Γράφει ο Κώστας Μπουραζέλης*
Πριν από χρόνια σε μια μακρινή θάλασσα ταξίδευε ένα γαλανόλευκο καράβι, ταιριαστό με τα κύματα και τους αφρούς τους, που τόλεγαν «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ». Ήταν παμπάλαιο μα συχνά, ποτέ ριζικά, ανακαινισμένο, κυρίως ξαναβαμμένο, κι άντεχε ακόμη, ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι καπετάνιοι, το πλήρωμα κι οι επιβάτες του. Όλοι αυτοί χαίρονταν τα ταξίδια τους και κάθε φορά που εντοπιζόταν ένα προβληματάκι στη λειτουργία του σκάφους, αν κάπου
σκάλωνε ή μηχανή ή κάποιο μικροράγισμα ξεπρόβαλλε στα τοιχώματα του πλοίου, καπετάνιος, αξιωματικοί και ναύτες είχαν το έθιμο απλώς να φτύνουν στη θάλασσα, ξορκίζοντας το κακό, έτσι για να μη τους ματιάζουν, όπως έλεγαν. Οι επιβάτες τους καμάρωναν, τους χειροκροτούσαν και πολλοί τους μιμούνταν. Οι περισσότεροι ήταν εγκατεστημένοι σε καμπίνες μ’ ανέσεις σπιτιού, ορισμένοι και βίλλας. Χρόνος και χρήματα για επισκευές της υποδομής του πλοίου δεν βρίσκονταν, κανένας δεν έπρεπε να ξεβολευτεί, αρκούσε σ’ όλους πως το καράβι μπορούσε ακόμη να πλέει.
Η θάλασσα όμως σ’ εκείνα τα μέρη ήταν πολύ κρύα και τα φτυσίματα, τα σαλάκια της ξενοιασιάς όλων εκείνων, πάγωναν μέσα στα νερά και γίνονταν κρυσταλλάκια. Χρόνια πολλά οι μικροί αυτοί κρύσταλλοι έπλεαν μέσα στη θάλασσα που διέσχιζε περήφανο το πλεούμενο κι αυξάνονταν, και σιγά-σιγά μάλιστα κολλούσαν μεταξύ τους και συσσωματώνονταν. Οι άνθρωποι του πλοίου παρατηρούσαν αυτούς τους πάγους καμιά φορά απ’ την κουπαστή να μισο-επιπλέουν και τους θεωρούσαν πια σχεδόν μια απ’ τις ατραξιόν της διαδρομής. Για να διασκεδάζουν μάλιστα την πλήξη τους, έβαζαν στόχο τους μικρούς άσπρους όγκους με σφεντόνες, κι αν ήταν μικρότεροι, τους βύθιζαν περισσότερο για λίγο και καμάρωναν για την ευστοχία τους. Λίγο καιρό όμως πριν απ’ το επεισόδιο που θα διηγηθούμε τώρα, οι πάγοι είχαν ήδη ενωθεί σ’ ένα μεγάλο παγόβουνο, που έπλεε κι αυτό πάνω στη ρότα του πλοίου, λες και περίμενε ν’ αγκαλιάσει τους αρχικούς δημιουργούς του.
Μια κρύα βραδιά καταιγίδας λοιπόν η συνάντηση έγινε κι ήταν έντονη. Ο καπετάνιος δεν είδε έγκαιρα την κορυφή του παγόβουνου να ξεπροβάλλει σαν γοργόνα του βυθού μέσα απ’ τα νερά και το πλοίο εμβολίσθηκε στο πλάϊ απ’ τον κρυφό όγκο του πάγου. Το σκάφος άρχισε να μπάζει νερά στο σημείο της πρόσκρουσης. Βάρεσε συναγερμός. Οι αντλίες προσπαθούσαν ν’ αντισταθμίσουν την εισροή των νερών. Εκπέμφθηκε ΣΟΣ στους παραπλέοντες κι ευτυχώς σύντομα όμοια και μεγαλύτερα πλοία της ίδιας γραμμής έφθασαν να βοηθήσουν. Μηχανικοί απ’ τα άλλα σκάφη σε συνεργασία μ’ εκείνους του ‘Ελληνικού’ κατέστρωσαν ένα σχέδιο σωτηρίας. Έπρεπε και μάλιστα μπορούσαν ν’ απομονωθούν τα σημεία της βλάβης, να επιδιορθωθούν πρόχειρα και το πληγωμένο σκαρί να ρυμουλκηθεί από τ’ άλλα πλοία σε σίγουρο λιμάνι για να γίνουν όσα επί χρόνια δεν είχαν προσεκτικά μελετηθεί, είχαν μείνει δηλ. σταθερά στ’ αμελέτητα. Η βλάβη δεν ήταν αναγκαστικά μοιραία, η ακτή θαμποξεχώριζε στον ορίζοντα, αλλά χρειαζόταν συστηματικός συντονισμός προσπαθειών, κι εφαρμογή του από το πλήρωμα και τους επιβάτες του ‘Ελληνικού’ πρώτα-πρώτα.
Το παγόβουνο παρακολουθούσε αυτή τη διαδικασία με συναισθηματική φόρτιση. Το πλοίο ήταν τελικά οι γονείς του, το ίδιο ήταν το διογκωμένο λάθος τους, του αρκούσε πως τους είχε ξαναγκαλιάσει και δεν θάθελε να βυθισθούν. Πίστευε λοιπόν με χαρά πως η κινητοποίηση τόσων άλλων πλοίων αρκούσε για να δώσει ευνοϊκή έκβαση. Πόσο λίγο μπορεί να καταλάβει ένα παγόβουνο τις ανθρώπινες ψυχές… Πάνω στον ‘Ελληνικό’ τα πράγματα ήταν περίεργα. Το σκάφος έπρεπε ήδη κατά την πρώτη επιδιόρθωση εν πλω να χάσει βάρος. Αυτό σήμαινε πως πολλές καμπίνες, ιδίως οι κατάφορτες με έπιπλα κι άλλα στοιχεία καλοπέρασης, ήταν επιτακτική ανάγκη να ελαφρώσουν. Χρειαζόταν να θυσιασθούν πράγματα για να σωθούν άνθρωποι. Οι καπετάνιοι των άλλων πλοίων είχαν δέσει κιόλας τον ‘Ελληνικό’ με μεγάλα παλαμάρια, έτοιμοι να τον σύρουν σιγά-σιγά προς τη στεριά, περίμεναν όμως πρώτα οι επιβάτες του να εφαρμόσουν το δικό τους μέρος της διάσωσης. Εκείνοι δυσανασχετούσαν, τους ήταν αδύνατο να νιώσουν το μέγεθος του κινδύνου και της αναγκαίας μεταβολής. Ζούσαν ακόμη στο χθες κι όχι στο σήμερα. Καθυστερούσαν και διαπληκτίζονταν για το ποιος θα θυσίαζε τί και πόσα απ’ τα υπάρχοντά του. Με τα σωσίβια στο λαιμό, σαν υποψήφιες θηλιές, περιφέρονταν στο κατάστρωμα, διαδήλωναν τα συμφέροντά τους και διαγκωνίζονταν ακόμη για τα υπάρχοντα μιας ζωής που δεν καταλάβαιναν πως η ως τότε φυσιολογική ροή της έπρεπε μοιραία ν’ αλλάξει για να μη τελειώσει μοιραία κι οριστικά. Το παγόβουνο παρακολουθούσε άναυδο τα νερά ν’ ανεβαίνουν συνέχεια μέσα στο πλοίο. Εκεί που τάχανε τελείως ήταν με τους καπετάνιους του (λίγο-πολύ όλοι το είχαν κυβερνήσει στα προηγούμενα ταξίδια του και περίμενε πως νιώθουν έστω τώρα εντονότερες τις ευθύνες τους). Όμως εκείνοι φοβόντουσαν πάλι να δυσαρεστήσουν πολύ τους επιβάτες τους. Αυτό το πλοίο πολύ σπάνια είχε ευτυχήσει να γνωρίσει κυβερνήτες άφοβους απέναντι σ’ ανθρώπινα κύματα. Όλο έλεγαν πως θα το ελαφρώσουν, θα συνενώσουν ομάδες επιβατών σ’ ορισμένες καμπίνες για ν’ αδειάσουν τελείως άλλες, σχεδίαζαν αναδιαρθρώσεις του φορτίου νύχτα και μέρα, για πολλές, πάρα πολλές νύχτες και μέρες. Οι καπετάνιοι των άλλων πλοίων είχαν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους. Μερικοί πρότειναν κιόλας να κόψουν τα παλαμάρια ρυμούλκησης του ‘Ελληνικού’, να τον βοηθήσουν απλώς να ψιλοδιορθώσει τη βλάβη του και να τον παρακολουθήσουν, χωρίς επικίνδυνες γι’ αυτούς προσδέσεις, να πορευθεί παραπέρα, προς τη στεριά ή το βυθό. Δεν θάταν βέβαια αυτό η ωραιότερη εκδήλωση αλληλεγγύης αλλά έπρεπε να νοιαστούν και τους δικούς τους επιβάτες, κι άλλα πλοία που είχαν αρχίσει επίσης να εκπέμπουν ΣΟΣ την ίδια δύσκολη νύχτα. Οι νόμοι της θάλασσας και του κινδύνου είναι σκληροί κι απαιτούν, προ πάντων, ψυχραιμία κι αποφασιστικότητα.
Το παραμύθι μας βέβαια δεν έχει τέλος γιατί, όταν καταγράφηκε, συνεχιζόταν ακόμη. Ίσως θα τελειώσει κι αυτό κάποτε με τη φράση: «…και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλλίτερα», κανένας όμως δεν μπορεί επί του παρόντος να το εγγυηθεί. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πάντως, το παγόβουνο των προσώπων του μύθου και της πραγματικότητας δεν αποτελεί την αιτία του κακού, απλώς μια οδυνηρή ευκαιρία να καταλάβουν, έστω καθυστερημένα, πώς πλέει σωστά ένα καράβι και πώς πρέπει να συμπεριφέρονται και να συμβιώνουν οι επιβάτες του, μεταξύ τους και με τους ενδεχόμενους συμπαραστάτες τους. Πριν απ’ τα ναυάγια των πλοίων συμβαίνουν κατά κανόνα ναυάγια της λογικής, ακόμη και της κοινής.-
* Ο Κώστας Μπουραζέλης είναι Καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου