Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
Έλαβα
μέρος πρόσφατα σε μία εξαιρετική εκδήλωση, με θέμα το ρόλο του Τύπου στις
διάφορες «κρίσεις» της εποχής μας, στην οποία είχα την ευκαιρία να
παρακολουθήσω έγκριτους δημοσιογράφους-εκπροσώπους μερικών απ’ τα πιο μεγάλα
«κλασικά» δημοσιογραφικά μέσα του κόσμου τούτου.
Εκεί,
για πολλοστή φορά ένιωσα πως η χώρα μας βρίσκεται σε άλλη σφαίρα, σε σχέση
με
τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ για πρώτη φορά, άκουσα να μιλούν για τη δημοσιογραφία μ’
έναν τρόπο που την τοποθετούσε σε πρωτόγνωρες για μένα διαστάσεις· πρωτόγνωρες,
επειδή την έχω γνωρίσει εδώ, υπό συνθήκες που μόνο να την πληγώνουν μπορούν…
Από
τα πολλά και ενδιαφέροντα που ακούστηκαν εκεί, κάποιες διαπιστώσεις ήταν πολύ
οδυνηρές, κυρίως επειδή δεν μπορούσα να βρω προσλαμβάνουσες στην ελληνική
πραγματικότητα ή χειρότερα, επειδή
μπορούσα…
Η
δημοσιογραφία, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να έχει τοπικό χαρακτήρα, ενώ θα
έπρεπε να έχει παγκόσμιο. Αυτό από μόνο του είναι ένα καλό πρόβλημα, διότι
αυτοί που την υπηρετούν δεν μπορούν να ξεφύγουν απ’ τα χαρακτηριστικά της
εθνικότητάς τους, ούτε απ’ τις προκαταλήψεις που φέρουν, λόγω του τόπου στον
οποίο έχουν γεννηθεί και του τρόπου με τον οποίον έχουν μεγαλώσει. Κάποιοι το
ονομάζουν και «παγίδα του εθνικισμού» αυτό, αλλά εγώ είμαι ένας άνθρωπος
καθημερινός και τούτα τα βαρύγδουπα δεν τα πολυκαταλαβαίνω· στο δικό μου μυαλό
λειτουργεί με πιο απλό -ίσως και αποτελεσματικότερο- τρόπο. Αισθάνομαι πως,
πολλές φορές, οι δημοσιογράφοι πέφτουν θύματα του «θυμού» που κουβαλάνε γι’
αυτούς, τους «άλλους», τους «απεναντινούς», τους «ξένους», αυτούς που
πρωταγωνιστούν στην είδηση που θέλουν να μεταδώσουν, με αποτέλεσμα να
παρασύρονται συναισθηματικά και να μην ψάχνουν την αλήθεια στην είδηση, όχι
περισσότερο απ’ όσο απαιτείται για να βγουν τα συμπεράσματα που ο θυμός ή η
προκατάληψή τους προστάζουν…
Στα
άμεσα αποτελέσματα αυτής της «τοπικότητας» της δημοσιογραφίας, μπορεί κανείς να
προσθέσει το γεγονός πως πίσω από την παρουσίαση της κάθε είδησης, υπάρχει πάντα
μία ανθρώπινη απόφαση και πριν απ’ αυτήν, μία ανθρώπινη επιδίωξη. Κι αυτή
καθορίζει τα πάντα: Από το σε ποιον θα απευθυνθεί η είδηση κάθε φορά, μέχρι και
το πώς θα του παρουσιαστεί, ακριβώς επειδή απευθύνεται σε αυτόν που έχει αυτά,
τα πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, θα μιλούσαμε
μόνο για νόμο της αγοράς.
Αλλά
βλέπεις, σκοντάφτει σε δύο γεγονότα που δεν αμφισβητούνται: Πρώτον, εμπλέκονται
περισσότερες της μίας ανθρώπινες αποφάσεις κάθε φορά -είναι αυτή του εκδότη,
αυτή του ιδιοκτήτη του μέσου, είναι κι αυτή του ίδιου του δημοσιογράφου- και
δεύτερον, υπάρχουν τα λεγόμενα «συμφέροντα» που επηρεάζουν αυτές τις ανθρώπινες
αποφάσεις και η ιστορία μας έχει διδάξει πως, σε όλο τον κόσμο, αυτά δεν
λειτούργησαν προς όφελος της αναζήτησης της αλήθειας, παρά μόνο σε ελάχιστες
περιπτώσεις, που χαρακτηρίζονται απλώς ως «τυχαίες». Το λες ίσως και «αλλαγή
της κατεύθυνσης» της δημοσιογραφίας, η οποία ενώ θα έπρεπε να ξεκινάει από
κάτω, απ’ τη βάση, απ’ τον κόσμο και να φτάνει προς τα πάνω, ξεκινάει από πάνω
(υποκινείται απ’ τα συμφέροντα) και καταλήγει ως αντίκτυπος στη βάση, δηλαδή
στον κόσμο…
Ανάποδος
ντουνιάς!
Προφανώς,
το στοιχείο της τοπικότητας δεν επηρεάζει μόνο τα κλασικά δημοσιογραφικά μέσα,
τις εφημερίδες, τα περιοδικά ή την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Τα social media,
αυτή η νέα, απελευθερωτική προσθήκη στη ζωή μας, έχει το μερτικό της στα
αποτελέσματα της τοπικότητας, ίσως μάλιστα και μεγαλύτερο απ’ τα κλασικά μέσα.
Και τούτο, διότι ο αριθμός των «χρηστών» τους είναι απείρως μεγαλύτερος απ’ ότι
αυτός των κλασικών μέσων και η σχέση τους είναι σαφώς αμεσότερη και
διαδραστικότερη, αφού ο καθένας μπορεί να πει εύκολα και γρήγορα τη δική του
ιστορία. Ένας ολόκληρος κόσμος κινείται δημιουργώντας ειδήσεις, επικοινωνώντας
τες σε ταχύτητες που ομοιάζουν με αυτές του φωτός και όλα εκείνα τα στοιχεία
που μπορούν να επηρεάσουν αυτές τις ειδήσεις, πολλαπλασιάζονται, λες, με
γεωμετρική πρόοδο!
Βέβαια,
να το πούμε κι αυτό· τα κοινωνικά μέσα δεν είναι αυτούσια μέσα ενημέρωσης.
Είναι εργαλεία ενημέρωσης.
Οπότε,
είναι μάταιο να προσπαθούμε να τα συγκρίνουμε με τα κλασικά, πόσο μάλλον να
γνωρίζουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους τα μεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα
δε. Αχαρτογράφητα ακόμα τα νερά. Έχει παρατηρηθεί, ωστόσο, πως σε περιόδους
μεγάλων κρίσεων, οι άνθρωποι που, στην καθημερινότητά τους, επιλέγουν τα
κοινωνικά μέσα για να ενημερωθούν, αποφασίζουν να γυρίσουν στη «σιγουριά» των
κλασικών, παρά την προκατάληψη που τα συνοδεύει –ή ίσως εξαιτίας αυτής- ότι
είναι πιο κοντά στο «σύστημα». Είτε εξυπηρετώντας το, είτε πολεμώντας το.
Και
στη μία και στην άλλη περίπτωση, θεωρούνται «υποκινούμενα». Θα ήταν απορίας
άξιο λοιπόν, το γιατί ο κόσμος, τις δύσκολες στιγμές, εμπιστεύεται περισσότερο
αυτά τα μέσα για την ενημέρωσή του, αν δεν υπήρχε αυτή η διάκριση μεταξύ
«μέσου» και «εργαλείου».
Διάκριση
που εμπεριέχει και ένα άλλο, εξίσου «δυναμικό» στοιχείο: Στην περίπτωση των
κοινωνικών μέσων, για να φτάσει κανείς στην αναζήτηση της αλήθειας, πρέπει να
περάσει από τους μετεωρίτες που λέγονται «απόψεις» και πέφτουν ολόγυρά του,
χωρίς προφύλαξη.
Οι απόψεις είναι περισσότερες απ’ τις ειδήσεις,
κάτι που απαιτεί μεγαλύτερο κόπο –και μάλιστα αρκετά αμφισβητούμενης αξίας- στο
να φτάσει κανείς στο επιθυμητό, που είναι η ουσία της είδησης: Το γεγονός!
Σκέψου
μόνο πόσα βίντεο κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο, τα οποία είναι
«κατασκευασμένα». Πόσες φωτογραφίες έχουν ρετουσαριστεί, κατά τρόπο που να
δημιουργούν συγκεκριμένες εντυπώσεις, πόσες απόψεις ακούγονται, οι οποίες δεν
προλαβαίνουν να καταρρίπτουν η μία την άλλη… Ετούτο το εργαλείο, είναι πολύ
δυνατό, γρήγορο κι εντυπωσιακό, αλλά ταυτόχρονα κι εξαιρετικά επικίνδυνο, διότι
ο χρήστης θα πρέπει να αναπτύξει μηχανισμούς αποφυγής τόσο διαφορετικών
απόψεων, που όλες στοχεύουν στο ίδιο πράγμα: Να
τον επηρεάσουν πρωτίστως και δευτερευόντως να τον ενημερώσουν. Το στοιχείο της προπαγάνδας είναι πολύ πιο προσιτό
στα κοινωνικά μέσα, απ’ ότι στα κλασικά, κυρίως λόγω της ταχύτητας μέσω της
οποίας διαδίδεται.
Απ’
την άλλη, προς υπεράσπισή τους, δεν μπορούμε να παρακάμψουμε το ότι, μόνο και
μόνο εξαιτίας της ύπαρξης αυτών των κοινωνικών μέσων, καταφέρνουμε σήμερα να
έχουμε έστω και ελάχιστα στοιχεία, για καταστάσεις που συμβαίνουν δίπλα μας, σε
διάφορα σημεία του κόσμου. Όπως στην περίπτωση της Συρίας, για παράδειγμα, όπου
κάποιοι λίγοι γενναίοι άνθρωποι πήγαν εκεί και μεταδίδουν μέσω twitter το
τι συμβαίνει, όπως συμβαίνει κι όχι όπως οι διάφορες δυνάμεις θέλουν να το
μεταδώσουν μέσα απ’ τα «ελεγχόμενα» διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Σε
όλα τούτα, θα πρέπει να προστεθεί και μια αλήθεια, που στην Ελλάδα την έχουμε
νιώσει έντονα στο πετσί μας: Απογοητευμένοι απ’ τα όσα ακούγονται ή γράφονται
κάθε μέρα, αηδιασμένοι απ’ τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται ακόμα και τα
πιο απλά γεγονότα απ’ τα μέσα –κλασικά ή άλλα- οι άνθρωποι, η μάζα, δεν
ενδιαφέρεται πια για την είδηση αυτή καθ’ αυτή. Πολύ απέχει απ’ το να νοιάζεται
για την αλήθεια. Προτιμάει να ακούσει, να δει, να επεξεργαστεί μόνο πληροφορία
που τον διασκεδάζει, τον «ευχαριστεί», δηλαδή ουσιαστικά αυτή με την οποία
συμφωνούν οι ήδη κατασταλαγμένες απόψεις του. Δεν θέλει να «ξεβολευτεί»
ακούγοντας κάτι, το οποίο θα χρειαστεί περαιτέρω επεξεργασία απ’ τον ήδη
ενοχλημένο και κουρασμένο εγκέφαλό του.
Πολύ δύσκολη δουλειά να πρέπει να απευθυνθείς και
να τραβήξεις την προσοχή κάποιου που δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτό που του
λες…
Ήταν
πολλά αυτά που έμαθα ακούγοντας αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους, που
αντιμετώπιζαν τη δουλειά τους ως «λειτούργημα», αναγνωρίζοντας κυρίως τις
αδυναμίες της και προσπαθώντας να κάνουν κάτι γι’ αυτές.
Όλοι
αυτοί, οι προερχόμενοι από πολύ διαφορετικές χώρες δημοσιογράφοι, συμφώνησαν σε
ένα συμβιβασμό, σε ένα βήμα λιγότερο απ’ το τέλειο, που θα ήταν η δημοσιογραφία
με παγκόσμιο χαρακτήρα: Στην ανάγκη ύπαρξης
«συνεργατικής δημοσιογραφίας».
Σκέψου:
Αν ένα γεγονός έπρεπε να το αποδώσουν –μαζί- δημοσιογράφοι από όλες τις
ενεχόμενες πλευρές, π.χ. ένας Τούρκος κι ένας Έλληνας να γράψουν από κοινού ένα
κομμάτι για την κρίση στα Ίμια, τότε οι εθνικές προκαταλήψεις θα έμπαιναν στην
άκρη· μπροστά θα έμπαινε η ανάγκη να δοθούν τα πλήρη στοιχεία, να δοθεί η
εικόνα, όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα γίνεται. Και θα ήταν σαφώς πιο κοντά,
αφού το κομμάτι θα ήταν απαλλαγμένο από τις υποκειμενικές «συναισθηματικές»
εξάρσεις, θα εστίαζε μόνο στην καταγραφή των γεγονότων, γιατί μόνο αυτό θα ήταν
κοινώς αποδεκτό.
Αυτό
δηλαδή που, στην ουσία, είναι και η δουλειά του δημοσιογράφου.
Ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να δημιουργεί την κρίση,
πρέπει απλώς να την περιγράφει. Δεν είναι ο υποκινητής του γεγονότος, είναι ο
αφηγητής του, δεν είναι ο διαιτητής που θα αποφασίσει ποιος έχει δίκιο στον
αγώνα των δύο, είναι απλώς αυτός που κάνει την περιγραφή του.
Στη
δύσκολη εποχή που βιώνουμε σε κάθε σημείο ετούτης της γης, είναι πολύ σημαντικό
κάθε φορά να ξέρουμε για τι ακριβώς μιλάμε. Είναι εξαιρετικά αναγκαίο να
ξαναγυρίσουμε στα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε δουλειάς που κάνουμε.
Ο
δημοσιογράφος ξεκινάει ορμώμενος από το βασικό χαρακτηριστικό της περιέργειας:
Τι έγινε; Πώς έγινε; Ποιος το έκανε;
Δεν επιτρέπεται ο ίδιος να έχει διλήμματα ως προς
το τι ή ποιον θα υπηρετήσει: Την αλήθεια ή αυτό που θέλει να ακούσει ή να
διαβάσει η μάζα.
Χρειάζεται
να λειτουργεί αμυνόμενος κάθε φορά σε όλα τα εμπόδια, ηθικά ή υλικά που
παρουσιάζονται και να κάνει τη δουλειά του, που δεν είναι άλλη απ’ το ψάξιμο
και το γράψιμο της ιστορίας. Ας μην ξεχνάμε ότι όσοι κάνουν αυτή τη δουλειά,
δεν την κάνουν, σχεδόν ποτέ, υπό συνθήκες πλήρους ηρεμίας. Εκτός των άλλων,
δέχονται απειλές, διασύρονται, στραπατσάρονται, κακοποιούνται…
Δεν
είναι καθόλου εύκολο να αντιταχθείς σε τόσο μεγάλες δυνάμεις, ωστόσο αυτό δεν
εμπόδισε κάποιους στο παρελθόν και σίγουρα δεν θα εμποδίσει κάποιους και στο
μέλλον.
Ευτυχώς,
ο δημοσιογράφος είναι ένα επάγγελμα που δεν γνωρίζει «χάσμα γενεών». Υπάρχουν
πολλά νέα εργαλεία, έχουν αλλάξει οι πλατφόρμες, χρησιμοποιούνται πια
διαφορετικές μέθοδοι, όμως αυτή καθ’ αυτή η λειτουργία του δημοσιογράφου δεν
αλλάζει. Η ανάγκη για καλή, ποιοτική δημοσιογραφία είναι το όνειρο και η
φιλοδοξία κάθε νέου ανθρώπου που ξεκινάει να υπηρετήσει αυτό το
επάγγελμα-λειτούργημα (δεν μπορώ να ξεχωρίσω το ένα απ’ το άλλο), ασχέτως του
σε ποια εποχή ή σε ποια χώρα θα χρειαστεί να το κάνει. Βέβαια, κάποιος
χρειάζεται να ξυπνήσει απότομα απ’ τα όνειρά του, κυρίως όταν πρέπει κιόλας να
ζήσει απ’ αυτά, ωστόσο, πάντα θα υπάρχει εκείνο το μικρό, σκανταλιάρικο
νεραϊδάκι που λέγεται «συνείδηση», που θα καθορίζει στο τέλος της μέρας, το τι
θα κάνουμε. Το τι και ποιοι θα γίνουμε στη ζωή μας…
Έφυγα
πραγματικά ευχαριστημένη απ’ αυτή τη μάζωξη.
Κυρίως,
απ’ τη διαπίστωση πως, αν ανοίξω λίγο την πόρτα μου στον κόσμο, θα βρω
ανθρώπους που αγαπάνε στ’ αλήθεια αυτή τη συγκλονιστική και τόσο γοητευτική
πλευρά της αναζήτησης της είδησης, πέρα και πάνω από κάθε μικρότητα που
συναντούν στην καθημερινότητά τους.
Υπήρχαν
εκεί άνθρωποι, σαν κι εμένα, πολύ φοβισμένοι απ’ την αναγκαστική διαπίστωση ότι
συμμετέχουν σε κάτι με το οποίο δεν συμφωνούν, μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούν
να κάνουν αλλιώς κι ας ζούνε σε καλύτερες γωνιές του κόσμου απ’ τη δική μου. Οι
συμβιβασμοί που αναγκάζεσαι να κάνεις καμιά φορά είναι μεγαλύτεροι στις πιο
«προηγμένες» μεριές της γης…
Κι
αυτοί, όμως, σαν κι εμένα, είναι αποφασισμένοι να παλέψουν με τους φόβους τους,
να νικήσουν, να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να βρούνε λύσεις για να κάνουν
καλύτερα αυτό που αγαπάνε…
Κι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μια ελπίδα για τον
αυριανό κόσμο…
LONELY SHEPARD
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΥΠΕΡΩΧΟ ΚΑΙ ΘΥΜΑΣΙΟ ΑΡΘΡΟ ΘΑ ΕΚΠΛΑΓΗΤΕ :
ΑπάντησηΔιαγραφή