Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Ανακυκλώνοντας την άγνοια

Γράφει
ο Πέτρος Μαρτινίδης*

«Κάθε γενιά νομίζει ότι είναι προορισμένη να ξαναφτιάξει τον κόσμο.
Η δική μου ξέρει ότι δεν θα τον ξαναφτιάξει, αλλά η αποστολή της είναι ίσως πιο σπουδαία. Πρέπει να εμποδίσει τον κόσμο να χαλάσει.»
Αλμπερ Καμυ
(Ομιλία για το Νομπέλ Λογοτεχνίας, το 1957)


Όσο περισσότερα μαθαίνει κανείς για τον κόσμο, τόσο περισσότερο νιώθει την ανάγκη να τον αλλάξει. Μαθαίνοντας ακόμη
 περισσότερα, συνειδητοποιεί και πόσο γεμάτο παγίδες είναι ένα τέτοιο εγχείρημα.
Η πιο αναποτελεσματική στάση, πάντως, είναι να πάψει να μαθαίνει.
Να ριχτεί, ας πούμε, στις καταλήψεις Σχολών και, αυτοσχεδιάζοντας με τις παρέες του, να θέλει να επιβάλει στους πάντες τα πορίσματα του κοινού αυτοσχεδιασμού.
Χωρίς επιχειρηματολογία ή διαπραγματεύσεις. Απλά και μόνο επειδή είναι νέος και δηλώνει ευσυγκίνητος στην αδικία.

Κάτι ανάλογο, όμως, μπορούν να ισχυριστούν και οι τραμπούκοι της Χρυσής Αυγής.
Μαζεύονται, αυτοσχεδιάζουν μια ιδεώδη γι’ αυτούς κοινωνία, με όποιες εικόνες μπορούν να μαζέψουν μεταξύ εθνικοσοσιαλισμού και πορνογραφίας και επιδιώκουν επίσης να επιβάλουν στους πάντες τα πορίσματά τους.
Με ίδιο μένος, ίδια αγραμματοσύνη και, κυρίως, με την ίδια βεβαιότητα πως όλοι οι άλλοι έχουν άδικο και οφείλουν να υπακούσουν στην ομοφωνία των αυθεντιών. «Quod semper, quod ubique, quod ab omnibus creditum est» (ό, τι πρέπει να πιστεύουμε το πίστευαν παντού και πάντα οι πάντες), όπως από αιώνες ισχυρίζεται η ρωμαιοκαθολική παράδοση, όσο και η ισλαμική σούνα.

Κάθε απόλυτη βεβαιότητα, άλλωστε, έχει θρησκευτικό χαρακτήρα.
Γι’ αυτό και κορυφώνεται σε περιόδους κατά τις οποίες το δόγμα κλονίζεται.
Το κάψιμο αιρετικών και μαγισσών πολλαπλασιάστηκε, μόλις η αστρονομία του Κοπέρνικου άρχισε να ακυρώνει την κοσμογονία της Βίβλου.
Αλλά και οι ρατσιστικές θεωρίες που τροφοδότησαν τη ναζιστική θηριωδία κορυφώθηκαν, μόλις η μετά τον Δαρβίνο ανθρωπολογική έρευνα έδειξε ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα κατάγεται από τον Aφρικανό Homo heidelbergensis.

Διότι είναι καταφανώς πιο βολική μια ανωτερότητα που την εξασφαλίζεις επειδή γεννιέσαι μέλος σπουδαίας «φυλής», παρά εκείνη που παιδεύεσαι να κατακτήσεις καλλιεργώντας τον εαυτό σου. Όπως πιο βολικό είναι να ξέρεις με πόσα ακριβώς φυσήματα διώχνεται ο σατανάς από τα βρέφη, παρά να αγωνίζεσαι, με λάθη, αναθεωρήσεις και νέες δοκιμές, να αντιμετωπίσεις την ιλαρά ή την ανεμοβλογιά.

Κι αν για τον πιστό ή τον μαχαιροβγάλτη η βεβαιότητα είναι αναμενόμενη, για φοιτητές και πανεπιστημιακούς παραμένει αδιανόητο να νομίζουν πως κατέχουν μιαν αλήθεια σαν εκείνη που επέδωσε αυτοπροσώπως ο Γιαχβέ στον Μωυσή, ο Γαβριήλ στον Μωάμεθ ή ο Λένιν στον Στάλιν. Ακόμη πιο αδιανόητες, έτσι, γίνονται οι παρεμβάσεις στην εκπαίδευση και την κοινωνία με βάση τέτοιες βεβαιότητες.
«Δεν μπορεί να διαφωνείτε με την κατάληψη όταν η μισή κοινωνία πεινάει», μου είπε προ ημερών μια φοιτήτρια. Πώς η κατάληψη μπορεί να χορτάσει τους πεινασμένους ή γιατί οι καταλήψεις ανθούσαν και σε περιόδους όπου οι πεινασμένοι σπάνιζαν αποτελούν ζητήματα που η φοιτήτρια δεν θέλησε να αντιμετωπίσει.

Αυτοσχέδια επαναστατικά δόγματα, πληκτικά μαθήματα και εύκολες εξετάσεις αφήνουν σε πολλούς την εντύπωση πως οι σπουδές δεν σχετίζονται διόλου με το βαθύτερο εγώ τους.
Έχω τουλάχιστον μία δεκαετία να δω, σε κυλικεία ή διαδρόμους, φοιτητές να διαβάζουν ένα δοκίμιο του Εκο, λ. χ., ένα μυθιστόρημα του Καμύ ή μια ποιητική συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη.
Βλέπω μόνο παρέες φοιτητών που παίζουν πρέφα ή τάβλι, τιμώντας τις παραδόσεις των αγροτικών καφενείων, ή παρέες δήθεν πολιτικοποιημένων, που ανακυκλώνουν την άγνοια με φετφάδες και ασυναρτησίες. («Αν η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, η απεργία είναι ολόκληρη», έγραψαν κάποιοι σ’ ένα Πολυτεχνείο-σκουπιδότοπο, αγνοώντας ότι το σύνθημά τους θα το ασπάζονταν όλες οι δουλοκτητικές κοινωνίες, όπου οι άρχοντες απείχαν, πράγματι, από κάθε εργασία.)
Κι ούτε ένας από αυτούς δέχεται να συζητήσει με όποιον διδάσκοντα διατίθεται να ανοίξει κουβέντα μαζί του.
Αντίθετα, η έφεση είναι να αντιμετωπιστεί ο πρόθυμος δάσκαλος με ομαδική αποδοκιμασία ή, στην καλύτερη περίπτωση, με παγερή αποστροφή.
Σαν να μην υπάρχουν προσωπικότητες, αλλά μια υπερβατική οντότητα –η παράταξη– η οποία, όπως κάθε θρησκευτική σέκτα και κάθε ολοκληρωτισμός, βδελύσσεται την αμαρτία του μη συλλογικού.

Η αποδοχή ενός κακού νόμου, ψηφισμένου όμως στο Κοινοβούλιο, είναι πολύ προτιμότερη από το να εγκαθίσταται σε νεαρές συνειδήσεις η αίσθηση ότι ο ομαδικός τσαμπουκάς συνιστά επιχείρημα. Το σύνθημα που τοιχοκολλούν τελευταία κάποιες αριστερές παρατάξεις – «Ο φασισμός δεν έρχεται για τους άλλους, έρχεται για όλους» – ισχύει απολύτως.
Παραβλέπει, ωστόσο, ότι ο φασισμός δεν ξεκινάει να έρθει από «άλλους», μόνο, ως στόχος Χρυσαυγιτών ή ως «γλυκιά ελπίδα» Μητροπολιτών.
Αν όλοι όσοι συμμερίζονται την αξία των ορθολογικών επιχειρημάτων ομονοούσαν εναντίον του, ο φασισμός δεν θα αποτελούσε κίνδυνο. Μετά το Αουσβιτς, ποια επιχειρήματα θα τον υπεράσπιζαν;
Ο φασισμός ξεκινάει να έρθει όταν, εκτός από Χρυσαυγίτες ή Μητροπολίτες, βρίσκονται και άλλοι να πολεμούν όχι τις ελλείψεις ή τη διαφθορά ενός τω όντι ελλιπούς και διεφθαρμένου κοινοβουλευτισμού, αλλά την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Κι αν αυτή ηττηθεί, το κατά πόσον ό, τι την ακολουθεί θα είναι η ισχύς του μαχαιροβγάλτη ή το χάος αντιμαχόμενων «αμεσοδημοκρατικών» ομάδων δεν ξέρω σε τι θα μας ωφελήσει «όλους».


* Ο Πέτρος Μαρτινίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ και συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου