Από τη Θεσσαλονίκη
γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
Πέρυσι τέτοιες μέρες, γράφαμε ότι το 2015 ήταν η
χειρότερη χρονιά της ελληνικής κρίσης και ευχόμασταν το 2016 να είναι καλύτερο.
Τελικά, μάλλον ήταν χειρότερο.
Κατ’ αρχάς, το 2016 ήταν το έτος στο οποίο, όχι
απλά δεν κάναμε βήματα προς την ανάκαμψη, αλλά σπάσαμε το ρεκόρ στην αναλογία
ρουσφέτι προς κυβερνητική θητεία και εμπεδώσαμε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό ως
κοινωνία την συριζαϊκή αντίληψη περί νομιμότητας.
Επίσης, εισερχόμενοι στο ‘16, μετά τον
συμβιβασμό
του καλοκαιριού, είχαμε πορεία απομάκρυνσης από το Grexit- έστω και με ταχύτητα σαλιγκαριού που ανεβαίνει
ανηφόρα ρυμουλκώντας χελώνα- ενώ, μπαίνοντας στο ‘17, έχουμε γυρισμένο το
μέτωπο και προσεγγίζουμε δραχμή.
Συν τοις άλλοις, κατά το έτος που σε λίγες μέρες θα
εγκαταλείψουμε, συνέβησαν διεθνώς πλείστα όσα ανησυχητικά, με Brexit, εκλογή Τραμπ,
εκδηλώσεις μεγαλομανίας από Ερντογάν και ηχηρά τρομοκρατικά χτυπήματα σε Ευρώπη
και Τουρκία.
Με αυτή τη δυναμική, το ενδεχόμενο το 2017 να είναι
καλύτερο και πιο αισιόδοξο από τον προκάτοχό του μοιάζει εξαιρετικά απίθανο.
Ουσιαστικά, οι ελπίδες μας σαν χώρα βασίζονται στην
πρόσφατη δέσμευση του υπουργού μας των Οικονομικών προς τους εταίρους για μεταρρυθμίσεις.
Και, όλοι ξέρουμε τι σημαίνει να δεσμεύεται η συγκυβέρνησή μας.
Επιπλέον, στηριζόμαστε στην «πολιτική λύση» που
δεδηλωμένα επιδιώκει- και πάλι- ο πρωθυπουργός. Ως «Πολιτική λύση» μεταφράζεται
ο τρόπος μας να πετάμε στο εξωτερικό το αριστερόστροφο φληνάφημα, «οι άνθρωποι
πάνω από τους αριθμούς», συμπληρώνοντας στο εσωτερικό, «…και οι διορισμοί και
τα επιδόματα, επίσης».
Το συμπέρασμα είναι ότι η μόνη πραγματική προοπτική
για την Ελλάδα είναι να αλλάξει κυβέρνηση. Καθαρά και ξάστερα.
Έχουν χυθεί τόνοι μελάνης για το κατά πόσο είναι
έτοιμη η Νέα Δημοκρατία να αναλάβει· για το αν συμφέρει τη χώρα να εισέλθει σε
νέα περίοδο αστάθειας· για το ότι, αν δεν εκτεθεί κι άλλο ως κυβέρνηση ο
ΣυΡιζΑ, μπορεί να επανέλθει δριμύτερος σαν αντιπολίτευση· για το ότι
μεσοπρόθεσμα ίσως να είναι ολέθριες οι εκλογές, καθώς μη αυτοδυναμία μπορεί να
σημαίνει νέες εκλογές με απλή αναλογική και απρόβλεπτα συνεπακόλουθα κ. α.
Όλα επαρκώς τεκμηριωμένα. Όντως, οι εκλογές μπορεί
να σημάνουν και την αρχή του τέλους. Είναι μία πιθανότητα που δεν μπορούμε να
πάρουμε αψήφιστα. Υπάρχει όμως και μία βεβαιότητα. Με την παρούσα κυβέρνηση η
χώρα βουλιάζει. Οικονομικά και, ακόμα χειρότερα, ηθικά.
Το επιχείρημα ότι ο χρόνος τρέχει εις βάρος μας
και, άρα, δεν έχουμε την πολυτέλεια για αστάθεια και πειραματισμούς και,
συνεπώς, πρέπει να πορευτούμε με αυτή την κυβέρνηση, έχει μία βάση. Ωστόσο,
αγνοεί την επιβεβλημένη ανάγκη για αλλαγή πολιτικής.
Με δεδομένη την πορεία παρακμής που διαγράφουμε, αν
μία εκλογική διαδικασία φέρει την καταστροφή, θα είναι επειδή δεν την είχαμε
κάνει νωρίτερα. Δεν υπάρχει τίποτα- μα τίποτα- που να συνηγορεί ότι τα επόμενα
δύο-τρία χρόνια, εφόσον υπάρχει ακόμα κανονικό κράτος, η κατάσταση θα είναι
καλύτερη, ή έστω ίδια, ώστε να αλλάξουμε κυβέρνηση ομαλότερα απ’ ό,τι μπορούμε
να αλλάξουμε τώρα.
Το ότι ο χρόνος κυλά εναντίον μας λοιπόν, έχει και
αντίστροφη ανάγνωση: Αφού δεν έχουμε χρόνο, η σχετική κανονικότητα που διάγουμε
επί του παρόντος μπορεί να ιδωθεί ως ευκαιρία για να διεξάγουμε εκλογές το
συντομότερο. Δεν ξέρουμε για πόσο καιρό ακόμα θα την έχουμε.
Εκτός κι αν κάποιος πιστεύει ότι το υπουργικό
συμβούλιο των Συριζανέλ θα μεταμορφωθεί ξαφνικά σε μία μεταρρυθμιστική ντριμ
τιμ.
Μία νέα κυβέρνηση, εάν συγκροτηθεί, θα έχει να
αντιμετωπίσει τεράστιες δυσκολίες, ασυζητητί, και, εν πολλοίς, θα εξαρτάται από
την υπομονή των ξένων. Το δεύτερο είναι οδυνηρό, αφού οι τύχες μας δεν είναι
πλέον εξ ολοκλήρου στα χέρια μας. Σε αυτή την κατάσταση όμως ήρθαμε μόνοι μας.
Αν η κρίση ξεκινά το 2008 και μιλάμε ακόμα για «δέσμευση μεταρρυθμίσεων», τέλη
του ‘16, με τα δύο τελευταία χρόνια μάλιστα να προβαίνουμε και σε
«αντιμεταρρυθμίσεις», δεν φταίει κανένας Σόιμπλε.
Συνεπώς, υπό αυτές τις δυσάρεστες συνθήκες, το
βασικότερο προσόν που πρέπει να χαρακτηρίζει την ελληνική ηγεσία είναι ο ρεαλισμός.
Η αναγνώριση του πού βρισκόμαστε και τι συμβαίνει τριγύρω.
Χωρίς τον ρεαλισμό, βλέπουμε τα σύννεφα ψηλά και
όχι το δρόμο μπροστά μας, οπότε ο πρωθυπουργός μας θα λέει να «αφήσουν κάποιοι
τα φτερά μας» (βλ. δηλώσεις στην Ιεράπετρα), ενώ πάμε με πατημένο το γκάζι προς
το αδιέξοδο.
Θα πει κανείς «ξέρουμε σίγουρα ότι οι άλλοι θα
διακατέχονται από ρεαλισμό»; Αυτό, μπορούμε να το συζητήσουμε.
Ποιος δεν διακατέχεται όμως, το ξέρουμε. Πρέπει να φύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου