Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

Η Πατρίς ευγνωμονούσα κλίνει ευλαβικά το γόνυ μπροστά στο σεπτό σκήνωμα του «Πατριάρχη» του γουότερ πόλο και ο Βασίλης Σκουντής τον αποχαιρετά, όπως δεν του αρμόζει!



Φοβάμαι πως έχω δίκιο σε αυτό που έγραψα στον πρόλογο, ότι δηλαδή αποχαιρετώ τον Ανδρέα Γαρύφαλλο με τρόπο ανάρμοστο προς το μέγεθος του: κανονικά και σε πείσμα της παγιωμένης άποψης ότι «ουκ εν τω πολλώ το ευ», δημόσιοι άνδρες τέτοιου βεληνεκούς, όταν εκδημούν εις Κύριον, θα πρέπει να τιμώνται με ολόκληρες εγκυκλοπαίδειες αλλά ελπίζω ότι αυτό το έλλειμμα θα το αναπληρώσει ο ιστορικός του μέλλοντος... 
 Μεταξύ μας, το βλέπω... χλωμό να συμβαίνει, διότι ως γνωστόν, η Ελλάδα είναι μια χώρα που υπερτιμά τα μικρά, υποτιμά τα μεγάλα, έχει επιλεκτική ιστορική μνήμη και
ελλειμματική ευγνωμοσύνη και όλα αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δεν συμβάλλουν στην υστεροφημία των επιφανών...
 
Φλυαρώ όμως και είμαι βέβαιος πως από εκεί ψηλά ο Αντρίκος, όπως τον φώναζε η πεθερά του, θα κατεβάζει τα σκούρα γυαλιά του, θα παίρνει το αυστηρό ύφος του και θα ετοιμάζεται να με κατσαδιάσει γι’ αυτά που γράφω και θα τα θεωρούσε υπερβολικά!
 
Το εννοώ
  αυτό διότι ένα βράδυ πριν από τριάντα χρόνια, που καθίσαμε στο σαλόνι του ξενοδοχείου «Park» στη Σόφια (μεσούντος του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος) και κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων, του εξομολογήθηκα τον καημό μου...
 
 «Λυπάμαι που δεν σε πρόλαβα να παίζεις ώστε να συνειδητοποιήσω τι παιχτάρα ήσουν» και τότε έβαλε τα γέλια και μου αποκρίθηκε... 
«Κοίτα, μικρέ, λένε πως ήμουν καλός»!
 
 
Εγώ πράγματι τότε ήμουν μικρός, αλλά αυτός όντως ήταν πολύ μεγάλος...
 
 
Παρεμπιπτόντως η λέξη «παιχτάρα» που χρησιμοποίησα στην ερώτηση μου δεν είναι τυχαία: παιχτάρα όπως το γράφω, όχι παικτάρα, ούτε παικταράς, μια λέξη που εδώ και δεκαετίες αποτελεί τη μόνιμη προσφώνηση όλων προς όλους στον μικρόκοσμο της ελληνικής υδατοσφαίρισης και δη του Εθνικού Πειραιώς, τον οποίο ο Γαρύφαλλος, πρώτα ως παιχτάρα και εν συνεχεία ως προπονητάρα οδήγησε δόξη και τιμή στον θρόνο.
 
Και τον κράτησε κιόλας εκεί, δίκην μονοπωλιακού καθεστώτος, για καμιά τριανταριά χρόνια!
 
 
Ηταν τέτοια παιχτάρα ο συχωρεμένος, που γύρω του έχουν πλεχτεί διάφοροι αστικοί μύθοι που ξεπερνούν μάλιστα τα όρια των ανεκδότων: τα πέντε γκολ στο... 5-4 του Εθνικού επί του Ολυμπιακού στον τελικό Κυπέλλου του 1953, τα δυο γκολ με το πόδι στον τελικό Κυπέλλου του 1954 με το Ν.Ο. Πατρών, το 0-0 σε ένα ντέρμπι πάλι με τον Ολυμπιακό, όταν οι «ερυθρόλευκοι» γύριζαν την μπάλα επί είκοσι λεπτά και δεν σούταραν για να μην αλλάξει η κατοχή και την πάρει ο Γαρύφαλλος!
 
Έλεγαν πως ήταν καλός και όντως ήταν σε όλα του: ως πρωταθλητής Ελλάδος στα 400 μέτρα ελεύθερο της κολύμβησης, ως πολίστας από το 1947 έως το 1968, εν συνεχεία ως ο προπονητής που άλλαξε τη μοίρα του αθλήματος, αλλά και γενικώς ως μια φωτεινή προσωπικότητα του αθλητισμού.
 
 
Εκείνες τις εποχές ο Γαρύφαλλος ήταν ο φόβος και ο τρόμος κάθε αντιπάλου: ένας επικηρυγμένος καθ’ άπασαν την επικράτειαν πολίστας που ταυτόχρονα δημιούργησε ένα πολύ αξιοσέβαστο όνομα στον διεθνή χώρο με αποτέλεσμα να του επιδίδει τα διαπιστευτήρια του ολόκληρος ο κόσμος του αθλήματος, το οποίο ο ίδιος κατέστησε συνώνυμο και ομώνυμο του βίου του.
 
 
Ο Γαρύφαλλος υπήρξε ο
 padre padrone της belle époque του γουότερ πόλο και εκείνος που πέρα από τη δυναστεία του Εθνικού εγκαθίδρυσε επίσης ένα καινοφανές modus lavorandi και μια νεωτεριστική για τα δεδομένα της εποχής αντίληψη για το άθλημα. Μαζί με το alter ego του, τον επίσης αοίδιμο, Πέτρο Καλφαμανώλη,  τον μεγάλο αντίπαλο του (στον Ολυμπιακό) Μπάμπη Μουτσάτσο, τον Γιάννη Θυμαρά, τον Μανώλη Πατλάκα, τον Μανώλη Καλομοίρη, τους Χατζηκυριακάκηδες, τον Γεωργιάδη, τον Παυλάκο, τον Κακούση, τον Προβατόπουλο, τον Αλεξίου, τον Τελιώνη, τον Οικονόμου, τον Παπαδόπουλο, τον Μοναστηριώτη, τον Μπίστη, τον Μολόχα, τον Τσούμπο, τον Μουκίδη, τον Μαλεβίτη, τον Θεοδωρακόπουλο και άλλους σημάδεψαν ανεξίτηλα τη μεταπολεμική ιστορία της ελληνικής υδατοσφαίρισης και έδωσαν τα φτερά στις επόμενες γενιές για να την απογειώσουν στις υψηλότερες σφαίρες... 
 
Ήταν τότε που οι αγώνες διεξάγονταν στη θάλασσα, μπροστά από τα λιμάνια, με δερμάτινες βυσσινί μπάλες που τις άλειφαν με παρκετίνη για να μη μπάζουν νερό από τις ραφές και όπου κι αν εμφανιζόταν ο Αντρέας αποτελούσε από μόνος του μια μοναδική ατραξιόν. Μάλιστα η παρουσία του διαφημιζόταν ακόμη και με φέιγ βολάν στους δρόμους, ενώ οι Πατρινοί τον υποδέχονταν βάζοντας πάντοτε στο πικ απ το τραγούδι «γαρύφαλλο στ’ αυτί και πονηριά στο μάτι»!
 
 
Ήταν επίσης τότε που ο Γαρύφαλλος περνούσε όλη τη μέρα του μέσα στο νερό και τα βράδια εξορμούσε μαζί με την παρέα του στην «Κουίντα» της Φωκίωνος Νέγρη για να συνεχίσουν εκεί τα ντέρμπι (της διασκέδασης) με τον Μουτσάτσο, ο οποίος παρεμπιπτόντως τον περασμένο Οκτώβριο κινητοποιήθηκε μόλις ενημερώθηκε για τα προβλήματα υγείας του Αντρέα και ξεσήκωσε ολόκληρη την πιάτσα για να τον συνδράμουν...
 
 
Για τον «Εράλντο Πίτσο» της Ελλάδας ισχύει απολύτως ο τίτλος του μυθιστορήματος του Αρθουρ Μίλερ: Πράγματι «ήταν όλοι τους παιδιά του», καθώς μέσω του Εθνικού, του Αρη, του Παναθηναϊκού, της Κέρκυρας, του Ηρακλή, της Χίου, της Εθνικής ανδρών και της Εθνικής ενόπλων ανέθρεψε και ανέδειξε αναρίθμητους παίκτες, που καλύπτουν μισό αιώνα ιστορίας της ελληνικής υδατοσφαίρισης!
 
Ο Αντρέας υπήρξε πρωτοπόρος σε τακτικές, σε δομές, σε ιδέες και σε πρακτικές, που ουσιαστικά έστρωσαν τον δρόμο για να πορευθούν οι επόμενες γενιές. «Ήταν από την πρώτη στιγμή ο δεύτερος πατέρας μας, αυτός που μας γαλούχησε ως παίκτες, αλλά και ως προσωπικότητες, μάλιστα ο καθένας από εμάς επειδή ζήσαμε τόσο πολύ και τόσο έντονα μαζί του, θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο για χάρη του» μου είπε χθες ένα από τα αγαπημένα του παιδιά, ο Μάρκελλος Σιταρένιος, που τον στρατολόγησε πιτσιρικά από τη Χίο.
 
 
Δεν είχε όμως τέτοια κολλήματα ο Γαρύφαλλος: αν και ήταν ο ιεροφάντης του Εθνικού του οποίου αποτελεί το διαχρονικότερο σύμβολο, δεν λογάριασε ποτέ του το ποιον του καθενός, αρκεί να του έκανε τη δουλειά. Τρανό παράδειγμα η περίπτωση του Κυριάκου Γιαννόπουλου, του... κωλογλυφαδιώτη, όπως τον φώναζε χαϊδευτικά και για χάρη του πέταξε από τη βασική επτάδα της Εθνικής τον γιο του, Γιάννη!
 
 
«Σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή μου κι αυτό είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου και θα του χρωστάω
  αιώνια ευγνωμοσύνη» μου είπε πριν από λίγη ώρα ο Κυριάκος από το Ντουμπάι όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια, για να συμπληρώσει με εμφατικό τρόπο: «Με όλα όσα έκανε και με όλα αυτά που μας πρόσφερε, απέκτησε de facto το δικαίωμα να θρηνούμε όλοι για τον χαμό του. Κι όταν λέω όλοι, εννοώ όλοι, ακόμη κι όσοι κοντραρίστηκαν άγρια μαζί του.»
 
Αμ’ αυτό που το βάζει κανείς; Όπως όλες οι προσωπικότητες που μακροημερεύουν και με την ισχύ τους διαφεντεύουν και καταδυναστεύουν κιόλας έναν χώρο, ομοίως και ο Αντρέας είχε αφοσιωμένους φίλους και ορκισμένους εχθρούς. Δεν είναι της ώρας και θα αποτελούσε ασέβεια στη μνήμη του, αλλά θα γινόταν κιόλας δυσάρεστο για τους περί ων ο λόγος, να τους απαριθμήσω: στο τέλος της ημέρας και στο τέλος του βίου του Γαρύφαλλου, περισσότερο από το στοιχίζονται οι μεν και οι δε, αυτό που μετράει είναι η αποτίμηση της προσφοράς και της ανεκτίμητης κληρονομιάς που αφήνει πίσω του...
 
 
Εδώ μιλάμε για πραγματικό
 legacy, όχι παίξε-γέλασε!  
 
Όπως επίσης συμβαίνει με τις μεγάλες προσωπικότητες, ο Αντρέας ήταν ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος και ασυμβίβαστος. Υπερασπιζόταν μέχρι τελικής πτώσεως τις ιδέες και τις επιλογές του, δύσκολα παραδεχόταν τα λάθη του, ήταν σκληρός και απότομος. Αλλά, την ίδια στιγμή είχε μια ανοιχτή αγκαλιά, μια χρυσή καρδιά κι ένα μεγάλο χαμόγελο για να εξισορροπεί τις καταστάσεις και τον ίδιο του τον εαυτό.
 
 
Οχι μονάχα για την υδατοσφαίριση, αλλά για τον ελληνικό αθλητισμό γενικότερα, ο Γαρύφαλλος υπήρξε πρωτομάστορας και πιονιέρος πολλώ λογιώ: στις ιδέες, στην τακτική, στη συμπεριφορά, στους τρόπους, ακόμη και στο ντύσιμο, που ήταν πάντοτε προσεγμένο, ιδιαιτέρως όταν φορούσε εκείνο το σκούρο μπλέιζερ και το γκρί παντελόνι...
 
 
Ο Θεός τον πήρε κοντά του σε ηλικία 84 ετών κι αφού τα τελευταία είκοσι χρόνια τον έβλεπε να διαμένει στο ξενοδοχείο «
Cavo DOro» της Καστέλλας και να ανεβοκατεβαίνει από τον Πειραιά στην αγαπημένη του Θεσσαλονίκη. Από προχθές ο ουρανός πάνω από το Πασαλιμάνι συννέφιασε και τα παλιά του στέκια, όπως το «Belle Ami» και η «Φοντάνα» ορφάνεψαν, αλλά θαρρώ πως οι παλιοί φίλοι του θα κρατήσουν άσβεστη τη μνήμη του και όποτε μαζεύονται θα θυμούνται κιόλας τις πλάκες που σκάρωναν μαζί... 
 
Ο Γαρύφαλλος ήταν ένας «θεός» του γουότερ πόλο και ένας θνητός άνθρωπος, ο οποίος είχε κιόλας τις αδυναμίες του, όπως οι γυναίκες, που δεν έλειψαν ποτέ από τη ζωή του. Κυκλοφορούσε με την ίδια άνεση στα σοκάκια της Τρούμπας και στα σαλόνια της αριστοκρατίας και -ακόμη και αν το επιδίωκε- δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητος.
 
 
Ήταν -όπως μου σκιαγράφησε το προφίλ του με τέσσερις λέξεις ο Κυριάκος Γιαννόπουλος, «ένας γεννημένος σατανικός άγγελος»!
 
 
Τον γνώρισα από κοντά στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όντας μειράκιον της δημοσιογραφίας και για να πω την αμαρτία μου, όταν πήγα να του μιλήσω για πρώτη φορά, ένιωσα κομπλαρισμένος! Τον εκτίμησα, τον αγάπησα και τον ευγνωμονώ διότι είναι ένας από εκείνους που με έκαναν να λατρέψω το γουότερ πόλο και κρατώ ανεξίτηλα χαραγμένες στην καρδιά μου όλες τις στιγμές που με άφησε να μοιραστώ μαζί του...
 
 
Αύριο (Σάββατο, στις 12:00) στο κοιμητήριο της Ανάστασης η πειραϊκή γη θα αναπαύσει έναν Τιτάνα του ελληνικού αθλητισμού και από το βάθος, σαν μουσική υπόκρουση, πέρα από τα αγαπημένα τραγούδια της νιότης του (του Τζίμη Μακούλη, του Γούναρη, του Μαρούδα και της Μπελίντα) ίσως φτάνουν στ’ αυτιά του και οι στίχοι από εκείνο των «Πελόμα Μπεκιού», που φέρει κιόλας το όνομα του...
 
 
Μαζεύεται πλήθος
χαρούμενες φάτσες
εκεί που ο Γαρύφαλλος λέει
Τους λέει τα δικά του
και σαν τελειώσει
ο κόσμος γελάει ή κλαίει
Σχολείο, βιβλία,
αρχαία ιστορία
γι’ αυτόν είναι άγνωστες λέξεις
Δεν ξέρει να γράφει
και όμως θαυμάσια δίνει
στον κόσμο διαλέξεις
Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε
κανείς μας δεν ξέρει ποιος είσαι
Τα χρόνια περάσαν
τον είδανε όλοι
και ήταν πολύ ευτυχισμένος
Οι νέοι γεράσαν
και φύγαν οι γέροι
και φεύγει και αυτός ο καημένος
Μαζεύεται πλήθος
να τον χαιρετήσει
κανένας πια δε γελάει
Στα ουράνια ο Γαρύφαλλος
βρίσκεται τώρα
και με τους αγγέλους μιλάει
Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε
κανείς μας δεν ξέρει ποιος είσαι

ΥΓ: Για το μέγεθος του, για ην παρακαταθήκη που δημιούργησε και για τα ίχνη τα οποία χάραξε ο Αντρέας, νομίζω ότι συγχωρούμαι να χρησιμοποιήσω σε αυτό το υστερόγραφο μια στροφή από το ποίημα που απάγγειλε ο Αγγελος Σικελιανός στις 28 Φεβρουαρίου του 1943 στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας, ως επικήδειο στον Κωστή Παλαμά και να τον αφιερώσω στη μνήμη του...
Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Ένα βουνό με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Οσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλει, τι αν το πει η δικιά μου η γλώσσα;


Πηγή: gazeta

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου