Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Μεταξύ μας με καφέ και με τσιγάρο (Νο 138)


Το εβδομαδιαίο χρονογράφημα του grpost
δια χειρός Πέμης Γκανά

 Στα βουνά και στα λαγκάδια…

Καλημέρα, καλημέρα και πάλι καλημέρα!
Είμαι ο Δημητράκης, ο αδελφός αυτού του Παναγιώτη, του εξυπνάκια.
Διάβασα ότι σας έγραψε κάτι για εμένα και πολύ θύμωσα...
Γιατί είναι μεγάλο ψέμα πως είμαι φαταούλας, και όχι, δεν έχω αγωνία μόνο για τον κυλικιατζή του σχολείου, μην το κλείσει το κυλικείο του με τις φοβερές αραβικές πίτες, αλλά αγωνιώ και για την καινούργια μου δασκάλα...
Αλήθεια.
Και να σας πω; Πολύ θύμωσα με τον Παναγιώτη, ακούστε λοιπόν που μας έμπλεξε με τα πείσματα του, και τις φοβερές ιδέες που
κατεβάζει η κεφάλα του!

Λίγες μέρες πριν την γιορτή του, το δεκαπενταύγουστο, εμφανίστηκε ζητώντας το δώρο του.
Και ενώ όλοι περιμέναμε πως θα ζητούσε ακόμα ένα Lego technics, ζήτησε από την μαμά και τον μπαμπά να κάνουμε ανάβαση στον Μύτικα, την ψηλότερη κορφή του Ολύμπου.
Ο μπαμπάς ξετρελάθηκε, και η μαμά απτρελάθηκε!
Ο μπαμπάς είπε: Μπράβο αγόρι μου, θα πάμε!
(Του μπαμπά του αρέσει η ορειβασία και η αναρρίχηση στα βουνά, της μαμάς πάλι καθόλου, λέει μάλιστα, πίσω από την πλάτη του, πως εκείνος θα πρέπει να είναι η ντροπή της αναρρίχησης παγκοσμίως, όχι, δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό).
Και η μαμά είπε: Όλο σαχλαμάρες ζητάς Παναγιώτη, και κοίτα και μαζέψου και συ (στον μπαμπά νομίζω πως το είπε, δεν είμαι και πολύ σίγουρος γιατί φωνάζαμε με τον αδελφό μου από την χαρά μας) και σταματήστε αυτές τις ανοησίες, δεν πρόκειται να πάμε πουθενά!
Ο μπαμπάς είπε: Θα πάμε γιατί το ζήτησε το παιδί.
Και η μαμά είπε: Ναι, καλά, κι αν το παιδί θέλει να πάει μια βόλτα στον Ζάλογγο και να χορέψουμε, θα πάμε;

Καλά, δεν ξέρω και τι άλλο είπαν γιατί με τον Παναγιώτη τρέξαμε να φτιάξουμε τα ορειβατικά σακίδια, αυτά που έχουμε από τους ναυτοπρόσκοπους.
Σε λίγα λεπτά ήμασταν έτοιμοι!
Αλλά δεν φύγαμε αμέσως, όχι.
Ο μπαμπάς είπε πως χρειαζόμασταν τουλάχιστον δέκα μέρες να οργανώσουμε το ταξίδι, και η μαμά είπε πως θέλουμε δέκα χρόνια για να οργανωθούμε...
Καλά, η μαμά, όλοι το ξέρουμε, από οργάνωση δεν τα πάει καλά, παρατάει παντού τα πράγματά της, ξεχνάει πάντα τα κλειδιά της και χάνει το κινητό της.
Τέλος πάντων, ο μπαμπάς κανόνισε όλο το ταξίδι...
Θα μέναμε είπε, σε κάποιο ξενοδοχείο σε μια περιοχή που λέγεται Πιερία, σε ένα φοβερό χωριό που έχει το όνομά μου (όχι, δεν το λένε χωριό, Δημήτρης ή Μητσάκος, όπως με φωνάζουν όλοι, αλλά Άγιος Δημήτριος- το άγιο όνομά μου, έτσι το λέω εγώ δηλαδή) και μετά θα πηγαίναμε σε ένα καταφύγιο θα μέναμε για ένα βράδυ και το πρωί θα ανεβαίναμε στην κορφή του Ολύμπου, όχι στην ψηλότερη αλλά στην άλλη που την λένε Σχολείο, Σχολειό ή κάπως έτσι...
Τέλεια δηλαδή!
Όλοι χαιρόμασταν εκτός της μαμάς, που φοβάται τους λύκους, τις αρκούδες και τα φίδια, τις κατσαρίδες, νομίζω και τα βατράχια, σίγουρα πάντως τα σκαθάρια, και το ξέρω, γιατί μια μέρα ήρθε ένα στο μπαλκόνι μας, και η μαμά τσίριζε τόσο δυνατά, που μας ξεκούφανε, όλους.

Ξυπνήσαμε στις 12 Αυγούστου πάααρα πολύ πρωί, και θα φεύγαμε αμέσως αλλά η μαμά είχε πάρει μαζί της λάθος πράγματα, όπως, κοριτσίστικα παπούτσια με τακούνια, κι εξώπλατα μπλουζάκια Είχε πάρει και φορέματα... Αλλά ο άγιος μπαμπάς δεν είπε τίποτα.
Σίγουρα όμως θα σκέφτηκε αυτό που σκέφτηκα κι εγώ, ότι είναι βαρετά τα κορίτσια.

Η μαμά ήταν όλο γκρίνια.
-Δεν φοράω αθλητικά, καλοκαιριάτικα, μουρμούραγε..
-Δεν μπορείς να ανέβεις στο βουνό με τις πλατφόρμες, της έλεγε ο μπαμπάς, και στα κρυφά έβγαλε από το σακίδιό της ένα πράγμα που το λένε ψαλίδι και ισιώνει τα μαλλιά της μαμάς που είναι πάντα, πως να σας το πω, λίγο τρελά...
Επιτέλους φύγαμε και με τον μουρλό τύπο, τον Παναγιώτη, κάναμε φοβερά σχέδια.
Και όλα πήγαιναν καλά μέχρι που ξαφνικά, πολλές ώρες μετά πάνω σε ένα βουνό, το αυτοκίνητο άρχισε να κάνει περίεργους θορύβους και ξαφνικά σταμάτησε...
Η μαμά είπε: Στα έλεγα εγώ.
Και ο μπαμπάς.. Καλά, ο μπαμπάς δεν είπε τίποτα.
Ποτέ δεν λέει τίποτα ο μπαμπάς στη μαμά. Την αφήνει και μιλάει μόνη της.

Ο Παναγιώτης άρχισε να γκρινιάζει και εγώ πεινούσα και ήθελα να κάνω τσίσα μου.
-Εντάξει, αποφάσισε η μαμά, πόσο απέχει το χωριό;
-9 χιλιόμετρα, είπε ο μπαμπάς.
-Μια χαρά λοιπόν, θα πάρω τηλέφωνο το ξενοδοχείο να μας πάρουνε, λέει και βγάζει το κινητό της.
Κοιταχτήκαν με τον μπαμπά.
-Δεν έχω σήμα.
-Θέλω να πάω στην κορυφή, φώναζε ο Παναγιώτης.
-Θέλω πιπί, φώναζα εγώ.
Η μαμά βγήκε θυμωμένη από το αυτοκίνητο και όλοι ήμασταν έτοιμοι για καυγά, αλλά ξαφνικά η μαμά χαμογέλασε:
-Βγείτε έξω, μυρίζει τόσο όμορφα! Και τι ησυχία...

Βγήκαμε και να σας πω κάτι; Είχε δίκιο, ήταν τόσο όμορφα, μύριζε ρίγανη έτσι μας είπε η μαμά, ο μπαμπάς τότε είπε πως ήταν λάθος θυμάρι μύριζε, και η μαμά θύμωσε που την διόρθωσε- δεν της αρέσει, καθόλου, να την διορθώνουν- και είπε: κοίτα που μας έμπλεξες, και περπάτησε πιο μακριά.
Σε λίγο μας έκανε νόημα, είχε σήμα...
Δεν πέρασε πολλή ώρα και έφτασε ένας πολύ ευγενικός κύριος από το ξενοδοχείο, μας βοήθησε και μεταφέραμε στο αυτοκίνητό του όλα μας τα σακίδια.
Και ήταν πολλά...
-Τι είναι αυτό; ρώτησε η μαμά...
Και ο μπαμπάς δεν απαντούσε.
-Σκηνή, είπε ο μαρτυριάρης Παναγιώτης και αποκάλυψε το μυστικό μας που ο μπαμπάς είχε πει πως ήταν έκπληξη...
Η μαμά δεν απάντησε αλλά κοιτούσε τον μπαμπά πάρα πολύ θυμωμένα για πολύ ώρα, όχι, εκείνος δεν την κοιτούσε
Καθόλου.
Τέλος πάντων, φτάσαμε στο ξενοδοχείο.
Πολύ μας άρεσε, είχε και ξύλινα ταβάνια και άπαιχτη τραπεζαρία.
Και χαμογελαστούς ανθρώπους, που πολύ λυπήθηκαν για την ταλαιπωρία μας.
Πολύ σύντομα, και αφού βρήκαμε όλες τις κρυψώνες του δωματίου, βαρεθήκαμε, αρχίσαμε με τον Παναγιώτη να φωνάζουμε.
-Που είναι η ανάβαση; Πότε θα χρησιμοποιήσουμε τα ολοκαίνουργια αστραφτερά μπατόν μας; Πότε θα πάμε στην κορφή του Ολύμπου; Ε; Ε; Εεεε; Πάλι ψέματα μας είπατε και έχει και ο Παναγιώτης σε δυο μέρες την γιορτή του...

Αλλά οι γονείς πέρα βρέχει, μιλούσαν στα κινητά τους και κανόνιζαν να έρθει γερανός να κουβαλήσει αυτό το χάλια αυτοκίνητο που έχουμε και να το πάει στα τσακίδια, έτσι ζήτησε η μαμά, δεν γίνεται είπαν εκείνοι, καλά να το πάτε στη Αθήνα τότε...
Χάλια αυτοκίνητο, εγώ θέλω ένα γκραντ τουρίσμο, αλλά κάθε φορά που το ζητώ η μαμά με απειλεί με γκραντ μπούφλα.
Στριμμένη είναι.

Μόλις, επιτέλους τελείωσαν πήγαμε έναν μεγάλο περίπατο.
Με τα μπατόν μας και τα σακίδια μας.
Εξερευνούσαμε την φύση.
Τεράστια δέντρα.
Καστανιές έλεγε η μαμά, βελανιδιές έλεγε ο μπαμπάς, σταματήστε τους είπαμε και οι δυο...
Είδαμε έναν γάιδαρο που μπορεί και να ήταν και άλογο (ακόμα δεν έχουν αποφασίσει οι γονείς)
Είδαμε και κατσικάκια.
Πολύ φιλικά ήταν.
Χάιδεψα ένα, γιατί τα χάιδευε και ο μπαμπάς, η μαμά όχι, δεν το επέτρεπε, και ρώταγε τον τσοπάνη τους, αν είναι εμβολιασμένα.

Επιστρέψαμε κατάκοποι στο ξενοδοχείο.
Και οι καλοί άνθρωποι μας φέρανε φοβερά φαγητά.
Τα φάγαμε όλα.
Πρώτη φορά που ο περίεργος τύπος που έχω για αδελφό, έφαγε όλο το φαγητό του.
Ήταν και ένα όμορφο κορίτσι, που μας εξηγούσε τα πάντα, και μου χαμογελούσε, και εγώ ντρεπόμουν, γιατί μέχρι τώρα όλα τα κορίτσια αγαπάνε αυτόν τον μουρλοπαναγιώτη...
Του το είπα την επόμενη μέρα, και εκείνος, θύμωσε είπε, ότι η Κατερίνα, έτσι λένε το κορίτσι, εκείνον αγαπά, μα δεν τον πλάκωσα καθόλου, αλήθεια, γιατί δεν ήθελα να πιστεύουν ότι είμαι ένα κακόπαιδο...

Περάσαμε πάρα πολύ όμορφα, τρώγαμε τάρτες, τυρόπιτες, κουλούρια και ζυμωτό ψωμί που έφτιαχνε η Κατερίνα.
Κάναμε εκδρομές και ανεβαίναμε σε μονοπάτια, ήταν τόσο φοβερά που σχεδόν ξεχάσαμε πως θέλαμε να κατακτήσουμε την κορφή του βουνού.

Όλα χάλασαν όταν έπρεπε να γυρίσουμε στην Αθήνα.
Χωρίς αυτοκίνητο.
Και χωρίς να έχουν καταφέρει οι γονείς να βρουν ένα, να το νοικιάσουν...
Το πως επιστρέψαμε θα σας το πει την άλλη εβδομάδα, ο εξυπνάκιας Παναγιώτης, που μας έμπλεξε σε περιπέτειες.
Σας χαιρετώ και σας φιλώ και θα τα ξαναπούμε κάποια άλλη στιγμή.
Σίγουρα...
Γιατί έμαθα πως σας αρέσει που σας γράφω εγώ.
Μην το πείτε όμως στην μαμά, θα με βάλει να γράφω εκθέσεις και βαριέμαιιιι...

ΥΓ1. Η μαμά ρωτά αν γυρίσατε.
Αν πληρώσατε τη δόση της εφορίας κι αν είστε έτοιμοι να πληρώσετε τον ΕΝΦΙΑ...(ποιος είναι αυτός ο ένφιας, δεν τον ξέρω αλλά πρέπει να είναι κάποιος πιο τρελός και από τον Παναγιώτη, γιατί όοοολοι τον βρίζουν)
ΥΓ2. Η μαμά είπε, επίσης, να δώσω τα σέβη της στην κυβέρνηση και τους κυβερνώντες, όχι δεν ξέρω τι εννοεί...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου