Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
η Εύα Τσαροπούλου
Θεραπευτήριο Αθηνών: Πάνε δέκα μήνες τώρα που η περιπέτεια της θείας έχει μεταφερθεί εκεί, κάπου χαμηλά στην Κυψέλη. Σε ένα όμορφο, ηλιόλουστο, μοναχικό της δωμάτιο, όπου μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, συχναλλάζουν οι άνθρωποι και οι εποχές…
Ο χώρος ανακαινισμένος, όχι χωρίς προβλήματα. Ωστόσο, αφού δεν έχει υποπέσει στην κατάντια του δημοσίου, μια χαρά συντηρημένο είναι κι όχι μόνο σε «όσα βλέπει η πεθερά».
Οι καθαρίστριες περνάνε όλη μέρα και ποτέ δεν θα βρεις σκουπίδι στο καλαθάκι του μπάνιου ή ξεχασμένο χαρτάκι, μετά τη νοσηλεία, στο διάδρομο.
Γιατί έχει προλάβει η
κυρία Γιώτα και τα κορίτσια της και τα έχουν κάνει «αόρατα»!
Ένα τσούρμο από νέα παιδιά, νοσηλεύτριες και νοσηλευτές, είναι υπεύθυνα για τη φροντίδα των ασθενών, που δεν ανήκουν και στην ευκολότερη κατηγορία. Ηλικιωμένοι, βαριά ασθενείς, εντελώς ανήμποροι κι ωστόσο, με αμείωτη την παραξενιά τους και την ικανότητα να βασανίζουν τους άλλους.
Βλέπεις, όταν μεγαλώνουμε, βοηθούσης και της άνοιας, πολλές φορές, γινόμαστε όσο πιο εγωιστές μπορούμε, με την καλή δικαιολογία ότι τελειώνει ο χρόνος μας και αν δεν το κάνουμε τώρα, πότε;
Έτσι, αυτά που ακούς κάνοντας μια βόλτα στους μικρούς διαδρόμους του Θεραπευτηρίου, μπορούν να είναι πολύ αστεία, ταυτόχρονα όμως και πολύ σοκαριστικά.
Έτσι είναι· όλοι οι άνθρωποι δεν κάνουν για όλες τις δουλειές!
Απόδειξη τούτα εδώ τα παιδιά, που κάθε μέρα τα βάζουν με «παράξενα θεριά».
Να καθαρίζουν τα άρρωστα σώματα, που όσο γέρικα κι αν είναι, δεν σταματούν να λερώνονται, σαν να είναι μωρά.
Να ταΐζουν παππούδες που δεν μπορούν πια να μασήσουν, ούτε να καταπιούν, δεν ελέγχουν καν τα στόματά τους, που μοιάζουν να είναι τρύπια πολλές φορές.
Σαν να μην έφταναν όσα τα γεράματα φέρνουν, είναι και οι αρρώστιες, κυρίως εκείνες του μυαλού, που τους κάνουν πιο δύστροπους. Όλα τα έχουν ξεχάσει, εκτός απ’ το να βρίζουν. Και δεν το τσιγκουνεύονται καθόλου!
Έτσι είναι πολλές φορές: Τα γηρατειά και η αρρώστια τον καλό άνθρωπο, τον κάνουν καλύτερο και τον κακό, χειρότερο…
Κουδούνια βαράνε συνέχεια, για σοβαρούς ή ασόβαρους λόγους. Άλλοι πονάνε, άλλοι πεινάνε. Άλλοι βρίζουν, άλλοι τραγουδάνε, άλλοι έχουν λερωθεί, άλλοι απλώς θέλουν να πούνε την παρόλα τους. Μέσα σ’ αυτά και τα τετριμμένα: Άλλος πρέπει να πάρει το χάπι του, άλλος να ταϊστεί, καθετήρες να αλλάξουν, οροί να ανανεωθούν, θερμοκρασίες να παρθούν.
Κάθε δυο και τρεις «φεύγει» και κάποιος, να πάει να συναντήσει επιτέλους το Δημιουργό του.
Εκεί τα «συνεργεία» της κυρίας Γιώτας σαρώνουν το δωμάτιο και πλένουν τα πάντα! Από στρώματα, κάγκελα κρεβατιών, τοίχους, πόρτες και παράθυρα. Σαν να μην θέλουν να αφήσουν ίχνος της αρρώστιας που πήρε τους ανθρώπους μακριά.
Δέκα μήνες, κάθε μέρα εκεί, έχουν δει τα μάτια μας πολλές τέτοιες αναχωρήσεις…
Κι όμως, εκείνα τα μικρά παιδιά εκεί, σκύβουν πάνω απ’ όλους.
Πάνω απ’ αυτούς που δεν μιλούν, χαϊδεύοντάς τους κάθε φορά το κεφαλάκι. Πάνω απ’ τους φασαριόζηδες που βρίζουν τη μάνα τους και τον πατέρα τους, ακουμπώντας τους σφιχτά στον ώμο, για να ησυχάσουν την αιτία της ταραχής τους.
Μ’ ένα «πώς είναι το κορίτσι μας σήμερα» ή «πώς τα πάει η αγάπη μου» είναι συνέχεια στο στόμα.
Κι όταν ζορίζει η κατάσταση, απλώς αναστενάζουν στωϊκά και λένε: «Έλα, καλέ μου, ησύχασε λίγο να μην ξυπνήσουμε τον κυρ-Γιάννη που έμεινε ξάγρυπνος όλη νύχτα.» Προσπαθώντας να ρίξουν στο φιλότιμο τον «επαναστάτη χωρίς αιτία». Μάταια βέβαια, αφού ο νους έχει εγκαταλείψει καιρό τώρα την προσπάθεια.
Όχι, δεν μπορεί ο καθένας μας να κάνει αυτή τη δουλειά, αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Και μάλιστα παίρνοντας 400 ευρώ το μήνα και αν. Δουλεύοντας τουλάχιστον 12 ώρες τη μέρα, άλλοτε μέρα, άλλοτε νύχτα, χωρίς να ξεχωρίζουν Σάββατο, Κυριακή ή γιορτάρα μέρα.
Κάποια πράγματα σίγουρα δεν πληρώνονται, ετούτα εδώ ακόμη περισσότερο.
Και το υπόλοιπο που λείπει απ’ την τσέπη του καθενός απ’ αυτά τα παιδιά, το βάζει η αγάπη που έχουν στην ψυχή τους για όλους ετούτους τους ανήμπορους, μοναχικούς ανθρώπους. Αντικαθιστώντας τα παιδιά τους, τα ανίψια τους ή τα εγγόνια τους, αφού οι πιο πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν κανέναν να τους επισκεφτεί ή να τους πει μια κουβέντα, για μέρες ολόκληρες. Πραγματικοί θεραπευτές της μοναξιάς τους, αφού η εγκατάλειψη των γηρατειών είναι η χειρότερη αρρώστια που μπορεί να βρει έναν άνθρωπο…
Έχουν και τις αδυναμίες τους, βέβαια· λογικό! Δεν είμαστε όλοι ίδιοι…
Η αλήθεια είναι ότι το τι χαρακτήρας ήσουν σε ολόκληρη τη ζωή σου είναι πολύ καθοριστικό για το τι θα απογίνεις όταν μεγαλώσεις.
Έτσι, μιλώντας για την όμορφη, κοκέτα κι εξαιρετικά κοινωνική –παρά την αρρώστια της- θεία μου, δεν άργησε να δημιουργηθεί γύρω της ένα μελίσσι από ανθρώπους, αφού, ακόμα και στις χειρότερες μέρες της ήταν πάντα με το γλυκό το λόγο σε όλους:
«Ήρθε η αγάπη μου», έλεγε στη νοσηλεύτρια της απογευματινής βάρδιας, που ήταν άλλη, φυσικά, κάθε φορά· καμία σημασία δεν είχε αυτό, όλες «αγάπες της» είναι.
«Ο Κωνσταντίνος είναι εξαιρετικά άξιος και με προσέχει σαν τα μάτια του», λέει για τον πρωινό νοσηλευτή, παινεύοντάς τον μπροστά μας. Κι εκείνος, χαμογελούσε και κατέβαζε τα μάτια και ποτέ δεν τη διόρθωσε πως τον λένε «Αλέξανδρο»!
Με πραγματική συμπόνια άκουγε την κυρία Γιώτα που την πονάει η μέση της τώρα με τα κρύα, αλλά είχε βάρδιες μαζεμένες στο καθάρισμα και δεν μπορούσε να λείψει. Η Μένια έχει μόλις μετακομίσει με τον αγαπημένο της κι έχει μια πεθερά που τη λατρεύει –σπάνια τύχη, τι τα θες;- αλλά άφησε μοναχή τη γιαγιά της, που τη μεγάλωσε, για να το κάνει αυτό και μήπως βιάστηκε, βρε παιδί μου;
Ο άλλος Κωνσταντίνος -αυτός έτσι λέγεται, ευτυχώς- είναι καλό και σεβαστικό παιδί και δουλεύει να συντηρήσει τη μανούλα του και την αδελφή του, αφού πατέρας δεν υπάρχει, τους άφησε όταν ήταν μικρά κι ο Κωνσταντίνος δουλεύει και σπουδάζει μαζί, άξιος και προκομμένος.
Και η Κατερίνα είναι από την Καλαμάτα και μοιάζει του πατέρα της, είναι η ασχημούλα της οικογένειας, ενώ ο αδελφός της έχει πάρει όλη την ομορφιά της μάνας τους και τι άδικη, μωρέ, που είναι ετούτη η ζωή!
Όλα τα παιδιά μια ιστορία. Κι όλες τις ιστορίες η θεία τις ξέρει, αφού τους «ξομολογάει» κανονικά, κάθε που έρχονται στο δωμάτιό της…
Κι ολονών έχει την έννοια τους, τι θα απογίνουν. Λες και είναι παιδιά της. Κι η θεία παιδιά δεν είχε ποτέ της…
Κι αν πεις για τους γιατρούς, εκεί πια μια τρέλα μοναχή!
Είναι ο καραφλός, που έρχεται το βράδυ. Αδύνατος, με κάτι μάτια βγαλμένα από τις κόγχες τους, σιωπηλός και περπατάει αργά. Τον άφησε η γυναίκα του, λέει, για έναν άλλον κι έχει εκείνος και μεγαλώνει το παιδί. Ε, ναι, έτσι σιωπηλός που είναι…
Αλλά πάλι, ποιος ξέρει το δράμα του καθενός…
Είναι και ο χονδρουλός: Αυτός μόνο τους φακέλους, κουβαλάει και γράφει την ιστορία του καθενός. Ψηλός, παχύς, δεν λέει ποτέ τίποτα, ότι και να τον ρωτήσεις. Μόνο γελάει.
Κι είναι και η μεγάλη «αδυναμία» μας: Ο πρωινός γιατρός, ο Κερκυραίος. Που μπαίνει στο δωμάτιο και έρχεται και τσιμπάει λίγο λίγο το μαγουλάκι της θείας. Εκεί να δεις χαρά! Είναι τα φρύδια μας ωραία; Τα μαλλιά μας χτενισμένα; Τι πρόβλημα που δεν μπορεί να τα βάψει, στ’ αλήθεια και δείχνει σαν καμιά «γριά», μόλις 84 ετών κοπελούδα! Εκείνος μπαίνει και βγαίνει και χαμογελάει. Και δεν της λέει τίποτα, αλλά η θεία είναι πολύ ευχαριστημένη που αισθάνεται ότι έχει την προσοχή του.
Η θεία ποτέ δεν χτύπησε το κουδούνι να καλέσει κανέναν. «Τρέχουν όλη μέρα και δεν μπορώ να τους ενοχλώ κι εγώ. Στο κάτω κάτω, θα περάσουν όπως και να έχει να με δούνε», λέει με τη σιγουριά ή την «αλαζονεία» της διαφορετικότητάς της.
Τα βράδια, όταν οι θάλαμοι ησυχάσουν εκείνη πολλές φορές τραγουδάει: «Δύο πράσινα μάτια, με μπλε βλεφαρίδες, με έχουνε κάνει τρελό» κι όλοι, στα γύρω δωμάτια, σταματάνε τη γκρίνια τους και στήνουν αυτί να την αφουγκραστούν. Και τα παιδιά της νυχτερινής βάρδιας περνάνε κάθε βράδυ από το δωμάτιο της να ευχηθούν «καληνύχτα στην κυρία Μαίρη» κι ας δουλεύουν σε άλλο όροφο, δικαιώνοντας την «αλαζονεία» της…
Έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου, η αδελφή της θείας: «Καθένας με τις χάρες του γαπιέται και μισιέται» και φαίνεται, την αδελφή της είχε στο νου της. Σε όλη της τη ζωή, πάντα έπιανε φιλίες με όλους. Δεν υπήρχε ταξί που να έμπαινε και να μην της έπιανε την κουβέντα ο ταξιτζής. Δεν υπήρχε διάκριση σε πλούσιους ή φτωχούς, πάντα ευγενική και με το σεις και με το σας σε όλους. Πάντα όμορφη και πάντα περιποιημένη, διότι «η γυναίκα δεν βγαίνει άφτιαχτη από το σπίτι, ούτε για να πάει στο περίπτερο»!
Χαμόγελο που γεμίζει το βλέμμα που, ακόμα και ηλικιωμένο, ακόμα και καταπονημένο από τα πολλαπλά εγκεφαλικά δεν έχει χάσει τη γλυκύτητα και τη λάμψη του.
Προχθές, ένα ακόμα ξαφνικό και βαρύ επεισόδιο μας τρόμαξε για τα καλά.
Δεν ξέραμε αν θα κερδίσει κι αυτή τη φορά.
Όλο το θεραπευτήριο έκανε παρέλαση απ’ το δωμάτιο.
Τα παιδιά που άλλαζαν βάρδιες, δεν έφευγαν αν δεν περνούσαν να τη δουν.
Από καθαρίστρια, μέχρι μαγείρισσα κι από νοσηλεύτρια μέχρι γιατρό, όλοι πέρασαν απ’ το δωμάτιό της και δεν μπορούσαν να πιστέψουν το ξαφνικό.
Οξύμωρο θα μου πεις· όλοι όσοι πάνε εκεί, συνήθως «φεύγουν» μετά, τι πιο φυσικό απ’ το θάνατο σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Κι όμως, είναι κάποιες παρουσίες, που δεν μπορείς να πιστέψεις ότι θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή σου…
Η θεία άκουγε και καταλάβαινε τα πάντα, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Κι όμως, όταν ερχόταν κάποιο απ’ αυτά τα παιδιά, έκανε προσπάθεια να ανοίξει τα μάτια της και να τους αρθρώσει μία κουβέντα, δείχνοντάς τους πως τους ακούει και μπορεί να τους μιλήσει, πως είναι ακόμα εδώ…
Η Μαρία, μια γιατρός που κάνει ειδικότητα, ήρθε κλαίγοντας το βράδυ και της είπε: «Μαιρούλα μου, σε παρακαλώ, μίλησέ μου, γιατί με έχεις αφήσει στη μέση και δεν ξέρω τι να κάνω, να τον παντρευτώ τελικώς τον Κώστα ή όχι;»
Την κοιτούσαμε εμείς, μέσα στην ταραχή μας και στη στεναχώρια μας και μας λέει: «Δεν θα παντρευτώ, αν δεν μου το πει η Μαιρούλα, διότι προχθές συζητάγαμε και κάποιες αμφιβολίες μου έβαλε στο κεφάλι». Κι η θεία σήκωσε το μοναδικό χεράκι που ακόμα μπορούσε να κουνήσει προς επίρρωση των λόγων της.
Κι εκείνη της το έσφιξε μέσα στο δικό της, μεταγγίζοντάς της όση αγάπη χρειάζεται για να ανανεωθούν οι ανάσες και να πειστεί ο κυρ-Μιχαλάκης από κει πάνω πως ετούτος εδώ ο άνθρωπος σε κάποιους ακόμα είναι χρήσιμος και, άντε, ας κάνει ακόμα μια γύρα σε κάναν άλλον πριν έρθει να τον μαζέψει τούτον…
Η αγάπη είναι η μόνη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας… Αγάπη δίνεις, αγάπη σου επιστρέφεται…
Η θεία δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο. Ίσως πάρει καιρό ακόμα, ίσως όμως να είναι και μετρημένες οι μέρες της. Καμία σημασία δεν έχει στ’ αλήθεια, διότι όταν θα φύγει, θα είναι «πλήρης αγάπης».
Από μας, που είμαστε συνέχεια δίπλα της κι έχουμε στολίσει το μοναχικό της δωμάτιο με χριστουγεννιάτικα στολίδια και φωτάκια που λάμπουν τη νύχτα.
Από όλα αυτά τα παιδιά, που είναι κάθε στιγμή στο πλευρό της και νοιάζονται ειλικρινά για εκείνη. Γιατί κάποια πράγματα δεν είναι «μόνο δουλειά»…
Οι άνθρωποι δένονται με τους ανθρώπους, αυτή είναι η μόνη παγκόσμια σταθερά. Δένονται με τους καλούς ανθρώπους, που αντέχουν να μοιράζονται το χαμόγελό τους και την καλή τους την κουβέντα, γιατί ξέρουν ότι δεν θα τους λείψει, παρακάτω έχουν κι άλλη, έχουν αρκετή για όλους…
Λένε για τα Χριστούγεννα πως είναι «μέρες αγάπης». Δεν ξέρω αν είναι, γιατί εμείς την αγάπη την είχαμε πάντα στο σπίτι μας. Στην οικογένειά μας. Τη δίναμε, την παίρναμε, την κάναμε φούρλες. Όχι πάντα εύκολα, όχι πάντα όλοι. Αλλά υπήρχε και δεν χρειαζόταν κάποιες συγκεκριμένες μέρες για να εξασκηθεί.
Δέκα μήνες όμως σε ετούτο το θεραπευτήριο με έκαναν να συνειδητοποιήσω πως η αγάπη δεν είναι πάντα δεδομένη.
Δεν είναι για όλους πάντα εκεί.
Και υπάρχουν κι εκείνες οι φορές, οι πολύ άσχημες, που ετούτη η αγάπη πληγώνεται· κυρίως όταν οι άνθρωποι έχουν κάτι να μοιράσουν και δεν «τα βρίσκουν» στη μοιρασιά.
Αν λοιπόν, σε κάποιον κάνουν διαφορά τα Χριστούγεννα, ας γίνουν η καλή αφορμή να δώσουν αγάπη σε όλους εκείνους τους ξεχασμένους, μοναχικούς ανθρώπους, που κάποτε τους αγόραζαν δώρα και τα έκρυβαν κάτω απ’ το δέντρο.
Σε όλους εκείνους τους κατάλευκους γέροντες, που όταν ήταν μικρά, τους έβγαζαν φωτογραφία με τον Άγιο Βασίλη στο Μινιόν ή έκρυβαν καραμέλες στις τσέπες τους για να δώσουν κρυφά κρυφά «στο παιδί».
Σε όλους εκείνους τους «δικούς τους» ανθρώπους, που περιμένουν μία μόνη τους επίσκεψη, ένα μόνο τους τηλέφωνο για να λάμψουν τα μάτια τους, για να χαρούν.
Σε όλες εκείνες τις παρουσίες που σήμερα ακόμα είναι εδώ και ακόμα τους χρειάζονται. Γιατί όταν θα είναι πια απουσίες, όσα μνημόσυνα κι αν τους κάνουν, κανένα δεν θα φτάσει στα αυτιά τους…
Ας δώσουν αγάπη σε όλους εκείνους που δεν μπορούν να έρθουν να τη ζητήσουν και περιμένουν να τους δουν μία τελευταία φορά για να κλείσουν ήσυχοι τα μάτια τους…
Αγάπη δίνεις… αγάπη παίρνεις…
Κι εκεί που ήσουν ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις…
Καλά Χριστούγεννα σε όλους… και επί γης…ειρήνη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου