Θα
περνούσαν δεκατέσσερα χρόνια μέχρις ότου τον ξαναδώ εκ του σύνεγγυς.
Στο μεσοδιάστημα απολάμβανα τις αραιές τηλεοπτικές
του εμφανίσεις -την τεκμηρίωση, την ακριβολογία και τα στυφά του ευφυολογήματα,
που έφερναν τόσο συχνά σε αμηχανία τον απροετοίμαστο συνομιλητή του.
Η συγκινητική επιμονή του, μέσα από τα βιβλία του,
να αναδείξει τις άγνωστες ή τις παρεξηγημένες πτυχές του Κωνσταντίνου Καραμανλή
με παρέπεμπε συνειρμικά στον αειθαλή δεσμό του Αντρέ Μαλρώ με τον Σαρλ ντε
Γκωλ.
Τέλος, με τίμησε η πρόταση της Αναστασίας να
παρουσιάσω ενώπιόν του την Ευρώπη Φάντασμα,το ύστατό του πόνημα, στο κεντρικό βιβλιοπωλείο του
Ελευθερουδάκη.
Όπως το ίδιο
το βιβλίο, έτσι και ο Παναγιώτης Λαμπρίας την άνοιξη του 2000 δεν έκρυβε την απαισιοδοξία
του.
Το ευρωπαϊκό όραμα, με τον τρόπο που είχε
ιχνογραφηθεί στη Συνθήκη της Ρώμης, έδειχνε να θαμπώνει αμετάκλητα.
Ο Λαμπρίας ήταν ένα νόμισμα παλαιάς κοπής, βγαλμένο
από τη μήτρα του Αντενάουερ και του Σουμάν.
Λάτρεψε την αμφιβολία και την απόχρωση.
Αφουγκράστηκε το ασπρόμαυρο μέλλον.
Στάθηκε όμως και τυχερός.
Δεν υποχρεώθηκε να το βιώσει.
Πέτρος Τατσόπουλος
2001
"Τάκης Λαμπρίας - Στον ανοιχτό ορίζοντα"
(ΠΟΤΑΜΟΣ 2002)
"Νεοέλληνες" (ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου