Από τη Θεσσαλονίκη
Γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
Για εμάς τους λίγους Έλληνες που κάναμε τον κόπο να
διαβάσουμε το μνημόνιο που ετέθη πέρυσι προς δημοψήφισμα, η κατάργηση του ΕΚΑΣ
ήταν το μόνο πραγματικά αντιλαϊκό μέτρο στο κείμενο. Δεν είχε άλλο.
Το επόμενο οδυνηρότερο ήταν η αύξηση του ΦΠΑ στα
νησιά.
Όταν πέρασε στο εξωτερικό η ατμόσφαιρα λαϊκισμού
και εθνικισμού που επικρατούσε στην Ελλάδα εκείνη την αξέχαστη εβδομάδα, πήρε
την πρωτοβουλία η Κομισιόν και ο Ζ. Κ. Γιουνκέρ μας έκανε μία νέα πρόταση, που
τώρα δεν τολμούμε ούτε καν να ονειρευτούμε και η οποία, εκτός των άλλων, δεν
περιείχε την κατάργηση του ΕΚΑΣ.
Αν ο Α. Τσίπρας την δεχόταν, η στρατηγική του θα
είχε κριθεί πετυχημένη εκ του αποτελέσματος.
Για να επανέλθουμε όμως στο θέμα, η πρόταση για την
κατάργηση του ΕΚΑΣ ήταν όντως σκληρή, ακόμα και για εμάς που υποστηρίζουμε
σταθερά την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.
Γιατί να καταργηθεί ένα πενιχρό επίδομα που
στηρίζει τους χαμηλοσυνταξιούχους;
Το επιχείρημα για το εν λόγω μέτρο- που μάλλον δεν
ακούστηκε καθόλου εκείνη την εβδομάδα γιατί οι ξένοι επέλεξαν να μιλούν αντί να
κραυγάζουν- ήταν ότι θεωρήθηκε σκόπιμη η περικοπή συνταξιοδοτικών δαπανών που
δεν συνδέονται με τις εισφορές.
Αξιωματούχοι της ΕΕ προσέθεσαν τότε, ότι πουθενά το
μνημόνιο δεν απαγορεύει την απόδοση κάποιου είδους επιδόματος φτώχειας που θα
προέρχεται από τα κρατικά ταμεία.
Το ενδιαφέρον βέβαια δεν είναι ότι η σημερινή
κυβέρνηση αγνοεί το παραπάνω επιχείρημα (καθώς μας έχει συνηθίσει σε
ασχετοσύνη), αλλά ότι προχωρεί σε ένα τόσο αντιλαϊκό μέτρο, χωρίς να αναμασά τα
γνωστά περί κακών δανειστών και καταναγκαστικών μέτρων που κάνουν την λαϊκή
ψυχή της να υποφέρει.
Όπως συνέβη και με το ασφαλιστικό- φορολογικό,
φαίνεται πως τα κυβερνητικά στελέχη έχουν πάρει απόφαση ότι θα επωμιστούν, έστω
μερικώς, το πολιτικό κόστος των αποτελεσμάτων της τελευταίας αξιολόγησης.
Από την αποποίηση των δυσάρεστων μέτρων, έχουν
περάσει στη διαστρέβλωση των λεπτομερειών (βλ. ανακρίβειες Κατρούγκαλου για το
ασφαλιστικό).
Η αγαπημένη δε αριστερή συνήθεια να βαπτίζεται το
κρέας ψάρι, έχει την τιμητική της.
Σε λίγο ο «κόφτης» μπορεί να λέγεται και
«μεγεθυντής πλεονάσματος».
Στην- ακραία για την Αριστερή ιδεολογία- περίπτωση
της κατάργησης του ΕΚΑΣ, ο ΣυΡιζΑ πήγε λίγο πιο μακριά και προτίμησε να
επιδοθεί σε μία εκστρατεία λασπολογίας σε βάρος των χαμηλοσυνταξιούχων, δείχνοντας
εν τέλει πως το Αριστερό προφίλ του αρχίζει να δίνει τη θέση του στο προφίλ της
εξουσίας, με αρκετή δόση αλαζονείας.
Παρά το γεγονός ότι ενστερνίζεται πολιτικά τα μέτρα
της τελευταίας αξιολόγησης, δεν νοιάζεται να τα τεκμηριώσει τεχνικά στο κοινό (όπως
και προηγούμενες κυβερνήσεις) και, περαιτέρω, υιοθετεί τη ρητορική της πρώτης
μνημονιακής κυβέρνησης ΓΑΠ, κατά την οποία «δεν φταίμε εμείς που σας ταΐζαμε,
φταίτε εσείς που τα τρώγατε».
Οπότε, οι χαμηλοσυνταξιούχοι έγιναν ξαφνικά
«φοροφυγάδες» και το ΕΚΑΣ «ελεημοσύνη».
Η εξήγηση για αυτή τη μεταστροφή βρίσκεται στη
διαφορά που διακρίνει τα συγκεκριμένα μέτρα από τα προηγούμενα.
Η συγκυβέρνηση αυτή τη φορά, πρώτον, προσβλέπει σε
ένα σημαντικό πακέτο οικονομικής βοήθειας (που συναρτάται με τα πρωτογενή πλεονάσματα)
και δεύτερον, υπολογίζει ότι θα έχει αρκετή ελευθερία (βλ. αυτόματο μηχανισμό,
αντί επί τόπου αξιολογήσεων) για να το διαχειριστεί όπως εκείνη θέλει.
Και αυτό σημαίνει παράταση της παραμονής της στην
εξουσία.
Η γνώμη του κόσμου περνά σε δεύτερη μοίρα μπροστά
στη συγκεκριμένη συνθήκη.
Και δεν ομιλούμε απλά για τον χιλιοτραγουδισμένο
«έρωτα για την καρέκλα», αλλά για την παραμονή αυτή καθαυτήν.
Η συγκυβέρνηση δεν έχει τελειώσει το έργο της και
φαίνεται ότι θα κάνει τα πάντα, προκειμένου να προλάβει να το φέρει εις πέρας.
Όπου «έργο», η οικοδόμηση του κομματικού της
κράτους.
Και είναι τόσο θεάρεστο, που αξίζει το δίχως άλλο
μία έκπτωση «αριστεροσύνης».
Άλλωστε, όσο κι αν κατηγορηθούν και δυσαρεστηθούν
οι χαμηλοσυνταξιούχοι, θα υπάρχουν πάντα οι πελάτες.
Δηλαδή, όλες οι θυσίες, όλα τα επώδυνα μέτρα, όχι
για να χτίσουμε το κράτος μας από την αρχή, αλλά για να προσθέσουμε και ολίγο
από κόκκινο στη γαλαζοπράσινη μονοτονία της δημόσιας διοίκησης.
Ναι, και οι «προηγούμενοι» διόριζαν ασύστολα.
Έφεραν τη χώρα στο χάλι που όλοι γνωρίζουμε,
ασυζητητί.
Μεσούσης της κρίσης όμως, πάτησαν φρένο.
Ναι, συντηρούσαν σταθερά τα δικά τους παιδιά, και
ναι, στρίμωχναν άσχετες τροπολογίες μέσα σε νομοσχέδια.
Ο ΣυΡιζΑ, από την άλλη, στριμώχνει τα νομοσχέδια
μέσα στις τροπολογίες.
Τα προσχήματα που οι «προηγούμενοι» δεν τόλμησαν να
καταρρίψουν εν καιρώ μνημονίων, δεν τον αφορούν.
Ούτε τα σημάδια ανάκαμψης του 2014 τον αφορούσαν.
Ένας και μισός χρόνος Συριζανέλ, τον λόγο στην
εσωτερική πολιτική έχουν τα ρουσφέτια.
Αφού «τώρα, ήρθαμε στα πράγματα».
Για ποιον άλλο λόγο άλλωστε, πανηγυρίζουμε για τον
«κόφτη»;
Επειδή θα συμμαζέψει τα δημοσιονομικά της χώρας;
Όχι βέβαια...
Ο «κόφτης» αντικατέστησε αυτά τα ενοχλητικά
πηγαινέλα των ξένων και τις επί παντός επιστητού αξιολογήσεις.
Ήθελαν, λέει, να διορίζουμε επιστήμονες αντί
κομματαρχών.
Ευτυχώς ξεμπερδέψαμε και τώρα θα κυβερνάμε εσαεί
δια των φόρων και ημετέρων.
Εθισμένη στον κρατισμό είναι όλη η κοινωνία. Θα
αντέξουμε.
Για ποιον άλλο λόγο άλλωστε, ο βασικότερος όρος που
θέταμε στους δανειστές ήταν να λάβουμε πολλά μαζεμένα χρήματα σε σύντομο
χρονικό διάστημα;
Για να ασκήσουμε την πολυπόθητη «ανεξάρτητη
πολιτική», όπως δήλωσε πολλάκις ο Α. Τσίπρας.
Βέβαια, όπως γνωρίζουμε, διαχρονικά οι ελληνικές
ηγεσίες ταυτίζουν την ανεξάρτητη πολιτική με την ευχέρειά τους να λεηλατούν
τους δημόσιους πόρους.
Ομολογουμένως, αυτό δεν είναι πρωτοτυπία της
κυβέρνησης Συριζανέλ.
Απλά, σε αυτήν έλαχε να υποθηκεύσει όλη τη δημόσια
περιουσία προκειμένου να εξασφαλίσει την «ανεξαρτησία» της.
Πώς να την κατηγορήσεις..; 80 δις ήταν στο
τραπέζι..!
«Με αυτά τα χρήματα θα βγούμε από την ύφεση
τονώνοντας τη ζήτηση», είπε ο ηγέτης που έπεσε χθες στην Ελλάδα με αλεξίπτωτο.
Δεν είναι μυστικό ότι η χώρα, εν μέσω της
μακροβιότερης ύφεσης στην νεότερη ιστορία της, είναι δεύτερη σε ιδιωτική
κατανάλωση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Εξακολουθούμε και κρατάμε τον δείκτη στο 70%.
Μπορεί να μοιράσει όσα χρήματα θέλει στην πελατεία
του και, στο μεταξύ, το ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος που επενδύεται στην
οικονομία μας θα εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά στο 11% του ΑΕΠ (το χαμηλότερο
στην ΕΕ).
Όπερ μεθερμηνευόμενον εστί, διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις, αλλιώς δεν πάμε πουθενά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου