Από τη Θεσσαλονίκη
γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
Αν ερχόμασταν αντιμέτωποι με μία πολύ ζοφερή
είδηση, για παράδειγμα, ότι ένας κομήτης πρόκειται να συγκρουστεί με τη γη μέσα
στα επόμενα 24ωρα, θα καλωσορίζαμε οτιδήποτε θα μας έκανε να ελπίζουμε.
Οι
περισσότεροι θα ήμασταν δεκτικοί σε οποιοδήποτε δημοσίευμα συνηγορούσε για το
αντίθετο, ακόμα κι αν η πηγή του ήταν το ψέμα.gr (παρεμπιπτόντως, δεν υπάρχει τέτοιος ιστότοπος, μην
ψάχνετε άδικα).
Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση.
Φυσιολογικά λοιπόν, οι κακές ειδήσεις που μας
αφορούν άμεσα μας απωθούν. Για τον ίδιο λόγο, οι δυσάρεστες προβλέψεις στην
πολιτική, όσο πιο βάσιμες είναι, τόσο περισσότερο τις αποστρεφόμαστε και τις
υποβιβάζουμε σε «κινδυνολογία» ή «καταστροφολογία». Αντιθέτως, είμαστε
πολύ καλοί ακροατές σε καλά νέα.
Όταν ο πρωθυπουργός, στη συζήτηση για τον
προϋπολογισμό, παρουσιάζει τα πάντα στην Ελλάδα καλώς καμωμένα, μπορεί να μην
πιστεύουμε την κάθε του λέξη, αλλά δεν θα μπούμε και στη διαδικασία να
σκεφτούμε πως, για να τα βλέπει όλα τόσο εξωπραγματικά καλά, μάλλον η χώρα πάει
κατά διαόλου.
Θα πει κανείς «μήπως οι προηγούμενοι μας έλεγαν την
αλήθεια»; Όχι, όμως τουλάχιστον υπήρχαν τα δανεικά. Αλλά, ακόμα κι όταν
τελείωσαν, το “success story”, κι αν ήταν ψεύτικο, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από
ένα σύνθημα.
Ο Α. Τσίπρας, από την άλλη, ανέβηκε το περασμένο
Σάββατο στο βήμα της Βουλής και παρουσίασε αναλυτικά, βήμα- βήμα, μία άλλη
χώρα. Πολλές οι ανακρίβειες, ουκ ολίγα τα ψέματα και τουλάχιστον δύο χτυπητές
αντιφάσεις, τίποτα από τα οποία δεν κρίνουμε σκόπιμο να αναπτύξουμε εδώ, τώρα.
Τώρα, το θέμα μας είναι πως, ακόμα κι αν ο πρωθυπουργός περιέγραφε τη χώρα σαν
τη Ντίσνεϊλαντ της Ευρώπης, θα τον ακούγαμε πολλοί με εφησυχασμό, αν όχι με
ευχαρίστηση, κυρίως επειδή δεν θέλουμε να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο να γίνουμε
Βενεζουέλα.
Αν και η Ελλάδα, ως γερασμένη χώρα, έχει πολλούς
ανθρώπους που γνώρισαν κακουχίες, οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε τι
σημαίνει να ζούμε σε καιρούς δύσκολους. Πράγματα που θεωρούμε δεδομένα από τη
στιγμή που γεννηθήκαμε, δεν φανταζόμαστε ότι μπορεί να τα χάσουμε. Είμαστε,
δηλαδή, πεπεισμένοι ότι η ζωή μας δεν μπορεί να χειροτερεύσει πολύ παραπάνω και
αναλόγως σκεφτόμαστε και πράττουμε.
Αν αναλογιστούμε πως πρώτη φορά στην ανθρώπινη
Ιστορία τα πράγματα πηγαίνουν τόσο καλά, για τόσους πολλούς, για τόσο πολύ
καιρό, ίσως θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε. Ειδικότερα, αν αντιπαραθέσουμε την
κοινή λογική με τον τρόπο που λειτουργούμε ως χώρα και ως κοινωνία. Συν το ότι,
τώρα, τα λεφτόδεντρα ξεράθηκαν.
Η παρηγοριά μας σε όλη τη διάρκεια της κρίσης ήταν
το «Δεν πρόκειται να μας αφήσουν να χρεοκοπήσουμε, γιατί τότε θα διαλυθεί το
ευρώ». Ακόμα κι αν όντως η μοίρα μας είναι δεμένη με το κοινό νόμισμα, το
ενδεχόμενο να διαλυθεί στο τέλος το ευρώ το αποκλείουμε;
Γιατί, το πρόβλημα είναι πως δεν είναι ακριβώς στο
χέρι «τους» αν θα χρεοκοπήσουμε. Είναι στο δικό μας και, αν τα κάνουμε όλα
λάθος, δεν μπορούν να κάνουν και πολλά. Ή μάλλον, μπορούν, αλλά για τους
εαυτούς τους.
Εμείς, είτε υπάρχει το ευρώ είτε όχι, θα περάσουμε
πολύ δυσκολότερα απ’ ό,τι τώρα και, αν δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε, ίσως θα
έπρεπε να μας ανησυχεί το γεγονός ότι πράγματα που δεν φανταζόμασταν ότι μπορεί
να συμβούν, έχουν συμβεί ήδη.
Όταν ο Λ. Παπαδήμος καταστροφολογούσε από το βήμα
της Βουλής, ώστε να ψηφίσουν οι βουλευτές τα δυσάρεστα μέτρα, και οι πιο
μνημονιακοί από εμάς σκεφτόμασταν «εντάξει, τα παραλέει». Επίσης, στην
κινδυνολογία της Νέας Δημοκρατίας την προεκλογική περίοδο για τις πρώτες
βουλευτικές του ‘15, πολλοί είπαμε πως οι υπερβολές θα της γυρίσουν
μπούμερανγκ.
Μια φορά, οι «έλεγχοι κεφαλαίων» του Λ. Παπαδήμου
και «η θεωρία των δύο άκρων» της ΝΔ, επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά. Ο πρώτος
ανέφερε και κάτι για κούρεμα καταθέσεων και το σενάριο μπορεί να γίνει πολύ
χειρότερο. Ίδωμεν. Όπως έχουμε ξαναπεί, η καταστροφή ποτέ δεν έρχεται μέσα σε
μια μέρα, για αυτό και δεν τη βλέπουμε.
Και να τη δούμε όμως, προλαβαίνουμε; Όσο πιο
απότομη η κατηφόρα, τόσο πιο δύσκολα μπαίνει η όπισθεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου