Γράφει
ο Παναγιώτης Μπαζιωτόπουλος
Τις τελευταίες μέρες η προσοχή των φορολογουμένων επικεντρώνεται στο αφορολόγητο ύψος της ακίνητης περιουσίας.
Κι όμως αυτό ελάχιστα θα έπρεπε να τους απασχολεί διότι η όποια φοροαπαλλαγή μπορεί κάλλιστα να ρυθμιστεί με την κατάλληλη διαμόρφωση της φορολογικής κλίμακας, χαμηλής για τα χαμηλής αξίας ακίνητα και διαβαθμιζόμενης σε «λογικά πλαίσια» για τα μεγαλύτερης έως πολύ μεγαλύτερης αντικειμενικής αξίας εφ’ οσον οι ιδιοκτήτες των ακινήτων αυτών θα πληρώσουν έτσι και αλλιώς περισσότερα.
Και όμως αυτό το εξαιρετικά απλό σκεπτικό, ότι για
Και όμως αυτό το εξαιρετικά απλό σκεπτικό, ότι για
υψηλότερης αντικειμενικής αξίας ακίνητα θα καταβληθούν έτσι και αλλιώς περισσότερα, λόγω του ότι αντιστοιχούν σε υψηλότερο συντελεστή στην κλίμακα φορολόγησης, δεν φαίνεται να συγκεντρώνει την προσοχή κανενός.
Σε αντίθεση το φορολογικό σύστημα έχει αναχθεί σε τιμωρητικό στη λογική ότι ο έχων περισσότερα πρέπει όχι απλά να συμβάλλει για αυτά αλλά να τα χάσει από την αδυναμία του να ανταποκριθεί σε μία εξουθενωτική, λογαριθμικού τύπου, κλίμακα φορολόγησης που για το κάθε επιπλέον τετραγωνικό δημιουργεί περισσότερες τύψεις στον κάτοχο του.
Το να χαρακτηρίζεις ένα αντικείμενο βάσει εκείνων που το διαφοροποιούν είναι κατανοητό και δίκαιο. Το να ισχυρίζεσαι π.χ. ότι ένα διαμέρισμα 150 τετραγωνικών στην Εκάλη έχει μεγαλύτερη άξια από ένα αντίστοιχο στο Παγκράτι γίνεται αντιληπτό αν και με επιφυλάξεις διότι πρέπει να θυμίσω ότι την δεκαετία του 50 η αξιολόγηση ήταν εντελώς αντίστροφη με το Παγκράτι να αξίζει περισσότερο από την Εκάλη και οι Αμπελόκηποι πολύ περισσότερο από την Κηφισιά.
Τα να συμπληρώνεις την αξιολόγηση με στοιχεία όπως μονοκατοικία ή διαμέρισμα επίσης είναι δίκαιο, με τη δικαιολογία ότι προσφέρουν ένα διαφοροποιημένο επίπεδο ζωής, αν και τα διαμερίσματα στα αστικά κέντρα έχουν πλέον μεγαλύτερη αξία από πολλές μονοκατοικίες.
Το να επιμένεις όμως ότι, όταν η αντικειμενική αξία του ακινήτου αλλάζει κλίμακα φορολόγησης, ο φόρος πρέπει να επανυπολογιστεί από το πρώτο φορολογούμενο ευρώ με την αυξημένη κλίμακα, λες και άλλαξαν αντίστοιχα τα χαρακτηριστικά όλης της ακίνητης περιουσίας, εκφράζει αντίληψη στα όρια της παράνοιας, αποδεικνύοντας ότι κάτι πολύ στραβό συμβαίνει στην κοινωνία μας και στα μυαλά όσων ασχολούνται με το φορολογικό μας σύστημα.
Το αποτέλεσμα αυτής της παράνοιας είναι ότι πέρα από την πολυπλοκότητα του Εναίου Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (ΕΦΑ), σε αντίθεση με τις κυβερνητικές περί απλοποίησης διακηρύξεις, διαμορφώνεται μια αδιανόητη επιβάρυνση για τους ιδιοκτήτες ακίνητων μεσαίας και μεγάλης αντικειμενικής αξίας, σε απόλυτη δυσαρμονία με την υπάρχουσα αγορά και το τρέχον ύψος των ενοικίων.
Ένα ακίνητο αντικειμενικής αξίας π.χ. 500.000 € αν φορολογηθεί με τις προτεινόμενες κλίμακες και το φόρο να προσαρμόζεται στην εκάστοτε διαφορά, όπως είχε καθιερωθεί μέχρι τώρα και ισχύει για το φόρο εισοδήματος, δίνει συνολικά 950 € ενώ με συνεχή αναφορά στο πρώτο φορολογούμενο ευρώ (μετά το αφορολόγητο όριο) δίνει 1.125 €. Παρομοίως αν το ακίνητο είναι αντικειμενικής αξίας 1.000.000 € ο φόρος στην πρώτη περίπτωση είναι 3.050 € και στη δεύτερη 4.925 € και όταν η αντικειμενική αξία ανέβει στα 2.000.000 € ο φόρος στην πρώτη περίπτωση είναι 10.550 € και στη δεύτερη 15.425 €
Η απίθανη αυτή δολιότητα του προτεινόμενου ΕΦΑ εντείνει και τις διακρίσεις εντός ταυτόσημης αξίας ιδιοκτησιών, επιβαρύνοντας την αξία του τελευταίου πολύ περισσότερο από εκείνη του πρώτου ενώ πρόκειται για ακίνητα ίσης αξίας. Αν π.χ. μια ιδιοκτησία αντικειμενικής αξίας 1.000.000 € διαφοροποιείται υπεραναλογικά, λόγω ποιοτικών χαρακτηριστικών, στον αποδιδόμενο φόρο από μία άλλη αξίας 500.000 €, με ποια λογική διαφοροποιούνται ως προς την φοροδοτικότητα τους τέσσερα ακίνητα των 250.000 € της ίδιας ιδιοκτησίας; (Η αναφερόμενη επιβάρυνση ίσχυε σε όλα τα κλιμακούμενα φορολογικά συστήματα ακίνητης περιουσίας αλλά με την αναφερθείσα ιδιομορφία του επανυπολογισμού η επιβάρυνση καταντά παράλογη)
Ο νέος Ενιαίος Φόρος Ακινήτων (ΕΦΑ) είναι επομένως ότι ποιό προκλητικό υπήρξε ποτέ στην Ελληνική επικράτεια από την εποχή της απελευθέρωσης από τον Τουρκικό ζυγό.
Εάν δε θελήσουμε να δούμε το θέμα γενικότερα θα βρούμε παράλληλη αντιμετώπιση και στο κατ’ επίφαση σωφρονιστικό μας σύστημα που στην πράξη είναι τιμωρητικό.
Φαίνεται ότι στο βάθος των κοινωνικών μας θεσμών υποβόσκει ένα αδυσώπητο μίσος απέναντι στον άλλον, ιδιαίτερα εάν αυτός κατάφερε περισσότερα από εμάς.
Το ερώτημα επομένως είναι εάν σχεδιάζουμε φορολογικά συστήματα για να απονείμουμε δικαιοσύνη ή απλά να εξωτερικεύσουμε εκείνα τα ένστικτα που ο πολιτισμός μας υποτίθεται ότι είχε κατευνάσει.
Σε αντίθεση το φορολογικό σύστημα έχει αναχθεί σε τιμωρητικό στη λογική ότι ο έχων περισσότερα πρέπει όχι απλά να συμβάλλει για αυτά αλλά να τα χάσει από την αδυναμία του να ανταποκριθεί σε μία εξουθενωτική, λογαριθμικού τύπου, κλίμακα φορολόγησης που για το κάθε επιπλέον τετραγωνικό δημιουργεί περισσότερες τύψεις στον κάτοχο του.
Το να χαρακτηρίζεις ένα αντικείμενο βάσει εκείνων που το διαφοροποιούν είναι κατανοητό και δίκαιο. Το να ισχυρίζεσαι π.χ. ότι ένα διαμέρισμα 150 τετραγωνικών στην Εκάλη έχει μεγαλύτερη άξια από ένα αντίστοιχο στο Παγκράτι γίνεται αντιληπτό αν και με επιφυλάξεις διότι πρέπει να θυμίσω ότι την δεκαετία του 50 η αξιολόγηση ήταν εντελώς αντίστροφη με το Παγκράτι να αξίζει περισσότερο από την Εκάλη και οι Αμπελόκηποι πολύ περισσότερο από την Κηφισιά.
Τα να συμπληρώνεις την αξιολόγηση με στοιχεία όπως μονοκατοικία ή διαμέρισμα επίσης είναι δίκαιο, με τη δικαιολογία ότι προσφέρουν ένα διαφοροποιημένο επίπεδο ζωής, αν και τα διαμερίσματα στα αστικά κέντρα έχουν πλέον μεγαλύτερη αξία από πολλές μονοκατοικίες.
Το να επιμένεις όμως ότι, όταν η αντικειμενική αξία του ακινήτου αλλάζει κλίμακα φορολόγησης, ο φόρος πρέπει να επανυπολογιστεί από το πρώτο φορολογούμενο ευρώ με την αυξημένη κλίμακα, λες και άλλαξαν αντίστοιχα τα χαρακτηριστικά όλης της ακίνητης περιουσίας, εκφράζει αντίληψη στα όρια της παράνοιας, αποδεικνύοντας ότι κάτι πολύ στραβό συμβαίνει στην κοινωνία μας και στα μυαλά όσων ασχολούνται με το φορολογικό μας σύστημα.
Το αποτέλεσμα αυτής της παράνοιας είναι ότι πέρα από την πολυπλοκότητα του Εναίου Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (ΕΦΑ), σε αντίθεση με τις κυβερνητικές περί απλοποίησης διακηρύξεις, διαμορφώνεται μια αδιανόητη επιβάρυνση για τους ιδιοκτήτες ακίνητων μεσαίας και μεγάλης αντικειμενικής αξίας, σε απόλυτη δυσαρμονία με την υπάρχουσα αγορά και το τρέχον ύψος των ενοικίων.
Ένα ακίνητο αντικειμενικής αξίας π.χ. 500.000 € αν φορολογηθεί με τις προτεινόμενες κλίμακες και το φόρο να προσαρμόζεται στην εκάστοτε διαφορά, όπως είχε καθιερωθεί μέχρι τώρα και ισχύει για το φόρο εισοδήματος, δίνει συνολικά 950 € ενώ με συνεχή αναφορά στο πρώτο φορολογούμενο ευρώ (μετά το αφορολόγητο όριο) δίνει 1.125 €. Παρομοίως αν το ακίνητο είναι αντικειμενικής αξίας 1.000.000 € ο φόρος στην πρώτη περίπτωση είναι 3.050 € και στη δεύτερη 4.925 € και όταν η αντικειμενική αξία ανέβει στα 2.000.000 € ο φόρος στην πρώτη περίπτωση είναι 10.550 € και στη δεύτερη 15.425 €
Η απίθανη αυτή δολιότητα του προτεινόμενου ΕΦΑ εντείνει και τις διακρίσεις εντός ταυτόσημης αξίας ιδιοκτησιών, επιβαρύνοντας την αξία του τελευταίου πολύ περισσότερο από εκείνη του πρώτου ενώ πρόκειται για ακίνητα ίσης αξίας. Αν π.χ. μια ιδιοκτησία αντικειμενικής αξίας 1.000.000 € διαφοροποιείται υπεραναλογικά, λόγω ποιοτικών χαρακτηριστικών, στον αποδιδόμενο φόρο από μία άλλη αξίας 500.000 €, με ποια λογική διαφοροποιούνται ως προς την φοροδοτικότητα τους τέσσερα ακίνητα των 250.000 € της ίδιας ιδιοκτησίας; (Η αναφερόμενη επιβάρυνση ίσχυε σε όλα τα κλιμακούμενα φορολογικά συστήματα ακίνητης περιουσίας αλλά με την αναφερθείσα ιδιομορφία του επανυπολογισμού η επιβάρυνση καταντά παράλογη)
Ο νέος Ενιαίος Φόρος Ακινήτων (ΕΦΑ) είναι επομένως ότι ποιό προκλητικό υπήρξε ποτέ στην Ελληνική επικράτεια από την εποχή της απελευθέρωσης από τον Τουρκικό ζυγό.
Εάν δε θελήσουμε να δούμε το θέμα γενικότερα θα βρούμε παράλληλη αντιμετώπιση και στο κατ’ επίφαση σωφρονιστικό μας σύστημα που στην πράξη είναι τιμωρητικό.
Φαίνεται ότι στο βάθος των κοινωνικών μας θεσμών υποβόσκει ένα αδυσώπητο μίσος απέναντι στον άλλον, ιδιαίτερα εάν αυτός κατάφερε περισσότερα από εμάς.
Το ερώτημα επομένως είναι εάν σχεδιάζουμε φορολογικά συστήματα για να απονείμουμε δικαιοσύνη ή απλά να εξωτερικεύσουμε εκείνα τα ένστικτα που ο πολιτισμός μας υποτίθεται ότι είχε κατευνάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου