Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Μεταξύ μας με καφέ και με τσιγάρο (Νο 3)

Το εβδομαδιαίο χρονογράφημα του grpost
 δια χειρός Πέμυς Γκανά

Η θεία Λένα


Με σκυμμένο το κεφάλι, τρέχοντας σχεδόν, κατευθυνόμουν στο μετρό της Δουκίσσης Πλακεντίας για να κατέβω στο κέντρο και να προλάβω όλες τις δουλειές που είχαν να κάνω.
Να σας πω την αλήθεια, έτσι που έτρεχα σκεπτόμουν ότι όπου νάναι κάποιος θα με φωνάξει «Θανάση», αφού ένιωθα ότι έμοιαζα με τον Βέγγο της λατρεμένης ασπρόμαυρης οθόνης.
Κοιτούσα μόνο κάτω τον διάδρομο, τα σκαλοπάτια.
Πρόλαβα τον συρμό την ώρα που έκλειναν οι πόρτες.
Είναι ένα, μάλλον, ανόητο στοίχημα με τον εαυτό μου να προλαβαίνω να τρυπώνω λίγο πριν αναχωρήσει το τρένο.
Πέμπτη απόγευμα και ο κόσμος -ευτυχώς- λιγοστός.
Έβγαλα το βιβλίο μου, ογκωδέστατο 950 ολόκληρες σελίδες ¨Ζωή και Πεπρωμένο¨ του Βασίλη Γκρόσμαν, επιφυλακτική αρχικά, απόλυτα ικανοποιημένη καθώς «βουτούσα» στην ιστορία του.
Ευτυχώς, δεν το λες ακριβώς σοβιετική λογοτεχνία, θα μιλήσουμε όμως άλλη στιγμή γι αυτό...
Η αλήθεια είναι ότι με συνεπήρε, χάθηκα, δεν άκουγα, δεν έβλεπα τίποτα παρά μόνο ταξίδευα μαζί του, φοβισμένη, στα οδοφράγματα του Στάλινγκραντ το χειμώνα εκείνον της πολιορκίας της πόλης απ τους ναζί.
Έτσι, δεν κατάλαβα πότε ήρθε και πότε κάθισε δίπλα μου...
Μόνο, για μια στιγμή, μια ενοχλητική μυρωδιά μ’ έκανε να τρίξω μια κλεφτή ματιά πλάι μου… Μπότες με φθαρμένες μύτες και ξεχειλωμένα γαζιά έτοιμα να σπάσουν απ τις παχουλές γάμπες που ασφυκτιούσαν εκεί μέσα, ένα κολάν πολυφορεμένο, ταλαιπωρημένο και μια μπλούζα φαρδιά και λεκιασμένη.
Τα δάκτυλα της χοντρά και κατακόκκινα μπλεγμένα μεταξύ τους.
Μια μεγάλη πλαστική καρό τσάντα ακουμπισμένη ανάμεσα μας, γεμάτη ζαρζαβατικά, αγγούρια, ντομάτες, χόρτα και ένα μάτσο φρέσκα κρεμμυδάκια να προεξέχουν.
Στριμώχτηκα στην γωνιά μου...
Σκέφτηκα ότι τελικά είναι απέραντος μύθος πως ο όμορφος, με το θεληματικό πηγούνι, θα έρθει να κάτσει δίπλα σου...
Συγκεντρώθηκα και πάλι στο βιβλίο μου.
Με σκούντησε.
Στριμώχτηκα ακόμα περισσότερο.
Με άγγιξε στο μπράτσο.
Την κοίταξα σαστισμένη, δεν ακουμπάς έτσι τον κόσμο.
Είχε ένα μεγάλο στρογγυλό πρόσωπο μαυρισμένο και τραχύ από τον ήλιο, γεμάτο πανάδες, τα μάτια της ξεθωριασμένα γαλάζια και τα μαλλιά γκρίζα, ατημέλητα, κοντά
Με σκούντησε πάλι.
-Αύριο γίνομαι εξηντατέσσαρο, μου είπε.
Χαμογέλασα, για την ακρίβεια πρέπει να έκανα μια γκριμάτσα.
-Και βγαίνω στην σύνταξη.
¨Σύνταξη¨ σκέφτηκα ¨εγώ μάλλον δεν θα πάρω¨  πήγα να μιλήσω, το κατάλαβε και με διέκοψε.
-Είμαι άρρωστη βλέπεις, ξέρεις... το ξορκισμένο...
Στενοχωρήθηκα, πήγα και πάλι να πω κάτι μα έμεινα με το στόμα ανοικτό, δεν είχα τι να πω στην άγνωστη.
-Άστο, είπε, ξέρω λυπάσαι, δεν με πειράζει όμως το παλεύω. Πως είπαμε σε λένε, εγώ είμαι η Λένα, το Λενιώ όπως με φωνάζουν στις λαϊκές, εκεί δουλεύω στους πάγκους χρόνια από παιδί, να σου πω εγώ ιστορίες ουουου... δέκα τέτοια βιβλία γιομίζεις....
Κουνά το χέρι της υποτιμητικά και μου τραβά μαλακά το βιβλίο...
Χάνω την σελίδα...
-Σε έχω πετύχει κι άλλες φορές, πάνω σ ένα ρημάδι.
Καλά είναι δε λέω, σάματις έχω διαβάσει και κανένα, πού χρόνος;
Μα να, έτσι όπως σε βλέπω λέω, κάτι χάνει δεν μπορεί, τι είναι; σελίδες με λέξεις, μόνο λέξεις...
Μιλά δυνατά, λες και φωνάζει για την πραμάτεια της από τον πάγκο της λαϊκής.
Αγχώνομαι, μας κοιτάζουν ανέκφραστα πρόσωπα, μας παρατηρούν, πιάνω τον εαυτό μου στιγμιαία να ντρέπεται, θέλω να φωνάξω ¨δεν την ξέρω¨, μα ευτυχώς ανακτώ την ψυχραιμία μου και τότε νιώθω πανικό για τα ρηχά συναισθήματα μου.
Αισθάνομαι τα μάγουλα μου να παίρνουν φωτιά, κοκκινίζω...
Στρώνει την μπλούζα της, την τινάζει.
Σταυρώνει τα χέρια της κάτω από το στήθος.
Μου μιλά πλέον δίχως να με κοιτάζει...
-Στα λέω γιατί είμαι μεγαλύτερη σου, τα ίδια λέω στα παιδιά μου, τρία σπούδασα, δυο γιατρούς και μια δασκάλα έβγαλα, απ τους πάγκους....Θα σηκώσεις μια μέρα το κεφάλι και θα έχεις γεράσει...
Τι περιμένεις, χαμογέλα...μην στραβομουτσουνιάζεις...
Μου πιάνει τα χέρια απότομα...
-Καλά τα διαβάσματα σήκωσε όμως το κεφάλι σου για λίγο, μόνο για λίγο.
Η ζωή είναι εκεί έξω και είσαι νέα, μου το υπόσχεσαι;...
Σηκώνεται δεν περιμένει απάντηση, φαίνεται κουρασμένη, παίρνει την πλαστική τσάντα, με κοιτάζει.
-Έχεις παιδιά;
Κουνώ καταφατικά το κεφάλι μου.
Βγάζει μια σακούλα με κάστανα.
-Πάρτα να τα βράσεις να τους τα δώσεις, απ την θεία Λένα πες τους....
Να τα χαίρεσαι...Άντε γεια τώρα, δεν θα σε ξαναδώ, είπαμε βγαίνω στην σύνταξη από αύριο...χάρηκα που μιλήσαμε.
Εθνική άμυνα.
Βγαίνει έξω και ο συρμός αργά την προσπερνά, την κοιτάζω προσπαθώντας να την χαιρετήσω...
Δεν κοιτάζει όμως, περπατά κουτσαίνοντας, με κατεβασμένο κεφάλι χαμένη στις δικές της σκέψεις. Στα σίγουρα με είχε ήδη ξεχάσει...
Η κοπέλα απέναντι μου, κλείνει σκεπτική το βιβλίο της με θόρυβο.
Της χαμογελώ.
-Καλησπέρα, είμαι η Πέμυ.
-Και εγώ η Γιάννα.
Μιλάμε με έκδηλη αμηχανία, σκόρπιες φράσεις, δεν ξέρουμε να συζητούμε.
Στην κουβέντα μας προστίθενται και οι επιβάτες των διπλανών καθισμάτων, ώσπου ένας ένας κατεβαίνει στην στάση του...
Φαντάζομαι πως είναι η τελευταία φορά που κλείνω το βιβλίο μου και μάλλον η τελευταία φορά που συνομιλώ με αγνώστους.
Νομίζω ότι ακόμα και αν ξαναδώ τα ίδια πρόσωπα στον ίδιο βαγόνι δεν θα τους μιλήσω και προφανώς δεν θα μου μιλήσουν και εκείνοι.
Δεν φταίνε τα βιβλία μας, το αντίθετο...
Εμείς φταίμε, κλεισμένοι σ ένα μικρόκοσμο, ο καθένας τον δικό του.
Και μεταξύ μας... ευτυχώς που είναι γυάλινος για να μπορεί το Λενιώ να μας βλέπει και πού και πού να μας ταράζει........
Σηκώστε για λίγο το κεφάλι και κοιτάξτε έξω, ένα υπέροχο Σάββατο ξημερώνει...
Καλημέρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου