Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

ΕΥΑερα: «Σε ένα καζάνι βράζουμε, τον ίδιο πόνο λέμε...»



Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου

Συνεχίζεται για τρίτη μέρα, σήμερα, η διαδικασία υποβολής αιτήσεων για την παροχή αποζημίωσης στους πληγέντες από τις πρόσφατες πλημμύρες στη Δυτική Αττική.

Οι κάτοικοι, που προσέρχονται αλφαβητικά, ανά ημέρα, στις σχετικές υπηρεσίες, διεκδικούν ενίσχυση 5.000 ευρώ για τις κατοικίες τους. Εκτός από την αποζημίωση, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος δέχεται αιτήσεις και για δωρεάν παροχή βασικών εργασιών αποκατάστασης στις πληγείσες κατοικίες, προκειμένου να μπορέσει η περιοχή να ξαναμπεί στους κανονικούς ρυθμούς της, το γρηγορότερο δυνατό. 
Με τη σύμπραξη, φυσικά,
μηχανικών και τεχνικών εταιρειών, που προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους προς το σκοπό αυτό. Οι 2.000 περίπου αυτοψίες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, από τα εξειδικευμένα τεχνικά κλιμάκια του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, έδειξαν ότι τουλάχιστον 1.184 κτίρια έχουν πληγεί και χρήζουν αποζημίωσης. Η διαδικασία θα ολοκληρωθεί στις 3 Δεκεμβρίου για τις κατοικίες και, εάν υπάρξει ανάγκη, θα διεξαχθεί και δεύτερος «γύρος». Αμέσως μετά, θα ακολουθήσουν οι αιτήσεις για την κάλυψη των αναγκών των καταστημάτων και των λοιπών επιχειρήσεων.

Αυτά λέει τυπικά η είδηση.

Ουσιαστικά, η Δυτική Αττική μετράει τις πληγές της. Αυτές που μπορούν να μετρηθούν, τις «επιφανειακές». Οι άλλες, οι βαθιές, εκείνες που πονάνε περισσότερο, είναι οι έμψυχες απώλειες κι αυτές δεν υπάρχει τρόπος να υπολογιστούν! 
Εικοσιτρείς άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την καταστροφική μανία της φύσης και την ανθρώπινη πλεονεξία κι αυτός ο απολογισμός είναι ο πιο οδυνηρός απ’ όλους και δυστυχώς, ο μόνος που δεν επιδέχεται «αποζημίωσης».

Βάζω στην άκρη το ανυπολόγιστο του ανθρώπινου πόνου· όσο κι αν ο χρόνος γιατρέψει τις πληγές, η απώλεια δεν πρόκειται ποτέ να αντικατασταθεί και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι'αυτό. 

Ας γίνει, λοιπόν, το πιο λογικό: Μετρώ αυτά που απέμειναν. Ίσως γιατί αυτά είναι οι νέες «σταθερές» πάνω στις οποίες θα μπορούσε να οικοδομηθεί το μέλλον.

Μία ολόκληρη κοινωνία βγήκε απ’ το ζεστό και «στεγνό» σπιτάκι της και προσέτρεξε αυτούς που έχασαν σε μια στιγμή το βιος τους.
Από την πρώτη ώρα, άνθρωποι κινητοποίησαν ανθρώπους για τη συλλογή ειδών πρώτης ανάγκης, τροφίμων, φαρμάκων, ειδών υγιεινής και ρουχισμού για τους πλημμυροπαθείς. Η συλλογή συνεχίζεται και σήμερα σε συγκεκριμένες περιοχές, ενώ βοήθεια έσπευσαν να προσφέρουν και πολλοί απ’ αυτούς που συνήθως κατηγορούνται ως «έχοντες και κατέχοντες».
Δεν με απασχόλησε καθόλου που υπήρχαν κάμερες να απαθανατίσουν αυτές τις πράξεις φιλανθρωπίας τους, ούτε η αντίδραση μερίδας του κόσμου προς τούτο. 

Στ’ αλήθεια, ζούμε σε πολύ άσχημες εποχές και πρέπει κάποτε να μας ενδιαφέρει και το αποτέλεσμα. 

Σε όλη αυτή την κοροϊδία που βιώνουμε, όταν έρχεται να μας αποτελειώσει και μια φυσική καταστροφή, το σημαντικό είναι να βγούμε απ’ τη δύσκολη ώρα. Αν αυτός που θα βοηθήσει να γίνει, θα «φωτιστεί» και λίγο απ’ τη δημοσιότητα, ως αποτέλεσμα του καλού που θα προσφέρει, ε, ας φωτιστεί, δεν χάθηκε ο κόσμος, βρε αδελφέ! Μικρό το τίμημα για εκείνα που δίνει και στην τελική, ποιος είσαι εσύ που θα τον κρίνεις, όταν δεν δίνεις τ’ αγγέλου σου νερό, με το πρόσχημα ότι δεν σου περισσεύει;

Θέλω να πω, καλή είναι η κριτική, αδέλφια, αλλά –εκτός του ότι δικαιούται να την ασκεί μόνο όποιος έχει και τη διάθεση να βοηθήσει- σημασία έχει να γίνεται και η δουλειά τελικώς. Κι όποιος μπορεί να το κάνει, ας το κάνει, κάθε φορά, ανεξαρτήτως του «γιατί».

Στην περίπτωση της Δυτικής Αττικής, θες από αγνή και καλή πρόθεση, θες από ίδιον συμφέρον, πολύς κόσμος ευαισθητοποιήθηκε. Έτρεξε, συμπόνεσε, αγκάλιασε και βουτήχτηκε στις λάσπες, για να βοηθήσει τους συνανθρώπους μας, κάνοντας το «βοηθώ» να μοιάζει σαν το ωραιότερο ρήμα στον κόσμο, αμέσως μετά το «σ' αγαπώ». Κι είναι παρήγορο ότι έστω κι έτσι, αποδεικνύεται ότι έχουμε ακόμα ο ένας τον άλλον.

Ετούτη η σκέψη, μάλλον παραείναι όμορφη για να είναι αληθινή. Κρύβει από πίσω της μια λίγο «δυσάρεστη» αλήθεια: Αν οι άνθρωποι θα είναι πάντα εκεί όταν άλλοι άνθρωποι τους έχουν ανάγκη, τότε η «κοινωνική πρόνοια», για την οποία πληρώνουμε τόσο ακριβά, τι παραπάνω κάνει; 
Για την ακρίβεια, σε τι ακριβώς χρειάζεται;

Στο δικό μου το μυαλό, η κοινωνική πρόνοια έναν μόνο στόχο μπορεί να έχει· να εξαλείψει κάθε ανάγκη ύπαρξής της.

Δεν μοιάζει να τα καταφέρνει καλά σ’ αυτό.

Όπως το καταλαβαίνω, μέγιστη κοινωνική παροχή είναι το να υπάρχει δουλειά για τον κόσμο, για να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς ο ίδιος και η οικογένειά του. 
Αυτό, στα σίγουρα, δεν το έχουμε!

Ας πάμε σε κάτι που θα μπορούσαμε ίσως να έχουμε.

Καλή κοινωνική παροχή, ένα σκαλοπάτι πιο κάτω απ' τη μέγιστη, είναι η χρηστή διαχείριση των φόρων μας:

Για τη δημιουργία των υποδομών εκείνων που θα λειτουργήσουν έτσι, ώστε να μην γινόμαστε ανεμομαζώματα και διαβολοσκορπίσματα κάθε φορά που βρέχει, ούτε να τσακωνόμαστε ποιος είναι ο υπεύθυνος να δώσει λύση για την επόμενη πετρελαιοκηλίδα, που θα δηλητηριάσει ολόκληρη τη θαλάσσια πανίδα του Σαρωνικού!

Για μια πραγματική –κι όχι κατ’ όνομα- δωρεάν παιδεία, όπου ο ίδιος καθηγητής που κάνει ανεπαρκώς τη δουλειά του στο δημόσιο σχολείο μας, είναι -μετά τη μέση της ημέρας- ο ίδιος που παρέχει φροντιστηριακές υπηρεσίες, που ξαφνικά, γίνονται «πρώτης ποιότητας».

Για ουσιαστική περίθαλψη, χωρίς να χρειάζεσαι φακελάκι ή μπάρμπα στην Κορώνη για να βρεις κρεβάτι στην εντατική, αφού πρώτα έχεις εισπράξει ό,τι κυκλοφορεί σε ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, στην αναμονή των εξωτερικών ιατρείων.

Για γρήγορη και αποτελεσματική Δικαιοσύνη, που θα μπορεί να κάνει απρόσκοπτη το έργο της και θα είναι τόσο καλοπληρωμένη, ώστε να μην αφήνει υπόνοιες ότι μπορεί και να δωροδοκηθεί. Ως τέτοια, θέλω μία Δικαιοσύνη που να μπορεί να τιμωρήσει κι αυτούς που μπαζώνουν κάθε φορά τα ρέματα και πνίγεται ο κοσμάκης και δεν με νοιάζει αν είναι μεγαλοεργολάβοι, δήμοι ή απλοί πολίτες. Η απόδοση ευθύνης είναι κάτι που πρέπει να γίνει...χθες!

Για εξίσου καλοπληρωμένες Αστυνομία, Πυροσβεστική και Ένοπλες Δυνάμεις, ώστε να μην αμφιταλαντεύονται για το αν αξίζει να δίνουν τη ζωή τους για τους άλλους τόσο φθηνά, μόνο και μόνο στο όνομα της πατρίδας ή της σημαίας ή για ένα τσούγκρισμα των αυγών κάθε Πάσχα με τον αρμόδιο υπουργό.

Καλή κοινωνική παροχή είναι εκείνη που δεν σε ταΐζει ψάρια, αλλά σε μαθαίνει να ψαρεύεις, ώστε να μην περιμένεις απ’ αυτήν ούτε να σε ζήσει, ούτε να σε βολέψει πουθενά.

Το μόνιμο επιχείρημα που ακούω ότι το κράτος είναι εκεί για όσους δεν τους πλησιάζει κανένας άλλος, αφού δεν έχει τίποτα να κερδίσει απ' αυτούς, μοιάζει να ξεθωριάζει στον ορίζοντα, αφού σκοντάφτει στους όρους και στις προϋποθέσεις που θέτει προς τούτο. 
Σίγουρα πάντως δεν είναι καλή κοινωνική παροχή το να πάρει η πολιτεία τους αστέγους και να τους βάλει σε ένα δωμάτιο, δίνοντάς τους φαγητό και ζέστη μόνο, ενώ ταυτόχρονα δεν τους δημιουργεί καμία προϋπόθεση ή κίνητρο για να πάνε να δουλέψουν και να ζήσουν κάποια στιγμή χωρίς να εξαρτώνται απ' αυτό.

Υπάρχει μία διαρκής παρεξήγηση εδώ.

Πληρώνουμε πάρα πολλά για να έχουμε ένα «κράτος πρόνοιας», το οποίο αποδεικνύεται εντελώς αναποτελεσματικό και μάλιστα κάθε επόμενη φορά!  

Ας μην ξεχνάμε ότι οι κοινωνικές παροχές χρηματοδοτούνται απ' τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν απαιτούν κανενός είδους ανταπόδοση εκ μέρους του αποδέκτη τους. Ωστόσο, πρέπει ταυτόχρονα να αξιολογούνται, με βάση τρία κριτήρια που εμπλέκουν την κοινωνική δικαιοσύνη, με την οικονομική αποδοτικότητα κι αυτά δεν είναι παρά η στόχευση και η επάρκεια, συναρτήσει πάντα του κόστους! 

Δεν ήμανε ποτέ καλή στα νούμερα. Διάβασα ότι οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια αγγίζουν το 2,5% του προϋπολογισμού μας, αλλά με το φτωχό μου το μυαλό νομίζω ότι σε αυτό το νούμερο θα πρέπει να προστίθεται και η διαφορά κόστους-ωφέλειας, αφού προηγούμενα αυτή καθοριστεί συναρτήσει ενός δείκτη αποτελεσματικότητας, που πρέπει να χώνεται εκεί κάπου ανάμεσα. 
Μερικοί, που είναι καλύτεροι από μένα στα νούμερα, έγραψαν ότι εκεί που στη Δανία το κοινωνικό ευρώ κοστίζει περίπου 1,6€, στην Ελλάδα φτάνει τα 6,5€ και δεν ξέρω, μόνο σε μένα αυτή η διαφορά φαντάζει τρομακτική; Κι αν είναι αυτή αριθμητικά τρομακτική, τι γίνεται όταν της βάλεις την ποιοτική παράμετρο της αποτελεσματικότητας μέσα;

Και στο τέλος τέλος, πού πάνε τόσα λεφτά, μωρέ, όταν έρχεται η κάθε επόμενη φορά που μία τέτοια καταστροφή μας βρίσκει ξεβράκωτους;


Η μαύρη αλήθεια είναι πάντως ότι κι εμείς περιμένουμε από το κράτος να μας ζήσει, να μας ταΐσει, να μας εξασφαλίσει ένα minimum εισοδήματος, ώστε να μην χρειάζεται να πασχίσουμε να βρούμε δουλειά και ποιος να τρέχει πρωί-πρωί. Προσφάτως μάλιστα, προσμένουμε και να μας κληρώσει τζογαδόρικα χίλια ευρουλάκια bonus, μόνο και μόνο γιατί κάνουμε ό,τι μας λένε. 

Και βέβαια, περιμένουμε να μας συνταξιοδοτήσει -ει δυνατόν- σε πολύ μικρή ηλικία, ώστε να κάνουμε ό,τι άλλο ποθεί η ψυχή μας, τα λίγα ή τα πολλά χρόνια που μας απομένουν, πίνοντας στην υγειά του κορόιδου. 

Εντάξει, τελευταία φορά που κοίταξα, Σουηδία μια φορά δεν ήμασταν! 

Αν εμείς, οι πολίτες, ζούμε σε αυτή τη διαρκή παρεξήγηση, στην ίδια σελίδα φαίνεται πως βρίσκεται και το κράτος, που με κάποιο τρόπο, όσο ακόμα υπάρχουν πόροι ή τρόποι εξεύρεσής τους, μια χαρά δουλεύει έτσι, συνεχίζοντας απρόσκοπτα το θλιβερό τραγούδι του... 

Οι φάροι, λέει ο λαός μας, δεν τρέχουν στις ακτές ψάχνοντας ποιο καράβι να σώσουν, απλώς στέκονται και φωτίζουν…

Μέχρι στιγμής, αν δεν έχω φάει πετριά στο κεφάλι, δεν βλέπω το πράγμα να οδεύει προς τη «σωστή κατεύθυνση». 
Εξακολουθούμε να θυμίζουμε «ανοχύρωτη χώρα» και, πέραν της -χωρίς έλεγχο- συλλογής φόρων, τίποτα άλλο δεν δουλεύει καλά.

Βέβαια, να το πω κι αυτό, δεν είμαι απολύτως σίγουρη αν το διακύβευμα όλων αυτών που σκέφτομαι είναι το «όχι κράτος», διότι είμαι βαθιά πεπεισμένη ότι υπάρχουν πράγματα που χρειάζεται να γίνονται μόνο απ’ αυτό. Κι αν ήξερα πού  ακριβώς πηγαίνουν τα λεφτά μου, δεν θα είχα αντίρρηση να πληρώνεται κιόλας καλά η δουλειά αυτή. 

Όμως, πληρώνουμε πάρα πολλά για να έχουμε αυτό το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, το οποίο δεν έχουμε κιόλας στ' αλήθεια!

Οπότε, ας γυρίσω στις όμορφες σκέψεις, αφού αυτές είναι οι μόνες που απέμειναν:

Υπάρχει ένας κανόνας στη ναυτιλία που ορίζει ότι «το πιο ευέλικτο πλοίο δίνει προτεραιότητα στο πιο δυσκίνητο». Αυτός είναι ένας εξαιρετικός κανόνας και για τις ανθρώπινες σχέσεις. Μοιάζει δε να υλοποιείται περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο στη χώρα μας, ειδικά όταν τα «καράβια» τσακίζονται εντελώς απ’ την κακοκαιρία.

Σε κάθε περίπτωση, ξύσε εσύ την πλάτη μου, να ξύσω τη δική σου, αδέλφια και να λέμε πάλι καλά που υπάρχουν άνθρωποι… 

Ακόμα, ευτυχώς, υπάρχουν άνθρωποι, οπότε ας επενδύσουμε σ’ αυτούς…

Διότι σήμερα είσαι εσύ κι αύριο είμαι εγώ. Σ' ένα καζάνι βράζουμε, τον ίδιο πόνο λέμε...
Και «σ’ έναν κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους»…



Birdy - People Help the People


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου