Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Το εθνικό σπορ της κωλοτούμπας και το «Μακεδονικό»


Από τη Θεσσαλονίκη
γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής



Η Kolotoumba (όπως είναι ο πατενταρισμένος όρος) χωρίζεται σε δύο είδη. Την ετεροχρονισμένη και την συγχρονισμένη.
Η ετεροχρονισμένη είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην ελληνική πολιτική.
Λέμε προεκλογικά ότι θα βάλουμε τάξη στο κράτος και μετεκλογικά διορίζουμε σαν να μην υπάρχει αύριο ή, πιο πρόσφατα, λέμε ότι καταργούμε το μνημόνιο με ένα νόμο και ένα άρθρο και λίγους μήνες μετά υπογράφουμε καινούριο.
Η αλήθεια είναι ότι συνηθίζεται και αλλού ένα κόμμα άλλα να υπόσχεται πριν τις εκλογές και άλλα να κάνει μετά. 
Αν συνηθίζεται ωστόσο
αυτά τα «άλλα» να είναι και τα ακριβώς αντίθετα, όπως συμβαίνει εδώ, είναι, το λιγότερο, συζητήσιμο.
Σε κάθε περίπτωση, στο βαθμό που μια τέτοια αλλαγή γίνεται υπό το βάρος των εκτελεστικών καθηκόντων της κυβέρνησης, είναι κατανοητή. Μπορεί να χαρακτηριστεί κυνική, αλλά, στο μέτρο που έχει στον πυρήνα της το καλό του τόπου (έστω και αν αυτό είναι πολλές φορές σχετικό), είναι οπωσδήποτε συγχωρήσιμη.
Η συγχρονισμένη Kolotoumba, από την άλλη, δηλαδή το να λέει κάποιος δύο αντίθετα πράγματα ταυτόχρονα ή, τη στιγμή που λέει κάτι, να κάνει το ακριβώς αντίθετο, είναι ξεκάθαρη έκφραση αμοραλισμού, αν όχι ψυχικής ασθένειας.
Βέβαια, το πρόβλημα της χώρας μας είναι και ψυχολογικό και, κατά κάποιο τρόπο, δίνει συγχωροχάρτι στον πολιτικό αμοραλισμό των κυβερνώντων μας. Η διαφορά του να υπογράφεις μνημόνιο ενώ πριν το «έσκιζες», με το να λες «αρνούμαστε τη χρήση του όρου “Μακεδονία” στην ονομασία της γείτονος και εμπιστευόμαστε πλήρως τον υπουργό των Εξωτερικών», ο οποίος στο μεταξύ προκρίνει τη χρήση του όρου, είναι και η διαφορά του κυνισμού με τη σχιζοφρένεια.
Δεν είναι όμως μόνο η πολιτική άρρωστη. 
Η ασθένεια ξεκινά από την κοινωνία, περνά στους θεσμούς και εν τέλει αποθεώνεται στην πολιτική.
Τα παραδείγματα πολλά. 
Από το πώς εξαρτόμαστε από το κράτος και ταυτόχρονα το μισούμε ή το πόσο χρειαζόμαστε τα χρήματα αλλά όχι τις υποχρεώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι την καθημερινή συμπεριφορά μας στο δρόμο και γενικώς στο δημόσιο χώρο· από το τι ψηφίζουμε και τι υποστηρίζουμε έμπρακτα ή το τι δηλώνουμε αν ρωτηθούμε ιδιωτικώς και τι δημοσίως, μέχρι το τι λέγαμε χθες και τι τώρα. 
Εκεί κι αν υπάρχουν κωλοτούμπες.

Γενικώς, τα οξύμωρα που συναντά κανείς στην ελληνική κοινωνία είναι πολλά και ασυνήθιστα, αν όχι μοναδικά. Αναρχικοί-κρατιστές πάντως, αλλού, δεν πρέπει να υπάρχουν!
Αυτή η ακύρωση του εαυτού μας, εντελώς φυσιολογικά, περνά και στους θεσμούς μας. Φαίνεται από τις αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις της νομοθεσίας μας, την πανάκριβη δωρεάν Παιδεία μας, τον «πολιτιστικό σύλλογο» Ρουβίκωνα, τους μεταφραστές αγγλικών του υπουργείου Εξωτερικών που δεν ξέρουν αγγλικά κ.α.
Και κάπως έτσι, ενώ η παρακμή μας προχωρά, οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι έφτασαν να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς προσχήματα, χωρίς συνέπειες. (Δεν χρειάζονται παραδείγματα εδώ, μην τα ξαναλέμε, τα γράφουμε συνέχεια.)
Όταν σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου μας, λοιπόν, βασιλεύει τέτοια ασυνέπεια, είναι λογικό η κωλοτούμπα να έχει γίνει η δεύτερη φύση μας. 
Όποιος προσέχει τι λέει ή τι κάνει πλέον θεωρείται άτολμος ή δειλός, ενίοτε και γραφικός.

Και, για να φτάσουμε και στο θέμα των ημερών, αν ανοίξει λίγο η εικόνα της Ιστορίας, θα δούμε ότι εδώ και ουκ ολίγα χρόνια, μας είναι αδύνατο να κρατηθούμε συνεπείς. Όπως ακυρώνουν τον εαυτό τους οι πολίτες, η κοινωνία, οι πολιτικοί μας, έτσι ακυρώνει τον εαυτό της ολόκληρη η χώρα, το έθνος.
Δεν μιλάμε βεβαίως (μόνο) για τα μνημόνια που τα υπογράφουμε Ιούλιο και θέλουμε αναθεώρησή τους («πολιτική λύση») τον Σεπτέμβριο, αλλά για μία εθνική θέση που κατάφερε, με κάποιο τρόπο, να μείνει σταθερή μία ολόκληρη δεκαετία. Μία είχαμε, πάει και αυτή.
Συγκροτήσαμε μία αμετακίνητη και συνάμα λογική θέση το 2008 για το «Μακεδονικό» και η ικανοποίηση ήταν διάχυτη, τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στην κοινωνία. Και τώρα που ανακινείται το θέμα, εμφανίζεται ξανά η συνήθειά μας να αυτοαναιρούμαστε, σαν νεύρωση που πυροδοτείται από το στρες, και προσπαθεί να μας γυρίσει στο μηδέν.
Όπως έδειξε η αδιάλλακτη στάση μας το 1992, η Ιστορία μπορεί να προχωρήσει και χωρίς εμάς. 
Εάν εγκαταλείψουμε το δεκαετές κεκτημένο μας, για άλλη μια φορά δεν θα είμαστε εκεί για να τη διαμορφώσουμε.
Η νέα φάση του «Μακεδονικού», δυστυχώς, μας προέκυψε μέσα σε μία περίοδο έξαρσης των ασθενειών μας. Την ώρα που κάνουμε ετεροχρονισμένα συλλαλητήρια, ανοίγοντας μία συζήτηση με καθυστέρηση δέκα χρόνων (η οποία διεξάγεται όπως κάθε άλλη συζήτηση στη χώρα- με ακρότητες και χαρακτηρισμούς εκατέρωθεν), οι πολιτικοί μας παρακολουθούν τρεμάμενοι, ολίγιστοι μέσα στην ασφάλεια της μόνης αξίας που γνωρίζουν, την μικροπολιτική, και εκπροσωπώντας μας επάξια κάνουν κι εκείνοι τη δική τους κυβίστηση, ο καθένας με τον ρυθμό του. 
Την ίδια στιγμή, η μοίρα τα έφερε έτσι, να βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας η πιο αναξιόπιστη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης.
Το πρώτο τη τάξη κυβερνών κόμμα φαίνεται να έχει σταθερή θέση, αλλά αυτό από μόνο του, αν και θετικό, δεν λέει πολλά. Ο συγκυβερνήτης του, που το 2008 ανήκε στην παράταξη που διαμόρφωσε την τότε εθνική γραμμή, είπε να κάνει άλλη μία από τις εναέριες κυβιστήσεις που τον έκαναν διάσημο, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση τηρεί στάση αναμονής, αν δεν έχει ήδη ξεκινήσει κι εκείνη τη δική της κωλοτούμπα, και, εδώ που τα λέμε, δύσκολο να την κατηγορήσει κανείς πραγματικά για αυτό, καθώς το εθνικά επωφελές αυτή τη στιγμή είναι να υπάρχει καταρχήν κανονική κυβέρνηση, οπότε οποιαδήποτε πίεση προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να θεωρείται θεμιτή. Στο μεταξύ, όσοι έχουν την πολυτέλεια να μείνουν σιωπηλοί, δεν χάνουν την ευκαιρία.
Αλλά ακόμα κι αν ο μικρός κυβερνητικός εταίρος πειθαρχήσει στον μεγάλο, ποιος μπορεί να νιώθει σιγουριά;
Το θέμα «καίει» και μερικές μέρες κυβερνητικής σύμπνοιας και σταθερότητας άποψης ωχριούν μπροστά σε τρία χρόνια συνεχόμενων κυβιστήσεων. Εδώ ήταν σταθεροί σαν βράχος έξι ολόκληρους μήνες, στις αρχές του συνασπισμού τους, και όλοι θυμόμαστε πώς κατέληξε αυτό.
Όπως είναι τα πράγματα, αυτή η διαπραγμάτευση για την Ελλάδα έχει τελειώσει πριν καν αρχίσει, γιατί στερείται επαρκούς νομιμοποιητικής βάσης. Εκτός κι αν γίνει ένα θαύμα και σοβαρευτούν τουλάχιστον οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου προς τη διαμόρφωση εθνικής γραμμής.
Όχι ότι έτσι όπως είμαστε αποκλείεται να υπάρξει λύση. Μπορεί και να υπάρξει και δεν είναι απίθανο και να μας αρέσει (αν και πολύ δύσκολο). 
Απλά εμείς θα λείπουμε…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου