Γράφει
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Θυμάμαι τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων και
συνειδητοποιώ ότι ήταν η πιο γλυκιά, η πιο «γελαστή», η πιο χαρούμενη γιορτή
του χρόνου.
Φώτα, χρώματα, μουσικές, γέλια, η προσδοκία του Άγιου
Βασίλη, τα κάλαντα, οι διακοπές από το σχολείο.
Το στόλισμα του δέντρου.
Τα δώρα των γονιών, του νονού, των θείων, των παππούδων…
Τα οικογενειακά
ανταμώματα με ξαδέλφια, το παιγνίδι…
Οι κουραμπιέδες της μάνας μου και τα μελομακάρονα της
γιαγιάς μου…
Φοινίκια στις διπλανές πιατέλες…
Μυρωδιές από μαστίχα, κανέλα, γαρύφαλλο να συναντούν τον
Σαρωνικό εκεί στη Φρεαττύδα και στα βράχια της Πειραϊκής.
Τα μεγάλα τραπέζια με γαλοπούλες, χοιρινά κι ένα σωρό
καλούδια.
Η αγάπη που αντάλλασσαν με τα μάτια ο πατέρας με τη μάνα
μου.
Αναβοσβήνει η μνήμη δίπλα στα θαμπωμένα τζάμια…
Τότε, σ’ εκείνα τα Χριστούγεννα, λίγες ημέρες πριν γίνω εννιά
χρόνων.
Περίμενα με λαχτάρα το δώρο του πατέρα μου (καλή σου ώρα
εκεί ψηλά που είσαι μπάρμπα Γιώργη), αφού μου είχε πει ότι θα είναι δώρο-
έκπληξη.
Αναρωτιόμουν, τι μπορεί να ήταν αυτό.
Κανένα μεγαλύτερο ποδήλατο, όπως του είχα ζητήσει;
Κανένα τρανζιστοράκι για ν’ ακούω το ποδόσφαιρο;
Ή μήπως εκείνο το ταξίδι στην Αγγλία για να δω από κοντά
τον Τζορτζ Μπεστ;
Αγωνία, σας λέω! Κι ανυπομονησία. Και προσμονή.
Ρωτούσα τη μάνα μου, δεν μου έλεγε. Ρωτούσα τη γιαγιά
Θεοδώρα, δεν ήξερε.
Ώσπου, παραμονή Χριστουγέννων προς το μεσημεράκι, άκουσα
το αυτοκίνητο του πατέρα μου να σταθμεύει μπροστά στο παλιό νεοκλασικό σπίτι
μας, στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά..
Θυμάμαι ότι οι παλμοί μου άρχισαν να κτυπούν πιο γρήγορα.
Κατέβηκα τρία τρία τα σκαλιά από τον πρώτο όροφο προς την
πόρτα του ισογείου, την άνοιξα κι είδα τον πατέρα μου να έρχεται προς το σπίτι.
Ένα μέτρο απόσταση! Μα μου φάνηκε αιώνας!
Κρατούσε μια μεγάλη τσάντα πλαστική, περίπου αντίστοιχη
αυτών που έχουν σήμερα τα jumbo. Και φαινόταν
βαριά!
-
Τι δώρο μου έφερες τελικά;
τον ρώτησα κοιτάζοντας με περιέργεια την τσάντα.
-
Περίμενε, μη βιάζεσαι, είναι και του αδελφού
σου μαζί στη τσάντα… Πάμε μέσα πρώτα!
-
Έλα ρε μπαμπά, δώσε
μου το τώρα…
-
Μέσα…
Να μη σας τα πολυλογώ, τραβήξαμε κατ’ ευθείαν στο σαλόνι.
Ήρθε κι ο αδελφός μου ο Μένιος, ήρθε κι μαμά Βενετία.
Κι άρχισε η ιεροτελεστία.
Ανοίγει την τσάντα ο πατέρας μου, βγάζει ένα μεγάλο πακέτο,
μου το δίνει, με αγκαλιάζει και με φιλάει. Το ίδιο κάνει με ένα άλλο πακέτο
στον Μένιο.
Τα νύχια μου μπήκαν αστραπιαία στο χαρτί περιτυλίγματος
κι άρχισα να το ξεσκίζω.
Σε δέκατα δευτερολέπτου πάγωσα.
Βιβλία! Πέντε ίδια μεγάλα βιβλία!
«Γεωργίου Δ. Παπαϊωάννου, Μεγάλη σχολική εγκυκλοπαίδεια»!
-
Τι είναι αυτό; Πάλι
θα διαβάζω;
-
Θα θυμηθείς κάποια
στιγμή και θα λες ότι αυτό είναι το καλύτερο δώρο που πήρες ποτέ…
-
Άσε μας ρε πατέρα…
Ο Μένιος, ως πιο μικρός και μη έχων σχέση ακόμη με
σχολείο, ήταν πιο τυχερός. Μέσα στο δέμα που πήρε ήταν ένα μεγάλο πυροσβεστικό
αυτοκίνητο, με σειρήνα, που δούλευε με μπαταρίες.
Έμεινα παγωμένος! Ίσως και μουτρωμένος!
Ο πατέρας μου έφυγε πάλι προς τον έξοδο του σπιτιού κι
εγώ άκουγα τη μάνα μου να με κατσαδιάζει που δεν ήμουν ευγενικός μαζί του και
δεν του είπα ένα ευχαριστώ…
-
Άσε ρε μάνα, άκου
εγκυκλοπαίδεια για δώρο.
Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι ο πατέρας μου γύρισε πάλι
στο σπίτι.
Κρατούσε ένα τεράστιο πακέτο, τυλιγμένο με κόκκινο χαρτί
που είχε πολλούς αγιοβασίληδες κι άσπρες
κορδέλες.
‘Ήρθε προς το μέρος μου, με αγκάλιασε και μου το έδωσε.
Αναθάρρησα!
-
Τι είναι αυτό; Άλλη
εγκυκλοπαίδεια;
-
Άνοιξε να δεις…
Τσακίστηκα! Κι όσο άνοιγα το μεγάλο πακέτο, τόσο η καρδιά
μου χόρευε πιο πολύ.
Νααααααααααιιιιιιιιιιιιιιιι! Το μεγάλο τρενάκι που είχαμε
δει στη βιτρίνα του Σακιώτη.
Τότε, μούτρωσε ο Μένιος!
-
Εγώ ένα
πυροσβεστικό κι ο Νίκος ολόκληρο τρένο, με βαγόνια, με μηχανές, με σταθμούς;
Ο πατέρας μου μειδίασε.
-
Μαζί θα παίζετε…
Μαζί έχετε τα πάντα… Και από την εγκυκλοπαίδεια κι οι δυο θα διαβάζετε και θα
μαθαίνετε…
Για πότε έγινε το σαλόνι καλοκαιρινό, ούτε που θυμάμαι.
Θυμάμαι μόνο ότι για να στηθεί ολόκληρο το τρενάκι,
έπρεπε να μετακινηθεί ένας καναπές…
Ευτυχία! Ήρθε κι ο Στρατής, ο ξάδελφός μου. Κι ο Λουκάς,
ο φίλος και συμμαθητής.
Κι ο Τάσος κι ο Νίκος, τα άλλα ξαδέλφια μου….
Χαμός!
Του- του- του, έκανε το τρένο κάθε ένα λεπτό…
Να κι η διαπεραστική σειρήνα του πυροσβεστικού που έκανε
τη μάνα μου να κλείνει με τα χέρια της τ’ αυτιά της!
Να κι οι φωνές, τα γέλια, οι τσακωμοί.
-
Όχι έτσι ρε…. Θα το
χαλάσεις…
-
Μα δεν ξέρεις εσύ…
-
Άσε ρε που δεν
ξέρω…
-
Ρεεεεεεεεεεεεεε,
βλάκας είσαι;
-
Όχι έτσι, θα τρακάρει!
Και μέσα στον χαμό, κτυπάει το κουδούνι.
Δυο κύριοι με τραγιάσκες (αυτές μου έκαναν εντύπωση)
κουβαλούσαν στο σπίτι ένα άλλο τεράστιο κουτί.
-
Που θα την βάλουμε;
-
Εκεί στη γωνία,
απάντησε ο πατέρας μου.
Τι είναι αυτό, αναρωτιόμουν; Κι άλλο δώρο;
Λες και με κατάλαβε ο πατέρας μου.
-
Ναι, κι άλλο δώρο,
αλλά αυτό είναι της μαμάς!
Μια τηλεόραση! Έγχρωμη τηλεόραση! Έγχρωμη τηλεόραση! SONY.
Μια περιουσία εκείνης της εποχής.
Νέα γέλια, νέα χαρά.
-
Θα βλέπουμε έγχρωμη
την Πανάθα;
-
Και το Μουντιάλ το
καλοκαίρι, τη Βραζιλία του Πελέ και του Ζαϊρζίνιο…
-
Καλά, δικό μου δώρο
δεν είναι; Εσείς ποδόσφαιρα κανονίζετε; μονολόγησε η μάνα μου…
Αχ ρε πατέρα! Αχ ρε πατέρα!
Πού είσαι ρε πατέρα;
Καλά Χριστούγεννα σε όλους!
Με οικογενειακή θαλπωρή, χαμόγελα κι αγκαλιές!
Και καμιά εγκυκλοπαίδεια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου