Γράφει ο Παναγιώτης Γεννηματάς
Οι περιστάσεις που διανύουμε έχουν χαρακτηριστικά «τέλους εποχής». Ένα κεφάλαιο στο ιστορικό της ελληνικής χρεοκοπίας φαίνεται να κλείνει, για να παραχωρήσει τη θέση του σ’ ένα καινούργιο, με διαφορετικούς αλλ’ εξίσου δυσοίωνους πολιτικούς πρωταγωνιστές. Χρήσιμο φαίνεται λοιπόν να επιχειρήσουμε ένα συνοπτικό συνολικό απολογισμό της πρώτης διαχειριστικής περιόδου της ελληνικής χρεοκοπίας (2010-2014).
Κατ’ αρχήν, όποιος λαμβάνει το λόγο για την ελληνική χρεοκοπία δεν πρέπει να λησμονεί τον σύνθετο και διφυή χαρακτήρα της. Η ελληνική χρεοκοπία δεν συνίσταται μόνο στην εθνική δημοσιονομική καταβαράθρωση. Αυτή αποτελεί αποτυχία των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος. Εξ ίσου συνίσταται στην παράλληλη χρεοκοπία του παραγωγικού προτύπου οικονομίας. Η χρεοκοπία αυτή αποτελεί συνολική αποτυχία της κοινωνίας. Η αποτυχία αυτή ποσοτικοποιήθηκε στο έλλειμμα του εθνικού εξωτερικού ισοζυγίου που στα «καλά χρόνια» της «ανάπτυξης» κάλπαζε με ρυθμό 15% (2006)! Το ιλιγγιώδες αυτό έλλειμμα, για το οποίο κατά την διάρκεια του σχηματισμού του (2000-2006) δεν ανησύχησε κανείς (!), αποτυπώνει την ταχεία ολίσθηση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας αμέσως μετά την ένταξή μας στο ευρώ.
Το κοινό μέτωπο κυβερνήσεων και τρόϊκας αντιμετώπισε τη δημοσιονομική χρεοκοπία με οριζόντιες εισοδηματικές περικοπές και με καταιγίδα έκτακτης φορολογίας. Αντικειμενικά εδώ δεν έχει νόημα ο επιμερισμός των ευθυνών. Η συμπίεση του κόστους λειτουργίας του κράτους, σε συνδυασμό με την άγρια καταφορολόγηση των μικρομεσαίων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας έχουν από το 2013 οδηγήσει στην εμφάνιση υπολογίσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων που πανηγυρίζονται από την συγκυβέρνηση ως δείκτες επιτυχημένης δημοσιονομικής προσαρμογής.
Δεν θα αμφισβητήσουμε τον τρόπο λογιστικού σχηματισμού του πλεονάσματος. Ας το θεωρήσουμε ως δεδομένο αποτέλεσμα υπερφορολόγησης, μη δομικής συμπίεσης των δημοσίων δαπανών και δημιουργικής λογιστικής. Το ερώτημα είναι: Το πλεόνασμα αυτό, με τα μέσα που ως τώρα το παράγουν, μπορεί να θεωρηθεί ως διατηρήσιμο κεκτημένο μιας ολοκληρωμένης δημοσιονομικής προσαρμογής;
Ο κατά το πλείστον σχηματισμός του με συνεχή έκτακτη φορολογία, ανόργανη (προσωρινή) συμπίεση των δαπανών και ετεροχρονισμούς δημοσίων υποχρεώσεων μήπως το καθιστούν εκ προοιμίου ευάλωτο και συγκυριακό, εφ’ όσον όλοι γνωρίζουμε ότι δεν έχει προκύψει μέσα από συνολική αναδιάρθρωση του κράτους και του λειτουργικού του κόστους αλλά από περιστασιακή και μη οργανική περιστολή των δαπανών και μη βιώσιμη προέλευση των εσόδων;
Ας έλθουμε τώρα στο σκέλος του ισοζυγίου. Η εκτίναξή του, από το ιστορικά οικείο όριο ελλείμματος (ας πούμε 5%) στο ιλιγγιώδες 15% μετά την ένταξη της χώρας στο ευρώ, αποτυπώνει ασφαλώς την ταχεία απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, υπό συνθήκες μάλιστα ιδανικής χρηματοδότησης. Η ελληνική οικονομία δεν ήταν (το γνωρίζαμε αυτό) ανταγωνιστικά προπαρασκευασμένη για να συνυπάρξει με την ακαμψία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Από την πρώτη στιγμή άρχισε να ολισθαίνει, όταν ακόμα η ισοτιμία δολαρίου-ευρώ ήταν ανέλπιστα χαμηλή. Πώς λοιπόν αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα αυτό από την τροϊκοκυβερνητική κοινοπραξία;
Απάντηση: Βάναυσα. Με ολόπλευρη λιτότητα ώστε να επέλθει περιστολή της καταναλωτικής δαπάνης, να μειωθούν κάθετα οι εισαγωγές και έτσι το έλλειμμα να υποχωρήσει. Η οικονομία έπεσε στην ύφεση, ενώ η θεραπεία έχει περιοριστεί στην επίθεση στο σύμπτωμα (έλλειμμα), με παράλληλη αποχή (ως τώρα) από την συστηματική αντιμετώπιση των πραγματικών διαρθρωτικών αιτίων που στην ελληνική περίπτωση δεν ήταν το ύψος των πραγματικών μισθών στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας όσο το υψηλό κόστος των παντοειδών δημοσίων εισροών στην περιορισμένη κατά το εύρος ελληνική παραγωγή, η μεταποιητική συρρίκνωση, η πλήρης αποαγροτοποίηση και η συνεχής υποτίμηση της αξίας (ναι!) του τουριστικού μας προϊόντος.
Ποιος όμως έχει μέχρι στιγμής ουσιαστικά ασχοληθεί με τον ανασχεδιασμό του παραγωγικού προτύπου της χώρας; Τι έχει γίνει στον τομέα της επενδυτικής ενθάρρυνσης και της στοχευμένης επενδυτικότητας; Ποιο είναι το μεταρρυθμιστικό κεκτημένο της πενταετίας για διαρθρωτική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας απέναντι στην ευρωδογματική νομισματική ακαμψία; Είναι σαφές ότι εάν η χώρα ανακάμψει ποτέ από την ύφεση και η εσωτερική ζήτηση στοιχειωδώς ενισχυθεί, το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο θα ξαναπάρει την επάρατη ανιούσα.
Λυπούμαστε που ο δικός μας σύντομος απολογισμός χρήσεως δεν συμφωνεί με τους συγκυβερνητικούς πανηγυρισμούς. Η γνώμη μας είναι ότι ακόμα βρισκόμαστε πολύ κοντύτερα στην αρχή του δημοσιονομικού και παραγωγικού εκσυγχρονισμού παρά στην ολοκλήρωσή του.
Περισσότερο όμως λυπόμαστε που η υποτιθέμενη ελίτ αρνείται να το αποδεχτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου