Το εβδομαδιαίο χρονογράφημα του grpost
δια
χειρός Πέμυς Γκανά
Βγήκε ο ήλιος και το ράδιο
διαπασών…
Περπατάμε
αργά.
Δίπλα
στο κύμα που σκάει απαλά στην ακροθαλασσιά.
Αφήνοντας
πίσω μας το περίγραμμα των βημάτων.
Γέλια
δυνατά.
Αγκαλιές
και κλεφτά φιλιά.
Καθίσαμε
πάνω στην άμμο οκλαδόν, όλοι μας.
Ο
ένας δίπλα στον άλλον.
Ο
ένας κολλητά στον άλλον.
Κυκλικά.
Τυλιχτήκαμε
με σκούφους κι
απαλά κασκόλ.
Μπουφάν
και ζεστά, πλεχτά πουλόβερ.
Με
το χνώτο ζεστάναμε τις άκρες των δακτύλων.
Και
μείναμε ακίνητοι, ρουφώντας την απογευματινή θαλασσινή αύρα.
Κλειστά
μάτια και πλεγμένα χέρια, κεφάλια ακουμπισμένα σε φιλικούς ώμους.
Χαμόγελα
χαράχτηκαν και τα μάτια σιγά σιγά ανοίγουν, αργά.
Ηρεμία.
Μόνο
ο παφλασμός των κυμάτων να ακούγεται, μονότονος, καθησυχαστικός.
Αρχίσαμε
ψιθυριστά να μιλάμε.
Ψιθυριστά,
μη και ταράξουμε την ησυχία του τόπου.
Το
πέλαγο απλώνεται μπροστά μας.
Αντανακλά
τα χρώματα της δύσης.
Μαβιά,
πορτοκαλί, χρώμα πορφυρό.
Βασιλικό.
¨Το
άρμα του ήλιου παίρνει φωτιά¨ μουρμουράει η Ελπίδα.
Κοιτάμε
στον ορίζοντα, πέρα μακριά.
Του
γνέφουμε.
Μικρά
ξύλινα σκαριά βγαίνουν για παραγάδι.
Τράτες
φορτωμένες δίχτυα.
Άντρες
καμπουριαστοί, ηλιοκαμένοι.
Ακούμε
σαν σε όνειρο τον ήχο των μηχανών.
Τους
χαιρετάμε με υψωμένα χέρια, σίγουροι πως δεν μας βλέπουν.
Φωτιές
ανάψαμε τότε, να ζεσταθούμε.
Φλόγες
μικρές αρχικά ήρθαν και θέριεψαν, μυρωδιά καμένου ξύλου.
Πεύκο
που μέσα του τρέχει ακόμη το ρετσίνι.
Μεθάμε
απ΄ την ομορφιά.
Γαληνεύουν
οι ψυχές απ το χάδι της φύσης.
Μια
κιθάρα ντροπαλή κρατήθηκε με συστολή.
Τα
δάκτυλα του Λουκά χαϊδεύουν τις χορδές.
Και
η ήσυχη μεθυστική φωνή της Μαργαρίτας μας παρασύρει.
Μας
παρασύρει σε τόπους μακρινούς, παραμυθένιους, φτιαγμένους από ζάχαρη και
μέλι...
¨Και
γω σε ζητάω, σαν πρωινό τσιγάρο και σαν καφέ πικρό¨...
Σιγοτραγουδάμε
μαζί της.
Κάποιους
τους παίρνει το παράπονο, για λίγο.
Οι
υπόλοιποι χαμογελάμε.
Νίκες
της ζωής και ήττες.
Μα
είναι η ίδια μας η ζωή.
¨Βγήκε
ο ήλιος και το ράδιο διαπασών,
μ
ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιον Τάσο
και εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο¨...
και εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο¨...
Το
πολυτιμότερο δώρο των γονιών μας.
Το
δώρο το δικό μας, στα παιδιά...
¨Σ’
ένα καρέ τυφλών¨.
Η
νύχτα έρχεται φουριόζα, πέφτει γρήγορα.
Τρυφερή.
Μακριά
απ τα φώτα της πόλης τα αστέρια λάμπουν.
Κόβουν
την ανάσα απ την απόκοσμη ομορφιά.
Εκατομμύρια.
Μακριά
και δίπλα μας.
Απλώνεις
το χέρι και τα ακουμπάς.
¨Κοίταξε,
η μικρή Άρκτος και ο Σταυρός¨ μου εξηγεί ο Νίκος.
Δεν
τα βλέπω, μπερδεύομαι...
Κουνώ
το κεφάλι όμως σαν να καταλαβαίνω.
¨Μην
δείχνεις τα άστρα...είναι γρουσουζιά¨ ψιθυρίζει η Αθηνά.
Παίρνουμε
αργά το δρόμο της επιστροφής.
Φανοί
ναυτικοί μας συνοδεύουν, φωτίζοντας τα βήματα μας.
Σηκώνεται
ελαφρύ αεράκι και το κρύο γίνεται πραγματικά δυνατό.
Υγρασία.
Ξεμακραίνουμε
γρήγορα.
Έχουμε
άλλες δυο μέρες.
Άλλες δυο ολόκληρες χειμωνιάτικες μέρες να
ζήσουμε σε αυτήν την μακρινή γωνιά του Αιγαίου, πάνω στο φιλόξενο βράχο.
Ίσως
να καταφέρουμε να βρούμε το νόημα.
Της
χαράς...
Καλημέρες,
απ τους Φούρνους Ικαρίας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου