Από τη Θεσσαλονίκη
γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
Με τη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και ευρωπαίων να
βρίσκεται προ των πυλών, περιπλανιέται το ερώτημα στους κόλπους της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, πώς έδωσαν τη συγκατάθεσή τους οι εταίροι σε ένα τέτοιο
υφεσιακό μείγμα μέτρων.
Η Ν. Μπακογιάννη σημείωσε ορθώς ότι οι ευρωπαίοι
φέρουν ευθύνη διότι συμβιβάστηκαν με αριθμούς αντί μεταρρυθμίσεων.
Η απάντηση
είναι διπλή.
Πρώτον, και απλούστερο, μπορεί να φαίνεται περίεργο στο
ποίμνιο των εθνολαϊκιστών, αλλά η Ευρώπη διέπεται από δημοκρατικές αρχές.
Αν δεν θέλουμε μεταρρυθμίσεις, δεν μπορούν να μας
τις επιβάλλουν.
Το
δεύτερο σκέλος της απάντησης ουσιαστικά
απευθύνεται στο εύλογο και πιο συγκεκριμένο ερώτημα «Πώς γίνεται να συνεχίζουν
να μας δανείζουν χωρίς μεταρρυθμίσεις στον ορίζοντα;» (οπότε και τα χρήματα
καταλήγουν στη μαύρη τρύπα της ύφεσης) και είναι λίγο πιο περίπλοκο από το
πρώτο.
Κατ’ αρχάς, οι παράγοντες προσφυγικό και (ακόμα
περισσότερο) Brexit οπωσδήποτε έχουν
τη σημασία τους, αλλά κρίνονται μάλλον ανεπαρκείς ως ερμηνεία για τη στάση των
εταίρων, όταν μιλάμε για δάνειο μερικών δις, που πιθανόν να είναι «αγύριστο»,
και όταν δεν καλύπτουν το κομμάτι που αφορά στις ανέφικτες απαιτήσεις τους.
Η εξήγηση είναι ότι υπάρχουν κυβερνήσεις σε
κράτη-μέλη, που προτιμούν να μεταθέτουν το πρόβλημα στο μέλλον, προκειμένου να μη
σκάσει στα χέρια τους η βόμβα της ελληνικής χρεοκοπίας.
Αυτό μας υποδεικνύει η αλλαγή στη συμπεριφορά των
εταίρων.
Στην αρχή της κρίσης γνωρίζουμε ότι οι ευρωπαίοι
επέμεναν περισσότερο σε διαρθρωτικά μέτρα και ότι αντιμετώπισαν μια κυβέρνηση
που, αντ’ αυτών, προτιμούσε να κόψει μισθούς και συντάξεις.
Αυτές οι συνθήκες κατά βάση δεν άλλαξαν ποτέ μες σε
έξι χρόνια διαπραγματεύσεων.
Σταθερά, ο αντικειμενικός σκοπός της ΕΕ ήταν να μη
χρεοκοπήσουμε και ο δικός μας, να συντηρήσουμε τον κρατισμό μας.
Προοδευτικά, η αλληλεπίδραση των δύο αντίθετων
τάσεων εμπράκτως κατέληξε, πρόσφατα, σε ένα μνημόνιο με φοροεισπρακτικό πρόσημο
(η διαφορά δε με την- αμέσως προηγούμενη- πρόταση Γιουνκέρ είναι χαοτική) κι,
εσχάτως, στην αντικατάσταση των αξιολογήσεων από έναν «αριθμολάγνο» προληπτικό
μηχανισμό με υφεσιακό χαρακτήρα.
Να ξεκαθαρίσουμε εδώ πως, από τη στιγμή που οι
αγορές μάς έχουν αποκλείσει ως αναξιόπιστους, είμαστε αναγκασμένοι ως κράτος να
παράγουμε λογιστικά πλεονάσματα.
Και πλεόνασμα σημαίνει υφεσιακά μέτρα (αυξημένοι
φόροι, μειωμένες δαπάνες), αποκλειστικά.
Στην ατζέντα των εταίρων λοιπόν, το πλεόνασμα έχει
πάρει τη θέση των μεταρρυθμίσεων.
Ο ανέφικτος στόχος της τάξης του 3,5% και η
διαφωνία επ’ αυτού με το ΔΝΤ φανερώνουν, αφενός, πως οι δείκτες των αμέσως
επόμενων τριών ετών είναι πιο σημαντικοί από ότι η πορεία της οικονομίας μας σε
βάθος χρόνου και, αφετέρου, πως η βασική συζήτηση στους κόλπους της Ευρώπης
έχει μετατοπιστεί από το «πώς θα σωθεί η Ελλάδα» στο «πώς να πιεστεί η Ελλάδα».
Να προσθέσουμε επίσης ότι, με τη παραπάνω λογική,
ικανοποιείται σταδιακά η σταθερή αξίωσή μας, να μην μας υποδεικνύουν μέτρα,
αλλά να μας πουν μόνο πόσα χρήματα θέλουν και να μας αφήσουν ήσυχους να τα
εξοικονομήσουμε από όπου θέλουμε εμείς.
Εξετάζοντας αυτά τα έξι χρόνια, σε κάθε νέα
αξιολόγηση, η κατάσταση στην οικονομία μας ήταν χειρότερη από πριν (με την
παρένθεση του 2014) και κάθε φορά οι εταίροι παρουσιάζονταν και πιο πιεστικοί,
πρώτον, επειδή η χρεοκοπία ήταν επίσης πιο απειλητική από πριν και, δεύτερον,
για να «πουλήσουν» ευκολότερα την επερχόμενη συμφωνία στους λαούς τους.
Με
την Ελλάδα προσκολλημένη στον κρατισμό,
το αποτέλεσμα ήταν ότι κάθε επόμενη συμφωνία (όχι πρόταση) περιείχε
περισσότερους βραχυπρόθεσμους και λιγότερους μακροπρόθεσμους στόχους από την
προηγούμενη.
Όλο αυτό δεν θα χρειαζόταν, εάν δείχναμε τη διάθεση
για συνεννόηση και μεταρρυθμίσεις, οπότε και οι εταίροι θα μπορούσαν να
εγγυηθούν για εμάς στις αγορές, ακόμα κι αν παρεκκλίναμε των βραχυπρόθεσμων
στόχων- όπως κι έκαναν στο παρελθόν.
Ενδεικτικά, όταν ακόμα πίστευαν ότι υπάρχει
περίπτωση να αλλάξουμε, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην οικονομία μας με το OSI (συνδυάστηκε με το PSI και περιλάμβανε
μείωση επιτοκίων, επιμήκυνση δανείων και περίοδο χάριτος).
Αντίθετα, τώρα στέκονται απέναντι στη πρόταση του
ΔΝΤ για ελάφρυνση χρέους.
Συμπερασματικά, η χώρα βρίσκεται, και με ευρωπαϊκή
σφραγίδα πλέον, σε ένα σπιράλ ύφεσης που εγγυάται τη συνέχιση της πορείας μας
προς την παρακμή.
Ασχέτως συμφωνίας, η κυβέρνηση Συριζανέλ είναι
ακόμα εχθρός της επιχειρηματικότητας και ασύμβατη με την έννοια του
εκσυγχρονισμού.
Τουλάχιστον ο Γ.Α. Παπανδρέου, για να περικόψει
δημόσιες δαπάνες, εκτός από μειώσεις μισθών, επέβαλλε και την ηλεκτρονική
συνταγογράφηση (εξοικονόμηση για το κράτος, περίπου 2 δισ. ετησίως).
Εάν δεν εστιάσουμε σε διαρθρωτικές αλλαγές, οι
αγορές δεν έχουν κανέναν λόγο να αναθεωρήσουν την άποψή τους για την ελληνική
οικονομία, η οποία μπορεί να ελπίζει σε κάποια ψήγματα ανταγωνιστικότητας
κυρίως από την- επιβληθείσα στο τρίτο μνημόνιο- ρήτρα των ιδιωτικοποιήσεων (των
οποίων τα χρήματα δεσμεύονται από το χρέος).
Στο μεταξύ, ο Α. Τσίπρας λέει πως η οικονομία μας
είναι έτοιμη να εκτοξευτεί (πώς άραγε;) και ο Γ. Κατρούγκαλος πως ο μηχανισμός
αυτόματης διόρθωσης δεν αφορά σε νέα μέτρα, αλλά σε «αυτόματη προσαρμογή
λογιστικών μεγεθών»(!).
Μπλέξαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου