Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Ο κρατικός παρεμβατισμός και οι ολοκληρωτισμοί

Γράφει
ο Πάσχος Μανδραβέλης

Ο Δρόμος προς τη δουλεία, το εμβληματικό έργο του Φρήντριχ φον Χάγιεκ, ήταν ένα από εκείνα τα βιβλία που έλειψαν από τον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Όχι μόνο επειδή είναι από τα σημαντικότερα έργα του 20ού αιώνα, με τεράστια επιρροή μέχρι σήμερα. Ούτε επειδή έπρεπε να ξέρουμε τι έγραψαν αυτοί που επί χρόνια βρίζαμε ως «ανάλγητους» ή –χειρότερα– ως «νεοφιλελεύθερους».
Ούτε καν επειδή θα γονιμοποιούσαν παραγωγικά ή έστω θα
εκλογίκευαν την κυρίαρχη ψευδομαρξιστική ιδεολογία στην χώρα.

Το βιβλίο (παρά το ότι εκδόθηκε και το 1985 από το ΚΠΕΕ αλλά εξαντλήθηκε γρήγορα) έπρεπε να υπάρχει στον ελληνικό διάλογο και επειδή εξηγεί κάποια πράγματα στη εξέλιξη της νεότερης ελληνικής κοινωνίας.
Φωτίζει παραλληλίες τις οποίες πρώτος ο Χάγιεκ είχε δει, πριν από 70 χρόνια.
Αυτές οι παραλληλίες διακρίνονται ακόμη και στα πιο μικρά, αυτά που θεωρούνται επουσιώδη. Έγραφε στις αρχές της δεκαετίας του 1940:
«Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους νέους μας όταν προτιμούν την ασφαλή, μισθωτή θέση από το ρίσκο της επιχειρηματικότητας, αφ’ ης στιγμής ακούνε από τα μικράτα τους την πρώτη να περιγράφεται σαν ανώτερη, πιο ανιδιοτελής και ανυστερόβουλη απασχόληση. Η νεότερη γενιά σήμερα έχει μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου, στο σχολείο και στον Τύπο, το πνεύμα της εμπορικής επιχειρηματικότητας παριστάνεται σαν ανυπόληπτο και η κερδοφορία σαν ανήθικη, όπου το να απασχολείς εκατό ανθρώπους θεωρείται εκμετάλλευση, αλλά το να διατάζεις εκατό θεωρείται τιμή.»

Ο Αυστριακός Φρήντριχ φον Χάγιεκ έζησε τη μισή ενήλικη ζωή του (δηλαδή μέχρι το 1931, οπότε πήγε στο LSE), σπούδασε και δίδαξε στη Βιέννη.
Παρακολούθησε στενά πώς η Γερμανία διολίσθησε στον ναζιστικό ολοκληρωτισμό. Κατανόησε ότι το τέρας δεν ήταν ένα αναγκαίο γερμανικό προϊόν, αλλά το τελευταίο στάδιο μιας κοινωνίας που έφτασε να λατρεύει τον κοινωνικό σχεδιασμό, ξεκινώντας από τον κρατικό παρεμβατισμό:
«Αυτό που έδινε στην κοινωνική δομή της Γερμανίας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ήταν ότι μεγαλύτερο μέρος της ζωής των πολιτών απ’ ό,τι σε άλλες χώρες ήταν συνειδητά οργανωμένο άνωθεν· ήταν ότι τόσο μεγάλο μέρος Γερμανών δεν θεωρούσαν εαυτούς ανεξάρτητους, αλλά διορισμένους υπαλλήλους. Όπως κόμπαζαν οι ίδιοι οι Γερμανοί, η χώρα τους ήταν επί μακρόν ένα Beamtenstaad, ένα “υπαλληλικό κράτος”, στο οποίο, όχι μόνο στον στενό δημόσιο τομέα, αλλά σχεδόν σε όλες τις σφαίρες της ζωής, το εισόδημα και την κοινωνική θέση τα απένεμε και τα εγγυούνταν κάποια αρχή.»

Ο δρόμος προς τη δουλεία κατά τον Χάγιεκ ήταν στρωμένος με καλές προθέσεις για την εγγύηση της οικονομικής ασφάλειας σε βάρος της οικονομικής ελευθερίας. Έγραφε σχετικά:
«Ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκαν από την εμπειρία μιας ολοένα και πιο ρυθμισμένης οικονομίας. Η διαδικασία παρακμής του κράτους δικαίου εκτυλισσόταν σταθερά στη Γερμανία και για καιρό πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, καθώς και ότι μια αρκούντως προχωρημένη πολιτική στην κατεύθυνση του ολοκληρωτικού σχεδιασμού (της οικονομίας) είχε κάνει ήδη μεγάλο μέρος δουλειάς που τελείωσε ο Χίτλερ.»

Αυτό που δεν γινόταν αντιληπτό στη Βρετανία, την περίοδο που έγραψε ο Χάγιεκ τον Δρόμο προς τη δουλεία, αλλά δεν είναι ακόμη κατανοητό στην Ελλάδα (ίσως γιατί αυτού του τύπου τα βιβλία συκοφαντήθηκαν επί μακρόν) είναι ότι «ήταν άνθρωποι με καλές προθέσεις [...] εκείνοι που άνοιξαν τον δρόμο –αν δεν τις δημιούργησαν έμπρακτα– στις δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν τώρα όλα όσα απεχθάνονται [...] Η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού δεν ήταν μια αντίδραση στα σοσιαλιστικά ρεύματα της προηγούμενης περιόδου, αλλά αναγκαία συνέπεια αυτών των τάσεων».

Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση την οποία κάνει ο Χάγιεκ το 1976, στον πρόλογο της επανέκδοσης του βιβλίου του:
«Την εποχή που έγραψα τον Δρόμο προς τη δουλεία, σοσιαλισμός σήμαινε αναμφίλεκτα την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό τον οποίο έκανε εφικτό και αναγκαίο η πρώτη. Με αυτή την έννοια, η Σουηδία, για παράδειγμα, είναι σήμερα (σ.σ. το 1976) πολύ λιγότερο σοσιαλιστικά οργανωμένη απ’ ό,τι η Μεγάλη Βρετανία ή η Αυστρία, παρ’ όλο που η Σουηδία θεωρείται εν γένει πολύ περισσότερο σοσιαλιστική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σοσιαλισμός κατέληξε να σημαίνει πρωτίστως την εκτεταμένη αναδιανομή του εισοδήματος μέσω της φορολογίας και των θεσμών του κράτους πρόνοιας.»

Ο «σοσιαλισμός», λοιπόν, που αντιμάχεται ο Χάγιεκ δεν αφορά το κράτος πρόνοιας το οποίο (και σε άλλα βιβλία) θεωρεί αναγκαίο.
Ο «σοσιαλισμός» για τον οποίο μάς προειδοποιεί είναι κρατικοπαρεμβατικός, που έφτασε να γίνει σχεδιασμός της οικονομίας ακόμη και στις πιο απίθανες λεπτομέρειες.
Ο ίδιος αναφέρει ότι πρέπει να υπάρχει ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για όλους:
«δεν υπάρχει λόγος σε μια κοινωνία, η οποία έχει φτάσει στο γενικό επίπεδο πλούτου που έχει επιτύχει η δική μας, το πρώτο είδος ασφάλειας [...], ένα ελάχιστο διατροφής, στέγης και ένδυσης [...] να μην είναι εγγυημένο για όλους χωρίς να μπαίνει σε κίνδυνο η γενική ελευθερία».

Το βασικό πρόβλημα που αναδεικνύει ο Χάγιεκ είναι ο σχεδιασμός της οικονομίας, ο οποίος αποτελεί την κοινή μήτρα των δύο ολοκληρωτισμών που έζησε η ανθρωπότητα: του κομμουνισμού και του ναζισμού.
«Ο οικονομικός έλεγχος δεν είναι απλώς ο έλεγχος ενός τομέα της ανθρώπινης ζωής που μπορεί να χωριστεί από τους υπόλοιπους· είναι ο έλεγχος των μέσων για όλους τους σκοπούς μας. Και όποιος έχει τον αποκλειστικό έλεγχο των μέσων πρέπει επίσης να καθορίζει ποιοι σκοποί πρέπει να υπηρετούνται, ποιες αξίες πρέπει να θεωρούνται υψηλότερες και ποιες κατώτερες – εν ολίγοις τι πρέπει να πιστεύουν και να επιδιώκουν οι άνθρωποι. [...] Η οικονομική ελευθερία είναι το προαπαιτούμενο κάθε άλλης ελευθερίας.»

Το ίδιο είπε το 1937 και ο μπολσεβίκος Λέων Τρότσκι, αλά λίγο πιο ωμά:
«Σε μια χώρα που ο μόνος εργοδότης είναι το κράτος, αντιπολίτευση σημαίνει θάνατο από αργή λιμοκτονία. Η παλιά αρχή, όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει, έχει αντικατασταθεί από μια νέα: όποιος δεν υπακούει δεν τρώει».
Τα διάφορα είδη κολεκτιβισμού, σημειώνει ο Χάγιεκ, ο κομμουνισμός, ο φασισμός, «διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη φύση του στόχου προς τον οποίο θέλουν να κατευθύνουν τις προσπάθειες της κοινωνίας».

Ο δρόμος λοιπόν προς τον (κομμουνιστικό ή ναζιστικό) ολοκληρωτισμό έχει αφετηρία την κρατική παρέμβαση.
Ξεκινά με τον σχεδιασμό οικονομικών δραστηριοτήτων από ανθρώπους που θέλουν να υπηρετήσουν υψηλότερα ιδανικά, όπως αυτό της «ισότητας», αλλά οι αφελείς σχεδιαστές δεν κατανοούν μια απλή αλήθεια, ότι καταστρέφουν το κράτος δικαίου:
«για να παραχθεί το ίδιο αποτέλεσμα για διαφορετικούς ανθρώπους, είναι αναγκαίο να αντιμετωπίζονται αυτοί οι άνθρωποι διαφορετικά».
Ο σχεδιασμός της οικονομίας, παρατηρεί ο μεγάλος αυστριακός φιλόσοφος, «οδηγεί στη δικτατορία, επειδή η δικτατορία είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο καταναγκασμού και επιβολής ιδεωδών, και ως τέτοια είναι ουσιώδης αν πρόκειται να γίνει σχεδιασμός σε μεγάλη κλίμακα».
Αυτό οφείλεται διότι οι επιθυμίες των ανθρώπων που πρέπει να ικανοποιηθούν με οικονομικά μέσα είναι πάρα πολλές και δεν χωρούν σε οποιονδήποτε σχεδιασμό.
 «Η ευημερία και η ευτυχία εκατομμυρίων δεν μπορεί να μετρηθεί με μία μόνο κλίμακα, του λιγότερο ή του περισσότερο. Η ευημερία ενός λαού, όπως και η ευτυχία ενός ανθρώπου, εξαρτώνται από πολλά πράγματα που μπορούν να παρασχεθούν με άπειρη ποικιλία συνδυασμών».

Αυτές οι πολυποίκιλες ανάγκες των πολιτών και των κοινωνιών, οι οποίες μάλιστα είναι και διαρκώς μεταβαλλόμενες, κάνουν αδύνατο τον δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας.
Ο λαός μπορεί να έχει συμφωνήσει για την υιοθέτηση ενός συστήματος διευθυνόμενης οικονομίας, επειδή έχει πειστεί ότι κάτι τέτοιο θα φέρει μεγαλύτερη ευημερία, αλλά αυτός καθαυτός ο γενικόλογος όρος «κοινή ευημερία» συγκαλύπτει την απουσία πραγματικής συμφωνίας σχετικά με τους στόχους του σχεδιασμού.
Στην πραγματικότητα, λέει ο Χάγιεκ, συμφωνία υπάρχει μόνο για τον μηχανισμό που θα χρησιμοποιηθεί.
Κατόπιν αρχίζει ανεπαισθήτως η υπονόμευση της δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα.
Πρώτον, στο επίπεδο των ατομικών δικαιωμάτων.
Επειδή η οικονομία αποτελεί το μέσον για την ικανοποίηση όλων των ανθρώπινων αναγκών, ο οικονομικός σχεδιασμός ιεραρχεί για το άτομο «ποιες ανάγκες είναι σημαντικότερες ή λιγότερο σημαντικές».
Κατ’ ουσίαν, δίνεται στο κράτος όλο και μεγαλύτερη εξουσία να κανονίζει την ζωή των ανθρώπων, από το επάγγελμά τους μέχρι τη διάθεση του ελεύθερου χρόνου τους.
Σε ένα σύστημα ελεύθερης οικονομίας, για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να παρατήσει την δουλειά του και –πληρώνοντας το τεκμαρτό κόστος της μη μισθοδοσίας του– να ασχοληθεί π.χ. με τις καλές τέχνες.
Σε ένα σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας, αυτό είναι αδύνατον.
Το κράτος είναι αυτό που επιλέγει ανάμεσα στους διάφορους σκοπούς και επιβάλλει την κατανομή όλων των συντελεστών παραγωγής, ακόμη και της εργασίας και συνεπώς των φορέων της, δηλαδή των εργαζομένων. Η διαφορά είναι είναι τερατώδης, όπως γλαφυρά περιέγραψε ο D.C. Colyle το 1935: «ενώ το τελευταίο καταφύγιο μιας ανταγωνιστικής οικονομίας είναι ο δικαστικός κλητήρας, η έσχατη ποινή μιας σχεδιασμένης οικονομίας είναι ο δήμιος».

Το δεύτερο μέρος της υπονόμευσης της δημοκρατίας από τον οικονομικό σχεδιασμό βρίσκεται στο επίπεδο των θεσμών.
Εκ των πραγμάτων οποιοσδήποτε σχεδιασμός σκοντάφτει στην ποικιλία των ανθρώπινων αναγκών και των κοινωνικών εκφράσεων. Έτσι αρχίζει το ροκάνισμα της εμπιστοσύνης προς τους δημοκρατικούς θεσμούς.
«Η αδυναμία των δημοκρατικών συνελεύσεων να επιτελέσουν ό,τι μοιάζει να είναι μια ξεκάθαρη εντολή του λαού, αναπόφευκτα θα προκαλέσει δυσφορία για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Τα Κοινοβούλια θα καταλήξουν να θεωρούνται αναποτελεσματικές “λέσχες συζήτησης”, ανήμπορες ή ανίκανες να επιτελέσουν τα καθήκοντα για τα οποία εξελέγησαν. Αυξάνεται έτσι η πεποίθηση ότι, αν πρόκειται να υπάρξει αποτελεσματικός σχεδιασμός, η διεύθυνση πρέπει να “αφαιρεθεί από την πολιτική” και να εναποτεθεί στα χέρια ειδικών -μόνιμων αξιωματούχων ή αυτόνομων αρχών».
Ή ενός Πούτιν, όπως οραματίζονται πολλοί στην Ελλάδα.
«Η στενή αλληλεξάρτηση όλων των οικονομικών φαινομένων», συνεχίζει ο Χάγιεκ, «κάνει δύσκολο να σταματήσουμε τον σχεδιασμό εκεί που ακριβώς θέλουμε και άπαξ και η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς εμποδίζεται πέρα από ένα σημείο, ο σχεδιαστής είναι αναγκασμένος να επεκτείνει τους ελέγχους του μέχρι να συμπεριλάβουν τα πάντα». Έτσι, ο «δημοκράτης πολιτικός που θα καταπιαστεί να σχεδιάσει την οικονομική ζωή θα βρεθεί σύντομα αντιμέτωπος με το δίλημμα είτε να πάρει στα χέρια του δικτατορικές εξουσίες είτε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του».
Κι αυτό για τον Χάγιεκ δεν είναι καν το χειρότερο:
«Μολονότι τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν τη δύναμη να πετύχουν τα πάντα αν είχαν θελήσει να χρησιμοποιήσουν βία, δίστασαν να το κάνουν. Χωρίς να το αντιλαμβάνονται, είχαν θέσει στον εαυτό τους ένα καθήκον το οποίο μπορούν να επιτελέσουν μόνο οι αδίστακτοι… Φάνηκαν απρόθυμα να εφαρμόσουν ολόψυχα τις μεθόδους εκείνες για τις οποίες άνοιξαν το δρόμο. Ήλπιζαν σε ένα θαύμα της πλειοψηφίας που θα συμφωνούσε σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο οργάνωσης ολόκληρης της κοινωνίας…»
Υπάρχουν όμως στην κοινωνία άλλες δυνάμεις που καραδοκούν να συνεχίσουν το σχεδιασμό της οικονομίας, εκεί όπου οι σοσιαλιστές δεν εγκαταλείπουν διότι γίνεται φανερό πλέον σ’ αυτούς ότι από ένα σημείο και μετά ο σχεδιασμός έρχεται σε αντίθεση με τα δημοκρατικά τους ιδεώδη.
Αυτές οι δυνάμεις δεν έχουν δημοκρατικές ευαισθησίες.
Αντιλαμβάνονται ότι το ζήτημα δεν μπορεί να είναι πλέον το τι συμφωνεί η πλειοψηφία του λαού, αλλά «ποια είναι η μεγαλύτερη ενιαία ομάδα της οποία τα μέλη συμφωνούν επαρκώς να αναλάβουν την ενοποιημένη διεύθυνση όσο το δυνατόν περισσότερων (ανθρώπινων ή κοινωνικών) υποθέσεων».
Αυτές οι δυνάμεις θα αποτελούνται από τα χειρότερα στοιχεία της κοινωνία για τρεις λόγους:
Πρώτος λόγος: «Όσο διευρύνεται η μόρφωση και η ευφυΐα των ατόμων τόσο περισσότερο διαφοροποιούνται οι απόψεις και οι προτιμήσεις τους και τόσο λιγότερο πιθανό είναι να συμφωνήσουν σε μια συγκεκριμένη ιεραρχία αξιών. Αυτό συνεπάγεται ότι, αν θέλουμε να βρούμε υψηλό βαθμό ομοιομορφίας και γενικής ομοιότητας, πρέπει να κατεβούμε στην επικράτεια των χαμηλότερων ηθικών και πνευματικών επιπέδων, όπου επικρατούν τα πιο πρωτόγονα και “κοινά” ένστικτα».
Δεύτερος λόγος: «Αν ωστόσο ένας πολιτικός δικτάτορας έπρεπε να βασιστεί αποκλειστικά σε εκείνους των οποίων τα απλά και πρωτόγονα ένστικτα τυγχάνει να είναι πολύ παρόμοια (σημείωση: π.χ. σε μπράβους), ο αριθμός τους δεν θα έδινε επαρκή βαρύτητα στις επιδιώξεις τους». Τότε μπαίνει ο δεύτερος βαθμός διαλογής, αυτό που, μετά, στη μαρξιστική ορολογία, ονομάστηκε «χρήσιμοι ηλίθιοι». «Ο δικτάτορας θα καταφέρει να αποσπάσει τη συναίνεση όλων των πειθήνιων και εύπιστων, εκείνων που δεν έχουν ισχυρές δικές τους πεποιθήσεις, αλλά είναι έτοιμοι να δεχθούν ένα ετοιμοπαράδοτο σύστημα αξιών, αρκεί να τους το επαναλαμβάνουν αρκετά ηχηρά και συχνά».
Τρίτος λόγος – και χειρότερος: «Είναι ευκολότερο να συμφωνήσουν οι άνθρωποι σε ένα αρνητικό πρόγραμμα –ότι μισούν έναν εχθρό, ότι φθονούν τους προνομιούχους– παρά σε κάποιο θετικό έργο. Η αντίθεση ανάμεσα στο “εμείς” και στο “αυτοί”, η κοινή πάλη ενάντια σε όσους βρίσκονται εκτός ομάδας, μοιάζει να είναι ουσιώδες συστατικό κάθε δόγματος που καλείται να συνδέσει σταθερά μια ομάδα με γνώμονα την κοινή δράση».

Έτσι ανδρώθηκαν οι φασισμοί στην Ευρώπη και ο σταλινισμός στην Ρωσία.
Από σοσιαλιστές καλών προθέσεων που νόμιζαν ότι μπορούσαν να δαμάσουν την κοινωνική εξέλιξη και να την οδηγήσουν στον δρόμο που ο περιορισμένος (σε σχέση με τα άπειρες εκδοχές της οικονομίας και της κοινωνίας) νους τους είχε σχεδιάσει.
Οι καλύτεροι από αυτούς είδαν ότι ο δρόμος που είχαν ξεκινήσει οδηγούσε αναγκαστικά στη δουλεία. Τον εγκατέλειψαν, αλλά οι χειρότεροι, που δεν είχαν τέτοιους ηθικούς φραγμούς, τον συνέχισαν για να καταλήξουμε στις δύο πιο φρικιαστικές εκδόσεις του ολοκληρωτισμού.
Ο Χάγιεκ έγραψε αυτό το μνημειώδες βιβλίο στην περίοδο του πολέμου. Ήταν στο LSE και έβλεπε στη Βρετανία πρόδρομα φαινόμενα του ολοκληρωτισμού, στον οποίο είχε καταλήξει ο γερμανικός χώρος.
«Η πρώτη μου απόπειρα» γράφει, «προκλήθηκε από την ενόχλησή μου από την πλήρη παρανόηση στους αγγλικούς “προοδευτικούς κύκλους” του χαρακτήρα του ναζιστικού κινήματος. […]
Το βιβλίο αυτό αναπτύχθηκε σταδιακά σαν μια προειδοποίηση προς τους σοσιαλιστές διανοούμενους της Αγγλίας [...] ήταν ήδη σχετικά φανερό ότι και η ίδια η Αγγλία ήταν πιθανό να πειραματιστεί μετά τον πόλεμο με το ίδιο είδος των πολιτικών για τις οποίες ήμουν πεπεισμένος ότι είχαν τόσο συμβάλει στην καταστροφή της ελευθερίας αλλού» (πρόλογος επανέκδοσης, 1956).

Όπως καταλαβαίνει κανείς κάνοντας τις αναγωγές, ο Δρόμος προς τη δουλεία δυστυχώς παραμένει επίκαιρος.
Στην Ελλάδα περισσότερο.
Κατ’ αρχάς, αποτελεί κοινό δόγμα στην χώρα μας ότι η οικονομία μας χρειάζεται σχεδιασμό και όχι ελευθερία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα κόμματα, όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις -ακόμη και οι επιχειρηματικές-, όλα τα ΜΜΕ ομνύουν στην ανάγκη ύπαρξης ενός «σχεδίου για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας», κάτι σαν τα αλήστου μνήμης πενταετή πλάνα, που δεν ήταν χαρακτηριστικό μόνο των κομμουνιστικών καθεστώτων· ήταν και του ναζιστικού.
Κατά δεύτερον, ακούγονται όλο και περισσότερες φωνές «να βρεθεί ένας Πούτιν», ο οποίος θα εφαρμόσει κάποιο πρόγραμμα που επίσης λείπει.
Κάποιοι από αυτούς (που, δυστυχώς, είναι πολλοί για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία) συμβιβάζονται με την «αποτελεσματικότητα» έστω της Χρυσής Αυγής.
Ύστερα από πολλά χρόνια διδαχής περί «κράτους-πατερούλη», που όλα τα σχεδιάζει και όλα τα εφαρμόζει, δεν έχουν αντίρρηση να είναι αυτό το κράτος φαιό.
 Όπως έγινε στην Γερμανία του μεσοπολέμου…



Πηγές: medium.gr, moirognomonio.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου