Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
Σπάζω
το κεφάλι μου, μα δεν μπορώ να θυμηθώ με τίποτα το όνομα εκείνου του κυρίου,
που μια ζεστή μέρα του Μαΐου, να καλή ώρα σαν και σήμερα, με πήρε στο τηλέφωνο
και μου συστήθηκε ως υπεύθυνος Προσωπικού της ΤΗΛΕΤΥΠΟΣ Α.Ε, απαντώντας σε ένα
βιογραφικό που είχα στείλει· ένα από τα εκατοντάδες με τα οποία είχα ενοχλητικά
«σπαμάρει» ολόκληρη την πόλη.
Θυμάμαι
τη συνάντησή μας· ένας ψαρομάλλης, χαμογελαστός κύριος, που με κοιτούσε
απολογητικά, λέγοντάς μου πως αδίκως με ταλαιπώρησε, αφού δεν είχε διαθέσιμη
θέση, αλλά «έπρεπε οπωσδήποτε να δει πώς ήταν αυτήν που είχε γράψει αυτό το
μοναδικό βιογραφικό και το συνοδευτικό του σημείωμα».
Έφυγα
με το κεφάλι κατεβασμένο απ’ τη συνάντηση αυτή, την περηφάνια μου λίγο
στραπατσαρισμένη, αλλά ως πιτσιρίκα-θρασίμι που ήμουν, στο τέλος το ξέχασα με
την τρομερή άνεση της ηλικίας –και της εποχής- του «δεν πειράζει, αυτός έχασε».
Φαίνεται
όμως πως εκείνος ούτε το ξέχασε, ούτε ήθελε να χάσει τελικώς κι έτσι τον αμέσως
επόμενο Μάϊο, ξεκίνησα να δουλεύω για το «Μεγάλο Κανάλι».
Σταδίου,
εκεί ψηλά στο «ρετιρέ», σε μια τεράστια αίθουσα σύνταξης, με γραφεία-κονσόλες
σε σειρές, με υπολογιστές και τηλέφωνα, ένα απίστευτο εργοστάσιο, όπου δεν
μπορούσες να ακούσεις ούτε τις σκέψεις σου!
Θυμάμαι
τη δική μου πολυθρόνα με ροδάκια να βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην πόρτα που
οδηγούσε στο διάδρομο για το στούντιο. Κάθε που ήταν η ώρα για το δελτίο,
επικρατούσε ένας χαμός. Όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι να προλάβουν και δεκάδες
φορές έπεφταν πάνω στην πολυθρόνα μου, φέρνοντάς την δυο φούρλες γύρω απ’ τον
εαυτό της. Με μένα πάνω! Του δελτίου η ζαλάδα διόλου σχήμα λόγου δεν ήταν στην
περίπτωσή μου.
Ήξερα
τι θα μου συμβεί καθημερινά και το είχα και λίγο σαν παιχνίδι, ποιος άραγε θα
με στριφογυρίσει τούτη τη φορά…
Δεν
θα ήξερα τι να πρωτοδιηγηθώ, εγώ το μικρό και εντελώς άσημο, ατσούμπαλο μικρό,
που σίγουρα πέρασα και δεν ακούμπησα κανέναν, τον ενάμιση περίπου χρόνο που
έκατσα εκεί.
Με
έναν αρχηγό Σταμάτη να κινεί έναν ολόκληρο κόσμο με τα μαγικά, τηλεοπτικά του
χέρια, με τον αρχισυντάκτη Γιάννη, να έχει εμμονή με τη σωστή χρήση της γλώσσας
και να μας μαθαίνει πως το σωστό είναι «απαθανατίζω κι όχι αποθανατίζω, βρε
αγράμματα ζωντανά και δεν με νοιάζει αν σας ακούγεται πιο σωστό, αφού το λέει ο
Μπαμπινιώτης, αυτό και είναι, πάει και τελείωσε!»
Μεγάλα
ονόματα του πολιτικού ρεπορτάζ τότε, ο Θοδωρής, ο Αντώνης, ο Γιώργος,
κλεισμένοι σε δικό τους γραφείο φυσικά.
Με
τα πολύ μεγάλα ονόματα των δελτίων αρκετά μακριά μας για να τα γνωρίζουμε, αφού
τα «κεντρικά» ήταν στην Παιανία. Εγώ εκεί βρέθηκα μόνο το καλοκαίρι, αντικαθιστώντας
για λίγο συναδέλφους σε άδεια.
Δεν
ήταν όμορφα εκεί, το ομολογώ: Δεν μου άρεσαν ούτε οι άνθρωποι εκεί, ούτε οι
συνθήκες… Όλο φωνές και φασαρία, όλο νεύρα και απίστευτα «σρλουπ» στους
μεγαλοσχήμονες…
Μικρότερα,
τότε, ονόματα, με μεγάλη αξία για μένα, την οποία δικαίωσαν απ’ την προσωπική
τους διαδρομή σε τούτη τη δουλειά, οι διπλανές μου «καρέκλες» στη Σταδίου:
Ο
Γιώργος, με το όνειρο να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο –νομίζω το κατάφερε,
χρησιμοποιώντας τον εξάντα του για να βρίσκει πάντα το δρόμο για πίσω- και ο
Γιάννης, που λάτρευε την Λευκάδα, την ιδιαίτερη πατρίδα του και δεν ησύχαζε
παρά μόνο όταν κατάφερνε να μας πείσει να περάσουμε τις διακοπές μας εκεί.
Δεν
ξέρω αν θα μείνουν στην ιστορία ως εξαιρετικοί δημοσιογράφοι –για μένα δεν
χωρεί αμφισβήτηση- στη δική μου όμως ανάμνηση έχουν μείνει ως δύο «καλοί
άνθρωποι» και στ’ αλήθεια, δεν ξέρω πολλούς για τους οποίους να μπορώ να το
ισχυριστώ τούτο.
Έζησα
πολλά σε εκείνον τον ενάμιση χρόνο –αστεία, καλά, άσχημα.
Δεν
μπορώ να ξεχάσω την ξαφνική φωτιά στη Χίο, όπου άκουγα τον «ανταποκριτή» να
αγωνίζεται να δώσει τηλεφωνική, «πνιγμένος απ’ τους καπνούς, εκεί στο επίκεντρο
της φωτιάς που βρισκόταν», για να τον δω έκπληκτη να ξεπροβάλει αμέσως μετά το
τέλος του δελτίου στην αίθουσα σύνταξης, γελώντας που «ευτυχώς προλάβαμε την
είδηση». Ψιλοαπάτη; Έλα, μωρέ, μην είσαι τόσο αυστηρός, αφού τελικώς την
προλάβαμε και μάλιστα πριν απ’ τους άλλους…
Δεν
μπορώ να ξεχάσω ούτε την τηλεφωνήτρια της βραδινής βάρδιας, εκείνο το καλοκαίρι
στην Παιανία, ένα πανέμορφο κορίτσι με ξανθές μπούκλες, που με παρακάλαγε να
μείνω κοντά της, ώστε να μην καταφέρει να την πλησιάσει το υψηλόβαθμο στέλεχος
που την παρενοχλούσε, γιατί πώς να τον αποφύγει;
Αδελφή
βλέπεις ενός πολύ νέου δημοσιογράφου, φοβόταν πως αν διαμαρτυρόταν, θα έχανε τη
δουλειά της κι εκείνη κι ο αδελφός της, που μόλις έκανε τα πρώτα του δειλά
βήματα στη δημοσιογραφία –ναι, υπήρχαν κι αυτά κι υπήρχαν από πάντα.
Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες…
Δεν
μπορώ να ξεχάσω εκείνη την καρέκλα που γύριζε κάθε φορά που η εκνευρισμένη –μία
και μόνη- υπεύθυνη για τη μηχανογράφηση στη Σταδίου, έτρεχε να διορθώσει ένα autocue
που «δεν δούλευε πάλι το αναθεματισμένο».
Ήταν
φοβερή τύπισσα ετούτη, με το κοντοκουρεμένο της μαλλί, απ’ τις πρώτες που έτυχε
να δω με σκουλαρίκι κρικάκι στη μύτη, γρήγορη, πανέξυπνη, γλωσσού, δεν χάριζε
κάστανα σε κανέναν.
Δεν
μπορώ να ξεχάσω την αδρεναλίνη που προκαλούσε η αμεσότητα της είδησης, τον
ενθουσιασμό όταν κάτι έβγαινε όπως έπρεπε, τη φωνή που ανακοίνωνε δυνατά ένα
έκτακτο και έβλεπες να αδειάζει η αίθουσα απ’ το συνεργείο που έτρεχε να το
καλύψει.
Δεν
μπορεί να ξεχαστεί εκείνη η τόσο «ζωντανή» στιγμή που μία καινούργια εκπομπή
έβγαινε για πρώτη φορά στον αέρα. Οι ανάσες που κρατούνταν μέχρι το τέλος της
και όλες αυτές οι ανακουφισμένες εκπνοές, που αφήνονταν να βγουν όταν αυτή
τελείωνε, μέσα σε βοή από χειροκροτήματα, γιατί εμείς βλέπεις, ήμασταν εκεί,
παρόντες, συμμέτοχοι σε αυτή τη μικρή πρωτόγνωρη γέννα…
Κι
εκείνα τα υπέροχα τσιμπούσια που κάναμε όλοι μαζί, πάνω σε εκείνα τα ίδια τα
γραφεία-κονσόλες (αφού δεν προκάναμε να φάμε κανονικά ποτέ), όπου κανείς δεν
έπαιρνε να φάει, αν δεν φρόντιζε και για το διπλανό του (τουλάχιστον), όπου
κανείς δεν ξεχώριζε σε «σταρ» ή σε «παρακατιανό», γιατί όλοι ήμασταν ένα…
Δημοσιογράφοι,
οδηγοί, γραμματείς, εικονολήπτες και ηχολήπτες, στο ίδιο τραπέζι κι απ’ το ίδιο
πιάτο με διευθυντές, αρχισυντάκτες, παρουσιαστές…
Όλοι νομάδες της τηλεόρασης… Όλοι πεινασμένοι την
ίδια ώρα…
Ναι,
δεν παίρναμε τα ίδια λεφτά, αλλά τότε τα λεφτά δεν ήταν πολλά για κανέναν· ήταν
βλέπεις ακόμα η αρχή…
Εκεί,
σε εκείνη την αίθουσα της Σταδίου γνώρισα κι αγάπησα την τηλεόραση.
Ό,τι και να μου λες, είναι ένα πράγμα μαγικό, μια
δημιουργία ατελείωτη, που κρατάει σε εγρήγορση κάθε κύτταρο του κορμιού σου.
Ποιος μπορεί να αρνηθεί τη μαγεία;
Δεν
κάθισα πολύ. Παρουσιάστηκε μια δουλειά πιο κοντά στο «αντικείμενό μου» -ψευδώς
όπως αποδείχτηκε, αφού η τηλεόραση είναι το μόνο «αντικείμενο» που έχω
καταφέρει να αποκτήσω στη ζωή μου- κι έφυγα.
Χρόνια
μετά κι απ’ αυτή τη δουλειά, όταν με ξανάφερε ο δρόμος σε τούτα τα μονοπάτια τα
τηλεοπτικά, συναντήθηκα πολλές φορές με ανθρώπους που πέρασαν από κείνη τη
μεγάλη αίθουσα-συνεργείο.
Αλλά
μεσολάβησαν κι άλλα χρόνια και μετά χαθήκαμε, όπως συμβαίνει πάντα όταν η ζωή
ζεϊμπεκιάρει σε διαφορετικούς για τον καθένα ρυθμούς.
Πολλά
πράγματα φαίνεται πως άλλαξαν σε εκείνο το μεγάλο κανάλι.
Ή
που με το πέρασμα του χρόνου εγώ μεγάλωσα και σταμάτησα να τα βλέπω όλα τόσο
ρόδινα ή τόσο αθώα ή που κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι και γεννήθηκαν αστέρες κι
αστερούμπες, υπέρογκες αμοιβές, κυνήγι της πολιτικής, διαπλοκές και τόσα άλλα·
ξέρεις, απ’ αυτά που συμβαίνουν παντού και κάθε μέρα γύρω μας.
Η τηλεόραση δεν είναι πια η ίδια, πώς έχουμε την
απαίτηση να παραμείνουν ίδιοι οι άνθρωποί της;
Γνώρισα
κάθε καρυδιάς καρύδι εκεί μέσα.
Όχι,
δεν γνώρισα την πρώτη μαρκίζα, αυτό να λέγεται, δεν πρόκαμα.
Κι
όσοι απ’ αυτούς που τότε γνώριζα, έγιναν πρώτη μαρκίζα μετά, σίγουρα δεν θα
θυμούνται πια το δικό μου ασήμαντο ονοματάκι.
Γνώρισα
όμως την Άννα, τον Άγγελο, την Ράνια, την Μαρία, τον Γιώργο, τον Γιάννη, τον
Πέρη, τον Θάνο, τον Μάνο, την Στέλλα, την Κατερίνα, την Αγγελική.
Κι
άλλους… κι άλλους.
Που δεν πήρανε ποτέ τα λεφτά που έπαιρνε η λαμπερή
και πρωτοκλασάτη μαρκίζα.
Όπως δεν τα πήραμε ποτέ κι εμείς, εκεί στην
αμαρτωλή ΕΡΤ, που για τον πολύ κόσμο ήμασταν εξαιρετικοί «μασαδόροι» όλα τα
χρόνια.
Αλλά άντε να αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας,
όταν ζεις μέσα στη ζούγκλα κι επιτρέπεις να σε φωτογραφίζουν στο σαφάρι τους…
Τουλάχιστον
για μας έκλεισαν και δυο δρόμοι, για τούτους δεν βλέπω να ανοίγει ούτε
ρουθούνι, όπως δεν άνοιξε κι όταν έκλεισε το ALTER.
Κι
εκείνος που το έριξε έξω, στερώντας το φαΐ απ’ τα σπίτια των ανθρώπων, βρήκε
και κάνει αλλού το τηλεοπτικό του κέφι, χωρίς κανείς να τον στήσει στα τρία
μέτρα για το πού βρήκε τα μπικικίνια να το κάνει.
Με
την ταμπελίτσα της πτώχευσης, βλέπεις, δεν έχει λόγο να ανησυχεί για
αποζημιώσεις… δεν έχει να δώσει λόγο σε κανέναν.
Κάποιοι,
που λες, τα έπαιρναν τα μιστά τ’ αυγατισμένα· κι εκεί κι εδώ.
Τα έπαιρναν όμως εκείνοι που ούτως ή άλλως θα τη
βρούνε την άκρη τους, ανεξαρτήτως του πόσα «μαύρα» θα πέσουν, είτε εδώ, είτε
εκεί.
Κι
όλοι εμείς οι άλλοι, αυτοί οι άλλοι, που δουλεύανε πάντα, μέρα και νύχτα, σε
γιορτές και αργίες, μακριά απ’ τα σπίτια και τους αγαπημένους τους, για να βγει
αυτό το πολύ λαμπερό πράγμα, που την αξία του καταντήσαμε να την υπολογίζουμε
μόνο σε ίντσες πια, όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε έρμαιο του καθενός που θα
αποφασίσει να κηρύξει πτώχευση στη ζωή μας…
Θέλω
να πω, δεν ξέρω μωρέ αν με καταλαβαίνεις, ότι σε τούτη τη ρημάδα τη ζυγαριά απ’
τη μια μεριά μπαίνουν συμφέροντα, διαπλοκές, κακίες, βρωμιές.
Κι
απ’ την άλλη μπαίνουν άνθρωποι. Μόνο άνθρωποι! Και δεν φταίνε όλοι γι’ αυτές!
Δεν
προφταίνουν να μάθουν καν γι’ αυτές, γιατί κυνηγάνε το μεροκάματο, δεν είναι όλα τα ψάρια στη γυάλα πιράνχας!
Αν
πρέπει να καταδικαστούν ετούτα τα διαπλεκόμενα, τα «κακώς κείμενα» να
καταδικαστούν! Κι εγώ μαζί σου!
Αλλά
είσαι σίγουρος πως αυτοί που κρύβονται πίσω απ’ τη μάσκα του διαπλεκόμενου, την
αμέσως επόμενη στιγμή δεν θα είναι στην επόμενη διαθέσιμη κι ικανή να τον
πληρώνει, τηλεοπτική «παράγκα»;
Γιατί
εγώ σου λέω πως ούλοι τούτοι δεν κινδυνεύουν από τίποτα.
Κι
όταν εκατοντάδες άνθρωποι θα βγαίνουν στην ανεργία, πολλαπλασιάζοντας με
γεωμετρική πρόοδο τη δυστυχία τους, εκείνοι θα προσθέτουν λίγα βυζιά ακόμα ή θα
εξαφανίζουν τις ανεπιθύμητες ρυτίδες τους, προκειμένου να είναι μπάνικοι στο
νέο μαγαζάκι…
Γιατί βλέπεις, το γυαλί είναι εθισμός, είναι ψώνιο
και μεγάλη παραμύθα…
Δεν
ξέρω αν φτάνει μία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για να σωθεί η κατάσταση.
Δεν
ξέρω πώς θα τελειώσει.
Ξέρω
πως εγώ τουλάχιστον δεν θα πω «καλά να πάθουνε», όπως το είπανε άλλοι τότε για
μένα.
Γιατί
ξέρω πως αυτοί που φταίνε τελικώς τίποτα δεν θα πάθουνε…
Σε τούτη τη χώρα, βλέπεις, ούτε δίκαιη κατανομή της
αδικίας δεν μπορούμε να έχουμε…
Φταίει ο γάϊδαρος; Βαρούνε το σαμάρι…
Καλή τύχη.
Σε εκείνους και σε μας… γιατί ξέρεις τι λένε, δεν
χρειάζεται να περιμένουμε την Ημέρα της Κρίσης…
Έρχεται κάθε μέρα…
Yasmin
Levy
– L’ alegria
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου