Από τη Θεσσαλονίκη
γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
Οι μέρες των γιορτών θεωρούνται μέρες αισιοδοξίας.
Ιδιαίτερα κάθε νέο ξεκίνημα όπως η Πρωτοχρονιά χρειάζεται θετική σκέψη.
Οι
ευχές άλλωστε δεν κοστίζουν, δεν φορολογούνται (ακόμα), δεν βλάπτουν και, στο
κάτω κάτω, το να έχει ο καθένας από εμάς μία σχετικά καλή χρονιά το 2018, με
υγεία, αγάπη ή ό,τι άλλο συνηθίζουμε να ευχόμαστε, δεν είναι ακριβώς σενάριο
επιστημονικής φαντασίας.
Ωστόσο, όταν
αντικείμενο είναι η πολιτική, όπως συμβαίνει με αυτήν εδώ τη στήλη, κακά τα
ψέματα, δεν μπορούμε να είμαστε ούτε μία στάλα αισιόδοξοι.
Το γιατί, το
γράφουμε κάθε βδομάδα.
Δεν γίνεται ξαφνικά να
αρχίσουμε τα ευχολόγια βασισμένοι
στο τίποτα.
Ο κόσμος μπορεί
να θέλει να ακούσει κάτι όμορφο μέρες που είναι, αλλά για αυτό υπάρχουν τα
ποιήματα της κυβέρνησης…
Σαν του κ. Κοτζιά,
λ.χ.:
«Ο νέος χρόνος
στα όνειρά μας καταδύεται, στην κορυφή των κυμάτων αγωνιστικά τα ξεδιπλώνει,
μαχητικά, αγαπησιάρικα. Ο νέος χρόνος την ελπίδα μας αγκαλιάζει και εύχεται
ευτυχισμένο το 2018. Καλή χρονιά σε όλες και όλους.»
Σύμφωνα με αυτό
το δείγμα επαναστατικού σουρεαλισμού από τον καλλιτέχνη που είναι υπεύθυνος για
την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, ναι, μπορεί κανείς, στο βαθμό που
αισθάνεται μαχητής και αγαπησιάρης, να βλέπει τα πράγματα αισιόδοξα για το
2018.
Το πραγματικό
μέλλον μας, ωστόσο, δεν επηρεάζεται από το γιορτινό κλίμα, αλλά από την
καθημερινότητα όλων μας και κυρίως τις πράξεις των κυβερνώντων μας.
Αν η ελληνική
κυβέρνηση υποχωρεί, λ.χ., στις απειλές της Άγκυρας και μάλιστα τόσο άμεσα όπως
συνέβη την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς, όλη η θετική σκέψη του κόσμου δεν
μπορεί να αποτρέψει την συρρίκνωση της χώρας στο διεθνές στερέωμα.
Αν, επίσης, η
ίδια κυβέρνηση δεν θέλει να μεταρρυθμίσει τίποτα στην ελληνική αγορά, καμία
ευχή για ανάπτυξη, ευημερία, ούτε καν αλληλεγγύη, δεν έχει μέσα της τον
παραμικρό ρεαλισμό- και από τέτοιες ευχές χορτάσαμε όλη τη χρονιά.
Αν έχει κάνει
κάποιες αλλαγές εντός του 2017 που μοιάζουν σημαντικές, είναι επειδή δεν είναι
στα αλήθεια σημαντικές γιατί τις κάνει μισές.
Το άνοιγμα των
επαγγελμάτων επί παραδείγματι, ίσως η πιο επιβεβλημένη των μεταρρυθμίσεων, δεν
πρόκειται να αποδώσει αν γίνεται μόνο εν μέρει. «Μισάνοιχτη» αγορά σε ένα
προϊόν δεν υπάρχει.
Για να το πούμε
αλλιώς, αν η αγορά των προϊόντων δεν απελευθερωθεί σε ανάλογο βαθμό με την
αγορά της εργασίας, δεν πρόκειται ποτέ το επίπεδο τιμών να ακολουθήσει το
επίπεδο των εισοδημάτων.
Η «απελευθέρωση»
των φαρμακείων που πέρασε από την Βουλή, φέρ’ ειπείν, δεν απελευθερώνει την
αγορά του προϊόντος, αφού δεν έχει καταργηθεί και το προστατευόμενο από το
κράτος ποσοστό κέρδους επί των φαρμάκων. Όποιος την σχεδίασε είτε δεν ξέρει ότι
ο καταναλωτής αναζητά το φθηνό προϊόν και όχι τη φθηνή επιχείρηση είτε απλά δεν
νοιάζεται.
Με παρόμοιο,
επιλεκτικό τρόπο έχουν «απελευθερωθεί» κι άλλοι τομείς της οικονομίας (πχ. η
αγορά της ενέργειας).
Όσο για τις
συμφωνημένες ιδιωτικοποιήσεις και την πολυλάλητη είσοδο των επενδυτών στην
ελληνική αγορά, οι εξελίξεις είναι οδυνηρά αργές.
Αυτά συμβαίνουν
πολύ απλά επειδή η κυβέρνηση πιστεύει στις ευχές στο Twitter περισσότερο απ’ ό,τι στις μεταρρυθμίσεις. Δεν τις θέλει
τις αλλαγές, δεν τις μπορεί… Πώς να το κάνουμε;
Ο κύριος
εκφραστής της, ο πρωθυπουργός, στη συζήτηση στο Κοινοβούλιο για τον
προϋπολογισμό πριν δύο βδομάδες, όταν μιλούσε για Αναδιανομή και Κοινωνική Δικαιοσύνη
ήταν ένας δεινός ρήτορας. Μιλούσε καθαρά, με
σιγουριά, τα έλεγε απ' έξω, χαμογελούσε…
Όταν έπιασε το
κεφάλαιο της Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, ήταν, στην κυριολεξία, ένας
διαφορετικός άνθρωπος. Κοιτούσε κάτω να δει τι γράφει, έκανε σαρδάμ, έβηχε,
ξανακοιτούσε, διάβαζε από το χαρτί φωναχτά, σταματούσε, παπαγάλιζε δείκτες...
Με άλλα λόγια,
όραμα μηδέν.
Είναι φανερό ότι
το συγκεκριμένο μάθημα δεν του αρέσει, δεν τον αφορά…
Και εδώ είναι που
ατυχήσαμε, γιατί το πρώτο κεφάλαιο της ομιλίας του- Αναδιανομή και Κοινωνική
Δικαιοσύνη- δεν μπορεί να υπάρξει στον πραγματικό κόσμο χωρίς το δεύτερο,
δηλαδή την Παραγωγική Ανασυγκρότηση της χώρας. Όχι υπό τις συνθήκες που
βρίσκεται αυτή τη στιγμή η Ελλάδα τουλάχιστον.
«Ανοίγοντας» την
εικόνα, αν στα δύο παραπάνω φαινόμενα- τις μισές μεταρρυθμίσεις για να
ξεγελαστούν οι ξένοι και να μας δανείσουν και την κυβερνητική αλλεργία για τον
εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας- προσθέσετε και το γεγονός ότι τα δύο
τελευταία χρόνια το Δημόσιο, αντί να μειωθεί, μεγάλωσε (απασχολεί 23.751
υπαλλήλους παραπάνω σε σχέση με το 2015), έχετε σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του το
μοντέλο που χρεοκόπησε την χώρα.
Αυτά, ενώ μπήκαμε
στο 2018 και σε τέσσερις μήνες θα κλείσουμε οκτώ χρόνια μνημονίων.
Τούτων δοθέντων,
συν το ότι οι συγκεκριμένοι κυβερνώντες μοιάζουν ικανοί να κάνουν κυριολεκτικά
τα πάντα για να μην χάσουν τις καρέκλες τους, η μόνη κάπως ρεαλιστική ευχή για
το νέο έτος είναι να μην χειροτερέψουν πολύ παραπάνω τα πράγματα.
Ουσιαστική
βελτίωση δεν πρόκειται να δούμε, οπότε μακάρι να αντέξουμε, μέχρι να έρθει η
ώρα να τους αλλάξουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου